ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο κομβικός σύνδεσμος τραπεζών – Ταμείου Ανάκαμψης

Είναι πλέον γνωστές οι δύσκολες και μαραθώνιες προσπάθειες των μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης το καλοκαίρι του 2020 για την σύσταση του μηχανισμού εκείνου (σχέδιο/ταμείο ανάκαμψης) που θα επέτρεπε στις οικονομίες τους να ξεπεράσουν το σοκ της παγκόσμιας πανδημίας του κορωνοϊού με ένα τεράστιο σχέδιο της τάξης των 750 δισεκατομμυρίων ευρώ που θα αποτελέσει ένα καινούργιο σχέδιο «Μάρσαλ». Το ποσό μάλιστα που θα λάβει η Ελληνική οικονομία είναι σημαντικότατο (περίπου 32 δισ., με τα δάνεια να αντιστοιχούν σε περίπου 13 δισ. ευρώ) και μάλιστα με υπέυθυνες δηλώσεις του πρωθυπουργού, το σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης που αναμένεται να μεταμορφώσει τη χώρα για το μέλλον θα πρέπει να επενδυθεί με τρόπο που θα στηριχθούν επενδυτικές και παραγωγικές δραστηριότητες της οικονομίας υψηλής παραγωγικότητας, όπως «πράσινες» αναπτυξιακές πολιτικές μέσω ενίσχυσης των τομέων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, καθώς και πολιτικές που ενισχύουν το ψηφιακό εκσυγχρονισμό ώστε πολλές εκφάνσεις της οικονομικής δραστηριότητας να απογειώσουν την συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας, να προσελκύσουν αναγκαίες εξωτερικές επενδύσεις κεφαλαιοχικού εξοπλισμού και να δημιουργήσουν σημαντικές θέσεις απασχόλησης.  

Η πανδημία του COVID-19 και οι συνθήκες lockdown έχει καταστήσει σημαντικό, εάν όχι κομβικό, τον ρόλο του τραπεζικού συστήματος σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Η πρόσβαση σε αγορές κεφαλαίου για την εύρεση της αναγκαίας ρευστότητας για επενδυτικούς σκοπούς είναι εξαιρετικά δύσκολη για τις επιχειρήσεις στην Ευρώπη, ειδικά για τις μικρές (οικογενειακές) και μεσαίου μεγέθους, ενώ και πολλές τράπεζες έχουν αρχίσει να επιβάλλουν στάσεις (moratoria) στις επιχειρήσεις αυτές, έτσι ώστε να περιορίσουν τις ζημιές τους από την υπερέκθεση δανείων.

Στο σημείο αυτό όμως πρέπει να τονίσουμε ότι από την στιγμή που δεν υπάρχει εναλλακτικός σχεδιασμός κατανομής της ρευστότητας αυτής στην πραγματική οικονομία, ενισχύεται ο ρόλος του τραπεζικού συστήματος μέσω του οποίου η ρευστότητα αυτή θα διατεθεί στις ανωτέρω αναπτυξιακές δράσεις. Ειδικότερα, όταν οι μηχανισμοί υποστήριξης μέσω δημοσιονομικών ενισχύσεων (σε συνθήκες lockdown 1 και 2) θα εξασθενήσουν τελικά (και με βαση την επιβάρυνση των δημοσίων οικονομικών χρέους σε πολλές ευρωπαϊκές οικονομίες, κυρίως του Νότου), με αποτέλεσμα τα σχέδια του Ταμείου Ανάκαμψης να απαιτούν σημαντικές τραπεζικές πιστώσεις που θα προσφέρουν την αναγκαία ρευστότητα και εξασφάλιση σε τυχόν διαστρεβλώσεις/διαταραχές ρευστότητας-liquidity shocks-για υγιείς δανειολήπτες της πραγματικής οικονομίας. Θα πρέπει εμφατικά όμως να τονισθεί ότι η χρηματοδότηση των αναπτυξιακών αυτών δράσεων θα πρέπει να ικανοποιεί δύο πολύ συγκεκριμένα κριτήρια: Πρώτον, η εγγύηση εξασφάλισης της χρηματοδότησης της επένδυσης από τα ευρωπαϊκά ταμεία, και Δεύτερον, και ίσως πιο σημαντικό, το business plan της επένδυσης θα πρέπει να αξιολογείτε ως βιώσιμο με αμιγώς τραπεζικά κριτήρια.

