BUSINESS & FINANCE

Τράπεζες: Πώς πέτυχαν τη μείωση των NPEs παρά την κρίση

Τράπεζες: Πώς πέτυχαν τη μείωση των NPEs παρά την κρίση

Στην τελική ευθεία βρίσκεται η επάνοδος του τραπεζικού συστήματος στον ενάρετο κύκλο υγιούς ανάπτυξης, καθώς ολοκληρώνεται η εξυγίανσή τους από τα βάρη του παρελθόντος. Αυτό προκύπτει από την ανάλυση των αποτελεσμάτων του γ’ τριμήνου, με βάση τα οποία οι τέσσερις συστημικές τράπεζες κατάφεραν εν μέσω κρίσης, σημαντική μείωση των κόκκινων δανείων επιτυγχάνοντας τη μείωση του στοκ των  μη εξυπηρετούμενων δανείων κατά 38,6 δισ. ευρώ μέσα σε μια χρονιά.  

Με βάση τα στοιχεία από τους ισολογισμούς των τραπεζών που παρουσιάζει το «MR», το απόθεμα των NPEs και για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες υποχώρησε από τα 55,8 δισ. ευρώ το 9μηνο του 2020 στα 17,2 δισ. ευρώ στο τέλος του 9μήνου του 2021, ενώ σημαντική βελτίωση παρουσίασαν και οι αντίστοιχοι δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPEs), δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την επίτευξη μονοψήφιου ποσοστού το 2022. 

Τη μεγαλύτερη μείωση πέτυχαν η Alpha Bank και η τράπεζα Πειραιώς, μειώνοντας το απόθεμα των κόκκινων δανείων που είχαν στους ισολογισμούς τους κατά 12,3 δισ. ευρώ και 16,7 δισ. ευρώ αντίστοιχα, υλοποιώντας ένα σημαντικό βήμα για την οριστική εξυγίανση των ισολογισμών τους. Οι αντίστοιχοι δείκτες NPEs στην Ελλάδα υποχώρησαν αντίστοιχα από το 43,1% σε 16,6% για την Alpha Bank και στο 15,2% από 46,4% για την τράπεζα Πειραιώς, δημιουργώντας τις συνθήκες για την επίτευξη μονοψήφιου ποσοστού NPE στις αρχές του 2023.  

Σημαντική αποκλιμάκωση πέτυχαν τόσο η Eurobank όσο και η Εθνική τράπεζα, οι οποίες ξεκινώντας από καλύτερο σημείο, πέτυχαν τη μείωση του δείκτη NPE στο 7,8% από 16,8% ένα χρόνο πριν και στο 11,9% από 30,1% αντίστοιχα. Το απόθεμα των κόκκινων δανείων μειώθηκε  στο τέλος του 9μήνου για την Eurobank στα 2,4 δισ. ευρώ από 5,5 δισ. ευρώ και για την Εθνική στα 3,7 δισ. ευρώ από 10,1 δισ. ευρώ σε σχέση με το 9μηνο του 2020. 

Η εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών επηρέασε τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, που υποχώρησαν για την Alpha Bank και την τράπεζα Πειραιώς, ενσωματώνοντας και το μέγεθος της προσαρμογής τους για την εκκαθάριση των χαρτοφυλακίων τους από τα κόκκινα δάνεια. Έτσι οι απώλειες για την Alpha Bank έφτασαν στο 22,8% διαμορφώνοντας το βασικό δείκτη (CET1) στο 14.5% από 17,2% και το συνολικό δείκτη (CAD) στο 17,2% από 18,3%. Αντίστοιχα για την τράπεζα Πειραιώς οι απώλειες έφτασαν το 23,7%, διαμορφώνοντας το βασικό δείκτη (CET1) στο 11,3% από 14,1% και το συνολικό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (CAD) στο 15,9% από 16,1%.  

Αντίθετα χωρίς επίπτωση στους κεφαλαιακούς δείκτες, καθώς η προσαρμογή είχε επιτευχθεί από τα προηγούμενα τρίμηνα, έκλεισε το 9μηνο για την Eurobank η οποία κατέγραψε μικρή αύξηση κατά 2,3% στο βασικό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (CET1) από 13,2% σε 13,3% και στον συνολικό δείκτη (CAD) στο 15,7% από 15,6%. Αντίστοιχα η Εθνική τράπεζα, κεφαλαιοποιώντας την υψηλή κερδοφορία και των προηγούμενων τριμήνων πέτυχε ενίσχυση των κεφαλαίων της κατά 4,9%, βελτιώνοντας το βασικό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (CET1) στο 16,4% από 15,9% και τον δείκτη συνολικών κεφαλαίων (CAD) από 16,9% σε 17%. 

