BUSINESS & FINANCE

Ελληνικές τράπεζες: Πού κερδίζουν και πού χάνουν σε σχέση με τις ευρωπαϊκές

Ελληνικές τράπεζες: Πού κερδίζουν και πού χάνουν σε σχέση με τις ευρωπαϊκές

Tον δεύτερο μεγαλύτερο δείκτη απόδοσης ιδίων κεφαλαίων μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ανήλθε στο 21,4% έναντι 9,8% του μέσου ευρωπαϊκού όρου κατείχαν οι ελληνικές τράπεζες το α’ τρίμηνο του έτους, αποτέλεσμα της ισχυρής βελτίωσης της κερδοφορίας τους. 

Η επίδοση αυτή υπερβαίνει τους στόχους για υψηλές αποδόσεις που έχουν δεσμευθεί έναντι των μετόχων τους ότι θα πετύχουν οι ελληνικές τράπεζες στο πλαίσιο των επιχειρησιακών προγραμμάτων που έχουν δημοσιοποιήσει, αλλά παραμένει εύθραυστη, καθώς βασίζεται σε σημαντικό βαθμό στα υψηλά χρηματοοικονομικά έσοδα. 

Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών τα χρηματοοικονομικά έσοδα που προέρχονται κυρίως από πωλήσεις ελληνικών ομολόγων αντιπροσωπεύουν με βάση τα στοιχεία του α’ τριμήνου το 24% των συνολικών λειτουργικών τους εσόδων έναντι 9,8% περίπου που είναι ο μέσος όρος των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 14% που είναι η Φινλανδία χώρα με την πρώτη καλύτερη επίδοση. 

Τα έσοδα από τόκους των ελληνικών τραπεζών, δηλαδή η βασικότερη πηγή δημιουργίας κερδοφορίας, αντιπροσωπεύουν το 45% περίπου των συνολικών λειτουργικών τους εσόδων έναντι 53,6% του μέσου ευρωπαϊκού όρου, ποσοστό που ξεπερνά ακόμη και το 70% σε χώρες όπως η Ισλανδία, η Πολωνία, η Τσεχία ή η Ισπανία.

Τα έσοδα από προμήθειες

Την ίδια στιγμή τα έσοδα από προμήθειες αντιπροσωπεύουν μόλις το 14% των συνολικών λειτουργικών τους εσόδων έναντι 31,3% μέσου ευρωπαϊκού όρου και υπολείπονται έως και 100% από άλλες ώριμες ευρωπαϊκές αγορές, κατατάσσοντας τις ελληνικές τράπεζες στην τελευταία θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών αγορών σε ότι αφορά το ποσοστό των εσόδων από προμήθειες.

Η αύξηση αυτής της κατηγορίας εσόδων αποτελεί βασικό στόχο που έχουν θέσει οι διοικήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών τόσο μέσω συναλλαγών στη λιανική όσο και μέσω asset management, προκειμένου να διευρύνουν τις πηγές εσόδων τους και να καλύψουν την διαφορά που τις χωρίζει με τις άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες, όπως η Ιταλία όπου τα έσοδα από προμήθειες αντιπροσωπεύουν το 39% των συνολικών λειτουργικών τους εσόδων ή η Γαλλία που αντιπροσωπεύουν το 34%.

Τα κόκκινα δάνεια

Η μείωση των κόκκινων δανείων παρά την σημαντική διαδρομή που έχουν διανύσει μέχρι σήμερα οι ελληνικές τράπεζες αποτελεί επίσης βασικό στόχο, καθώς ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων εξακολουθεί να βρίσκεται υψηλά και συγκεκριμένα στο 6,7% έναντι 1,9% μέσου ευρωπαϊκού χώρου.

Αντίστοιχα η ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας που έχει μειωθεί στο πλαίσιο της εξυγίανσης από τα κόκκινα δάνεια, αν και διαμορφώνεται πολύ πάνω από τα επιτρεπτά όρια, αποτελεί επίσης στόχευση, καθώς ο βασικός δείκτης CET1 διαμορφώνεται στο χαμηλότερο σημείο μεταξύ των υπολοίπων ευρωπαϊκών τραπεζών και συγκεκριμένα στο 13% περίπου έναντι 15,2% του μέσου ευρωπαϊκού όρου, ενώ χαμηλά στο 15% έναντι μέσου ευρωπαϊκού όρου 19% είναι και ο συνολικός κεφαλαιακός δείκτης CAD.

Υψηλή είναι τέλος η επίδοση των ελληνικών τραπεζών σε ότι αφορά το δείκτη κόστους προς έσοδα, που μετά τις μεγάλες περικοπές δικτύου και προσωπικού έχει υποχωρήσει στο 32% έναντι 63,2% του μέσου ευρωπαϊκού όρου, δίνοντας περιθώριο για την κερδοφορία τους.

Διαβάστε επίσης:

Φινάλε για τον «Ηρακλή» με τιτλοποιήσεις 4,5 δισ. ευρώ

ΤτΕ: Πιστωτική επέκταση και ενίσχυση της κερδοφορίας οι προκλήσεις για τις τράπεζες

Β. Ψάλτης (Alpha Bank): Η ταχύτητα μετάβασης προς το net zero να σταθμιστεί με την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News