ΑΠΟΨΕΙΣ

Το κόστος του πληθωρισμού και τα μέτρα στήριξης

Το κόστος του πληθωρισμού και τα μέτρα στήριξης

Η έξαρση του πληθωρισμού πιέζει τα νοικοκυριά αφού αυξάνει το κόστος διαβίωσης, ροκανίζοντας ταυτόχρονα το πραγματικό εισόδημα και μέρος των αποταμιεύσεων. Το «ράλι των τιμών» συνοδεύεται από ένα «ράλι μέτρων στήριξης». Το διακύβευμα είναι σοβαρό γιατί οι απώλειες που προκαλεί ο πληθωρισμός πυροδοτούν δυσαρέσκεια με απρόβλεπτες πολιτικές συνέπειες. Ο σωστός σχεδιασμός των μέτρων προϋποθέτει ωστόσο επαρκή ανάλυση του κόστους των ανατιμήσεων για τις διάφορες εισοδηματικές ομάδες του πληθυσμού.

Ο πληθωρισμός κοστίζει σε κάθε νοικοκυριό ανάλογα με το μερίδιο των αγαθών που ανατιμώνται στην συνολική του κατανάλωση. Οι ανατιμήσεις αφορούσαν το 2021 κυρίως τρείς κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών:

(α) διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά (+4,3%).

(β) στέγαση — συμπεριλαμβανομένων των ενοικίων, ύδρευσης, ηλεκτρικού και θέρμανης (+18,8%).

(γ) μεταφορές (+7,1%).

Η επίπτωση των ανατιμήσεων μπορεί να εκτιμηθεί με βάση την έρευνα των οικογενειακών προϋπολογισμών που διενεργεί περιοδικά η ΕΛΣΤΑΤ. Η καταναλωτική δαπάνη ανά κατηγορία αγαθών και υπηρεσιών εξαρτάται από το εισοδηματικό κλιμάκιο των νοικοκυριών (πίνακας). Ενώ η στέγαση απορροφά το 27% των δαπανών των φτωχότερων νοικοκυριών, το μερίδιο αυτό συρρικνώνεται στο 10% για τα ευπορότερα νοικοκυριά. Παρόμια τάση, αλλά λιγότερο έντονη, παρατηρείται στις δαπάνες διατροφής και μη αλκοολούχων ποτών. Αντίθετα, το μερίδιο των μεταφορικών δαπανών, που επίσης επηρεάζονται από το κόστος της ενέργειας, διευρύνεται με την αύξηση του εισοδήματος των νοικοκυριών.

Το κόστος του πληθωρισμού και τα μέτρα στήριξης-1

Συνολικά οι τρείς καταναλωτικές κατηγορίες όπου οι ανατιμήσεις ήταν εντονότερες απορροφούν το 59% της δαπάνης των φτωχότερων νοικοκυριών αλλά μόνο το 43% των ευπορότερων. Επιβεβαιώνεται ετσι οτι ο πληθωρισμός πλήττει αναλογικά περισσότερο τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού. Εκτιμάμε οτι οι ανατιμήσεις του 2021 στοίχισαν στα φτωχότερα νοικοκυριά περίπου 6,6% της συνολικής τους καταναλωτικής δαπάνης, με ετήσιο κόστος 516 € ανά νοικοκυριό. Το κόστος του πληθωρισμού είναι αναλογικά ελαφρύτερο για τα πλουσιότερα νοικοκυριά, υπολογιζόμενο σε 4,2% της συνολικής τους δαπάνης. Βέβαια το χρηματικό κόστος διερύνεται όσο μεγαλώνει το εισόδημα, καθώς ο πληθωρισμός πλήττει ένα αυξανόμενο ποσό δαπάνης.

Αθροιστικά εκτιμάμε οτι το κόστος του πληθωρισμού για τα νοικοκυριά ανήλθε το 2021 σε 3,3 δισ. € (1,9% του ΑΕΠ). Το κόστος είναι σημαντικό και τονίζει τη σημασία της χαλιναγώγησης των πληθωριστικών πιέσεων για την ευημερία των πολιτών.