Η απομόχλευση του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών, δηλαδή η πώληση κόκκινων δανείων επηρεάζει τα έσοδα από τόκους, καθώς στερεί από τις τράπεζες ένα τμήμα των λογιστικοποιημένων εσόδων που εγγράφουν στους ισολογισμούς τους. Εντούτοις θέτει τις βάσεις για υγιή μεγέθυνση του δανειακού τους χαρτοφυλακίου, μέσα από νέες χορηγήσεις στον ιδιωτικό τομέα και επιπλέον περιορίζει τις ανάγκες για νέες προβλέψεις, που «χτυπούν» ευθέως το τελικό αποτέλεσμα και κατ’ επέκταση τα κεφάλαιά τους. Έτσι δημιουργούνται οι συνθήκες για υγιή ανάπτυξη, απαλλαγμένη από τα βάρη του παρελθόντος. Η τάση αυτή που θα ενισχυθεί τα προσεχή τρίμηνα καθώς οι τράπεζες ολοκληρώνουν την εκκαθάριση των ισολογισμών τους, αποτυπώθηκε και στα αποτελέσματα του 9μήνου, από την ανάλυση των οποίων επιβεβαιώνεται ότι και οι τέσσερις συστημικές τράπεζες – με εξαίρεση την εφάπαξ ζημιά που πήραν για τις πωλήσεις και τιτλοποιήσεις χαρτοφυλακίων – περιόρισαν τις νέες προβλέψεις που πήραν για την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου.  

Τη μείωση αυτή ενισχύει και η διαπίστωση ότι τα κόκκινα δάνεια που θα αφήσει πίσω της η πανδημία θα είναι πολύ λιγότερα τελικώς από τις αρχικές εκτιμήσεις. Έτσι παρά το γεγονός ότι τα δάνεια που βρίσκονται σε κάποιο καθεστώς προστασίας ανέρχονται σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ σε 9 δισ. ευρώ και η συμπεριφορά που θα έχουν δεν έχει αποτυπωθεί ακόμη στους ισολογισμούς των τραπεζών, η εκτίμηση που επικρατεί είναι ότι, τα δάνεια αυτά δεν θα αφήσουν πίσω τους τη «σκόνη» της προηγούμενης οικονομικής κρίσης. Αυτό γιατί οι δεσμεύσεις που έχουν προβλεφθεί για τα προγράμματα Γέφυρα 1 και 2, υποχρεώνουν όσες επιχειρήσεις και νοικοκυριά έχουν κάνει χρήση της κρατικής στήριξης, να συνεχίσουν να είναι συνεπείς στην υποχρέωση να αποπληρώνουν τα δάνειά τους, για ένα τουλάχιστον χρόνο μετά την λήξη της επιδότησης που παίρνουν από το κράτος. Σε αντίθετη περίπτωση θα πρέπει να επιστρέψουν την κρατική επιδότηση και να χάσουν το όφελος που είχαν από τα δύο προγράμματα.  

Εκτός από τα έσοδα από τόκους, σημαντική πηγή εσόδων αναδεικνύονται για τις τράπεζες οι προμήθειες, που στο 9μηνο του 2021 παρουσίασαν αύξηση από 11,5% έως και 20,5% ανάλογα με την τράπεζα, σαφή ένδειξη και της ανάκαμψης της οικονομίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι για την Alpha Bank τα έσοδα από προμήθειες ενισχύθηκαν κατά 19,1% στα 299,5 εκατ. ευρώ, για την Eurobank κατά 18,4% στα 325,9% (περιλαμβάνει και έσοδα από τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου ακινήτων), της Εθνικής κατά 11,2% στα 208,9 εκατ. ευρώ και της τράπεζας Πειραιώς κατά 20,5% στα 278,8 εκατ. ευρώ. 

Διαβάστε επίσης:

Τράπεζες: Μπαράζ νέων ομολογιακών εκδόσεων – Στα 15,5 δισ. ευρώ οι ανάγκες

Τράπεζες: Γυρίζουν σελίδα – Με σημαντικό discount οι μετοχές

HSBC: Σύσταση αγοράς για τις ελληνικές τράπεζες – Οι νέες τιμές-στόχοι

Moody’s: Σήμα για αναβάθμιση των ελληνικών τραπεζών

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News