Η ανωτέρω θέση δείχνει ότι η έγκριση χρηματοδότησης των εν λόγω επενδυτικών σχεδίων θα πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά σε τεχνοκρατικά τραπεζικά κριτήρια που ελαχιστοποιούν το κίνδυνο αποτυχίας των επενδύσεων αυτών. Μάλιστα η κυβέρνηση αναφέρει χαρακτηριστικά την συμμετοχή ενός (μη κρατικού) επενδυτή, είτε με την μορφή τραπεζικού ιδρύματος, είτε ενός fund, που θα εγγυάται την ικανοποίηση τέτοιων κριτηρίων.

Αν και η πλειοψηφία των ευρωπαϊκών τραπεζών είναι σε πολύ καλύτερη θέση κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας με βάση προηγούμενες περιόδους κρίσεων (ο λόγος Εquity Tier 1 έχει αυξηθεί από 9% το 2009 σε περίπου 15% στο τέλος του 2019), σε πρώτη φάση, με βάση την επιβάρυνση των τραπεζικών ισολογισμών από το βάρος όχι μόνον των κόκκινων δανείων από προηγούμενες κρίσεις, αλλά και από την επιβάρυνση των τοξικών αυτών δανείων λόγω της πανδημίας (γεγονός που έχει ενισχύσει σημαντικά την εξάρτησή τους από επεκτατικά νομισματικά προγράμματα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας), και μέχρι την οριστική εξυγίανση των ισολογισμών τους, θα ήταν πιο αποδοτική η συμμετοχή/αξιολόγηση των επενδύσεων αυτών από ανεξάρτητους αξιολογητές ή επενδυτικά funds ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη οικονομική αποτελεσματικότητα χρησιμοποίησης της αναπτυξιακής ρευστότητας, είτε με τη μορφή συμμετοχής των funds αυτών στο μετοχικό κεφάλαιο, είτε με εγγυήσεις για δάνεια σε μικρές και νεοφυείς επιχειρήσεις (με ανάλογη διαδικασία που ακολουθείται για τις εγκρίσεις χρηματοδότησης στο πρόγραμμα ΕΣΠΑ).

Τέλος, ακόμα και εάν υποστηριχθεί η έντονη συμμετοχή των τραπεζών στην εν λόγω διαδικασία, αυτό που είναι πρωταρχικής σημασίας έχει να κάνει με την ικανοποίηση συγκεκριμένων (micro prudential) κριτηρίων, όπως, μεταξύ άλλων, η αυστηρή εφαρμογή των διεθνών λογιστικών προτύπων για επενδυτικά σχέδια, η ισοδύναμη εφαρμογή ελάχιστων απαιτήσεων για ‘κόκκινα δάνεια’ ανεξαρτήτως εάν ο εγγυητής προέρχεται από το δημόσιο ή ανεξάρτητα ιδιωτικά ιδρύματα, και η ισοδύναμη υποστήριξη δανειοδότησης είτε για μικρομεσαίες επιχειρήσεις είτε για επενδυτικά σχέδια υποδομών. Έτσι θα αποφευχθούν στρεβλές συνθήκες τραπεζικής δανειοδότησης προηγούμενων αναπτυξιακών σχεδίων χρηματοδότησης που είχαν σαν αποτέλεσμα την γιγαντιοποίηση των ‘κόκκινων δανείων’, την επιβάρυνση των τραπεζικών ισολογισμών και τη μείωση της χρηματοδότησης, και κυριότερα την μη επιθυμητή αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας της πραγματικής οικονομίας και την δραματική αύξηση της ανεργίας.

* Ο Νικόλαος Απέργης, είναι Καθηγητής Οικονομικών, Πανεπιστήμιο Πειραιώς και University of Derby.

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News