ΑΠΟΨΕΙΣ

Έχουν οι κεντρικές τράπεζες τη λύση στο πρόβλημα του χρέους;

Λόγω της δραματικής αύξησης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων που επέφερε η πανδημια οι κυβερνησεις αντιμετωπιζουν ενα νεο «τοίχος χρεους», ανάλογο με αυτο των μεταπολεμικών περιόδων. Το Δ.Ν.Τ εκτιμά ότι το δημόσιο χρέος στην Ευρωζώνη θα αυξηθεί στο 100% του ΑΕΠ το 2021, απο 84% το 2019, ενω στις ΗΠΑ θα φθασει στο 134% του ΑΕΠ. 

Προς το παρόν η συσσώρευση χρεους στις ανεπτυγμένες οικονομίες δεν προβληματίζει ιδιαίτερα καθως οι κεντρικές τράπεζες, μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης, επιτρέπουν την απορρόφηση του. Οι κεντρικές τράπεζες εχουν γίνει οι σημαντικότεροι επενδυτές αφού, για παράδειγμα, η ΕΚΤ αγοράζει περιπου το 70% των νέων εκδόσεων ομολόγων στην Ευρωζώνη. Ταυτοχρονα, οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων παραμένουν ιδιαίτερα χαμηλές λογω της πρωτοφανούς ενίσχυσης της ρευστότητας. Παγκοσμίως, το 26% του χρεους επενδυτικής βαθμίδας φέρει αρνητικές αποδόσεις. 

Η συσσώρευση του χρεους θα θέσει ομως αργά η γρήγορα το ζήτημα της βιωσιμότητας του. Οι κυβερνήσεις θα πρεπει τοτε να λάβουν μέτρα λιτότητας που μακροχρόνια θα εγγυώνται την αποπληρωμή του χρέους ή την χαμηλότοκη αναχρηματοδότηση του. Είναι ομως η δημοσιονομική περιστολή πραγματικά αναπόφευκτη; 

Μια εναλλακτική άποψη θεωρεί οτι οι κεντρικές τράπεζες κρατούν το κλειδί της λύσης για την αποφυγή της λιτότητας. Η θεση αυτή έχει ιδιαίτερη απήχηση στη Γαλλία και την Ιταλία, που αντιμετωπίζουν σημαντική αύξηση του χρεους, αλλα και σε ευρύτερα τμήματα της ευρωπαικής αριστεράς. Υποστηρίχθηκε πρόσφατα απο τον Arnaud Montebourg, πρώην υπουργό οικονομικών του Προέδρου Hollande και προκάτοχο του Emmanuel Macron σε αυτό το υπουργείο. Υποστηρίχθηκε επίσης και απο κορυφαίο οικονομικό σύμβουλο του πρωθυπουργού Conte στην Ιταλία. 

Δύο επιλογές προτείνονται γενικά: 

α) Η κεντρική τράπεζα διαγράφει μονομερώς το δημοσιο χρέος που διακρατεί, απαλλάσσοντας έτσι το κράτος από την υποχρέωση αποπληρωμής του. 

β) Εναλλακτικά, μέρος του χρέους θα μπορούσε να «εξουδετερωθεί», μετατρέποντάς το σε διηνεκή ομόλογα με μηδενικό επιτόκιο που θα κατέχει η κεντρική τράπεζα. 

