ΑΠΟΨΕΙΣ

Δύο προκλήσεις για την ανάκαμψη της οικονομίας

Η παγκόσμια υγειονομική κρίση έχει επιδεινώσει δραματικά τους οικονομικούς και κοινωνικούς δείκτες και έχει οδηγήσει την ελληνική οικονομία σε πολύ μεγάλη ύφεση και αποπληθωρισμό, σε άνοδο του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους, αλλά και σε αύξηση του πιστωτικού κινδύνου και του ιδιωτικού χρέους. Το τρίτο κύμα της πανδημίας προκάλεσε την παράταση των γενικευμένων περιοριστικών μέτρων (lockdown), με αποτέλεσμα την περαιτέρω συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας κατά 8,2% το 2020 σε ετήσια βάση και τη μετάθεση της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας σε μεταγενέστερο στάδιο με πιο πιθανό, κατά τις περισσότερες εκτιμήσεις, το δεύτερο εξάμηνο του 2021, εάν βέβαια το επιτρέψουν τα υγειονομικά δεδομένα. Η αρνητική επίδοση της ελληνικής οικονομίας το 2020 ήταν η τρίτη χειρότερη μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, μολονότι η χώρα κατατάσσεται στην πρώτη θέση αναφορικά με το ποσοστό των άμεσων δαπανών (σε σχέση με το ΑΕΠ) που κινητοποίησε για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Η ένταση της ύφεσης εξαρτάται φυσικά από τη διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας και συγκεκριμένα από τη μεγάλη συμμετοχή κλάδων που επλήγησαν περισσότερο από την πανδημία όπως είναι ο τουρισμός, η εστίαση κ.ά. Ωστόσο, αυτή η πολύ χαμηλή αποτελεσματικότητα των υψηλών άμεσων δαπανών στο πλαίσιο της τρέχουσας υγειονομικής κρίσης ερμηνεύθηκε στην πρόσφατη μελέτη του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου κυρίως από την ισχυρή αρνητική συσχέτιση των δαπανών αυτών με την αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης τόσο για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ενωσης όσο και κυρίως για την Ελλάδα. Το συγκεκριμένο εύρημα έχει ιδιαίτερη σημασία για τη χώρα μας, η οποία κατατάσσεται στην τελευταία θέση ως προς τους δείκτες αποτελεσματικότητας διακυβέρνησης μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης.

Η χαμηλή αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα στην Ελλάδα ενδεχομένως θέτει σε κίνδυνο την προβλεπόμενη δυναμική ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας τα αμέσως επόμενα έτη. Η ιδιαιτερότητα αυτή της χαμηλής ποιότητας στη διακυβέρνηση των δημόσιων πόρων ενισχύει τον κίνδυνο πιθανών καθυστερήσεων στην εφαρμογή του υφιστάμενου πλαισίου και στην απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, στους οποίους σε σημαντικό βαθμό στηρίζεται η αναμενόμενη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Με άλλα λόγια, η απαιτούμενη ικανότητα και τεχνογνωσία του ελληνικού δημόσιου τομέα να ανταποκριθεί στις αυξημένες ανάγκες διακυβέρνησης των ευρωπαϊκών και εγχώριων πόρων (RRF, ΕΣΠΑ, Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα κ.λπ.) είναι ίσως το βασικό ζητούμενο και η μεγαλύτερη πρόκληση για τη χώρα.

Σε αυτό το περιβάλλον, κατά την προσπάθεια ανάκαμψης και επίτευξης υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα έτη, θα δοκιμαστεί σοβαρά και η ικανότητα του ιδιωτικού τομέα να ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις για καινοτόμες επενδύσεις που θα διευκολύνουν την «πράσινη» και ψηφιακή μετάβαση. Ο ιδιωτικός τομέας, συμπεριλαμβανομένου του τραπεζικού συστήματος, θα κληθεί με τη σειρά του να αντιμετωπίσει πολύ σημαντικές προκλήσεις τα επόμενα έτη, τόσο στη διαχείριση των επενδυτικών έργων όσο και κυρίως στη συγχρηματοδότηση των έργων αυτών. Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας προβλέπει ότι τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης θα χρηματοδοτήσουν έως το 50% των ιδιωτικών επενδύσεων, ενώ το υπόλοιπο μισό θα πρέπει να προέλθει από το τραπεζικό σύστημα (30%) και από ιδιωτικούς πόρους (20%). Ωστόσο, το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η χαμηλή ποιότητα των ιδίων κεφαλαίων στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, καθώς και το εν γένει υψηλό ιδιωτικό χρέος, καθιστούν ζητούμενο και σημαντική πρόκληση την ικανότητα του ιδιωτικού τομέα να ανταποκριθεί στις νέες αυξημένες απαιτήσεις διαχείρισης και συγχρηματοδότησης μιας δυναμικής ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Το συσσωρευμένο και συνεχώς διογκούμενο μη εξυπηρετούμενο ιδιωτικό χρέος, που ξεπερνά πλέον τα 250 δισ. ευρώ –περίπου 108 δισ. προς τις φορολογικές αρχές, 38 δισ. προς τα ασφαλιστικά ταμεία και 106 δισ. δάνεια προς τράπεζες, εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων (NPL servicers), τον ενιαίο εκκαθαριστή (PQH)– έχει ως αποτέλεσμα ένα πολύ σημαντικό τμήμα της ελληνικής οικονομίας να παραμένει βαριά τραυματισμένο. Η εμπειρία των τελευταίων ετών ανέδειξε τις μεγάλες δυσκολίες αποτελεσματικής διαχείρισης και αναδιάρθρωσης του χρέους αυτού. Οι προσπάθειες των ελληνικών τραπεζών τα τελευταία έτη, αλλά και τα πολύ αισιόδοξα σχέδιά τους για τα επόμενα, περιορίζονται κυρίως στην απομάκρυνση των μη εξυπηρετούμενων δανείων από τους δικούς τους ισολογισμούς.

Το πρόβλημα όμως του ιδιωτικού χρέους παραμένει σοβαρό και αποτελεί μία ακόμα σημαντική πρόκληση για τη δυναμική και ισόρροπη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Καθώς οι περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις αδυνατούν να συμμετάσχουν στη διαδικασία ανάκαμψης της οικονομίας, δέσμιες των συσσωρευμένων οφειλών τους, περιορίζεται η –έως ένα βαθμό δικαιολογημένη– αισιοδοξία που καταγράφεται για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Εξάλλου, οι ρυθμοί ανάπτυξης τα επόμενα έτη δεν αρκεί μόνο να είναι υψηλοί, αλλά θα πρέπει ταυτόχρονα να αμβλύνουν τις ήδη πολύ αυξημένες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες και να διασφαλίζουν την ισόρροπη ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή.

*Ο κ. Θεόδωρος Μητράκος είναι πρώην υποδιοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος. Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της Κυριακής.

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News