Το μέγεθος του κόστους υπογραμμίζει επίσης τη σημασία των μέτρων στήριξης στον βαθμό που οι πληθωριστικές πιέσεις θεωρούνται προσωρινές. Αυτό συμβαίνει όταν η έξαρση του πληθωρισμού αντανακλά κυρίως επιπλοκές της προσφοράς, όπως η διεθνής ενεργειακή κρίση. Πρόκειται για μια σημαντική προϋπόθεση γιατί στην περίπτωση που ο πληθωρισμός τροφοδοτείται κυρίως από την ζήτηση η λύση είναι η καταπολέμησή του με την περιστολή της ζήτησης. Η διευκόλυνση της προσαρμογής στις ανατιμήσεις «μέχρι να περάσει η μπόρα» θα ανατροφοδοτούσε, αντίθετα, τον πληθωρισμό. Η απόσταση όμως μεταξύ του «πληθωρισμού κόστους» και του «πληθωρισμού ζήτησης» είναι συχνά μικρή και θολή. Αυτό ισχύει αν εμπεδωθούν οι πληθωριστικές προσδοκίες, που βάζουν σε κίνηση τον φαύλο κύκλο των ανατιμήσεων και της αναπροσαρμογής μισθών και κόστους παραγωγής.

Ωστόσο το κόστος του πληθωρισμού δεν μπορεί να αποσοβηθεί με μέτρα στήριξης για το σύνολο των νοικοκυριών. Αν, για παράδειγμα, η στήριξη κάλυπτε το σύνολο των 3,3 δις € που υπολογίσαμε, θα δημιουργούσε αντίστοιχο δημοσιονομικό έλλειμμα που θα έπρεπε να χρηματοδοτηθεί με μελλοντικούς φόρους. Αυτό φυσικά θα επιβάρυνε τα νοικοκυριά. Μόνο η καταπολέμηση του πληθωρισμού προσφέρει συνολική λύση.

Πρέπει συνεπώς η εφαρμογή των μέτρων στήριξης να είναι:

(α) ευέλικτη, ώστε να αποφεύγεται η δημιουργία εντύπωσης μονιμότητας που θα τροφοδοτούσε πληθωριστικές προσδοκίες.

(β) στοχευμένη στους πιο ευάλωτους, καθώς οι απώλειες του πληθωρισμού πλήττουν, όπως είδαμε, αναλογικά περισσότερο τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα.

Τα μέτρα στήριξης με εστίαση στις ανατιμήσεις της ενέργειας, που εφαρμόζει η κυβέρνηση απο τον Σεπτέμβριο, είναι στη σωστή κατεύθυνση σε ότι αφορά την ευελιξία αφού επανεξετάζονται σε μηνιαία βάση. Σε οτι αφορά όμως την στόχευση ο σχεδιασμός χωλαίνει. Οι επιδοτήσεις της ενέργειας σε νοικοκυριά και επαγγελματίες, που εφαρμόστηκαν μέχρι και τον Δεκέμβριο, ήταν οριζόντιες, με σημαντικό κόστος περίπου 1,3 δισ. € για τον προϋπολογισμό—δηλαδή τον φορολογούμενο. Στόχευση σε κάποιο βαθμό επιχειρείται καθυστερημένα, με ειδικές πρόνοιες για πιο ευάλωτους καταναλωτές, ενώ ο λογαριασμός έχει ήδη ανέλθει στα 2 δισ. €.

Οι επιδοτήσεις όμως των τιμών, έστω στοχευμένες, δεν αποτελούν τον πιο πρόσφορο μοχλό στήριξης των νοικοκυριών. Στην ενέργεια δεν συνάδουν με τον απώτερο στόχο της «πράσινης μετάβασης» καθώς δεν παρέχουν κίνητρα για την αναγκαία μακροχρόνια αλλαγή προτύπων. Μειώσεις του ΦΠΑ σε είδη ευρείας κατανάλωσης θα έχουν αναγκαστικά οριζόντιο χαρακτήρα και άρα ατελή στόχευση. Ενδεχόμενη μείωση του φόρου κατανάλωσης στα υγρά καύσιμα θα ευνοήσει τους ευπορότερους που πλήττονται περισσότερο από τις ανατιμήσεις στο μεταφορικό κόστος (πίνακας).

Οι εισοδηματικές ενισχύσεις, συνδυασμένες ενδεχομένως και με εφάπαξ μειώσεις φόρων εισοδήματος, θα ήταν πιο πρόσφορη παρέμβαση. Προσωρινές ενισχύσεις, αναλογικές του εισοδήματος, θα μπορούσαν να χορηγούνται για παράδειγμα στα τρία πρώτα εισοδηματικά κλιμάκια των νοικοκυριών που καλύπτουν το 70% του συνόλου. Θα μπορούσαν να αποσοβήσουν επαρκές τμήμα του κόστους του πληθωρισμού, με έμφαση στους πιο ευάλωτους, χωρίς στρεβλώσεις τιμών και κινήτρων.

* Ο Αριστομένης Βαρουδάκης είναι Οικονομολόγος, Πρώην Καθηγητής Πανεπιστημίου του Στρασβούργου, πρώην ανώτερο στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΟΟΣΑ. 

 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News