Η Κεντρική Τράπεζα θα υποστεί απώλεια κεφαλαίου στην περίπτωση διαγραφής δημόσιου χρέους, καθώς τα περιουσιακά της στοιχεία θα μειωθούν. Τμήμα της ευρωπαικής και της ελληνικής αριστεράς πρότεινε εναλλακτικά την έκδοση ευρωομολόγων απο την ΕΚΤ και την χρησιμοποίηση των πόρων για εξόφληση εθνικού χρεους. Αυτο θα είχε ομως ανάλογες κεφαλαιακές συνέπειες για την ΕΚΤ. Στην περίπτωση μετατροπής χρεους σε διηνεκή ομόλογα δεν υπάρχει απώλεια κεφαλαίου, αλλά η κεντρική τράπεζα υφίσταται μόνιμη απώλεια εσόδων από τόκους. Θα πρέπει παντως να καταβάλει τόκους στα τραπεζικά αποθεματικά αν τα επιτόκια αυξηθούν στο μέλλον σε σύγκριση με τα αρνητικά επίπεδα στα οποία βρίσκονται σήμερα. Πρόκειται για μια δυνητικά λιγότερο επιβλαβή λύση. 

Εχουν ομως αυτές οι απώλειες κεφαλαίου η εσόδων συνέπειες για τη λειτουργία της κεντρικής τράπεζας; Σε αντίθεση με τις εμπορικές τράπεζες, οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν μακροπρόθεσμα να πτωχεύσουν. Η κεντρική τράπεζα μπορεί σταδιακά να καλύψει τις ζημίες της μέσω: 

·         Εσόδων (“seigniorage”) απο την δημιουργία χρήματος, σε αντίκρισμα του οποίου μπορει να επενδύει σε περιουσιακά στοιχεία που αποφερουν κερδη. 

·         Αναστολής της επιστροφής καθαρών κερδών στο κράτος που ειναι ο βασικός της μέτοχος. 

Σαν εσχάτη λυση η κεντρική τράπεζα μπορει να διασωθεί με ανακεφαλαιοποίηση απο το κράτος, εις βάρος των φορολογουμένων.

Επομένως, συμφώνα και με μελετη της ΕΚΤ, οι απώλειες της κεντρικής τράπεζας δεν δημιουργούν οικονομικό αλλά πολιτικό ζήτημα, που συνδέεται με τη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας της. Η κεντρική τράπεζα θα ηταν εξαρτημένη από το πολιτικό σύστημα για την ανακεφαλαιοποίηση της, η για την αναστολή ή μείωση της επιστροφής κερδών στο κράτος. 

Η διαγραφή χρέους από τις κεντρικές τράπεζες αντιστοιχεί στην πράξη με συγχώνευση της δημοσιονομικής και της νομισματικής πολιτικής, όπως ουσιαστικά προτείνουν οι θιασώτες της λεγόμενης «σύγχρονης νομισματικής θεωρίας» (Modern Monetary Theory). Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή το κράτος οφείλει να δαπανά χωρίς περιορισμό για να απορροφηθεί η ανεργία, με νομισματική χρηματοδοτηση των ελλειμμάτων. Ενδεχόμενος πληθωρισμός με την επίτευξη πλήρους απασχόλησης μπορεί να τιθασευτεί με αύξηση των φόρων, όχι με νομισματική περιστολή. 

Η κατάργηση, στην πράξη, της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών θα επέφερε πιθανότατα διάβρωση της εμπιστοσύνης του κοινού καθως η νομισματική πολιτικη θα μπορούσε εύκολα να χειραγωγηθεί απο τις κυβερνήσεις για πολιτικές σκοπιμότητες. Ταυτόχρονα, η καλυψη των κεφαλαιακών ζημιών των κεντρικών τραπεζών θα οδηγούσε σε νομισματική επέκταση. Θα υπονομευόταν ετσι η εμπιστοσύνη στο νόμισμα, τροφοδοτώντας τον πληθωρισμό ακόμη και πριν την επίτευξη πλήρους απασχόλησης. Οι κίνδυνοι αυτοί θετουν σε σοβαρή αμφισβήτηση την δυνατότητα μιας ανέξοδης διαχείρισης του αυξημένου χρεους μέσω των κεντρικών τραπεζών. 

* O Αριστομένης Βαρουδάκης είναι οικονομολόγος, πρώην Καθηγητής Πανεπιστημίου του Στρασβουργου, πρώην ανώτερο στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Ο.Ο.Σ.Α.

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News