Βασικό σενάριο το 3%
Καθώς πλήθος δραστηριοτήτων της οικονομίας αρχίζει να επανέρχεται σε καθεστώς πλήρους λειτουργίας – όμως σε ένα πολύ διαφορετικό περιβάλλον αλλά και επίπεδο παραγωγής – οι εκτιμήσεις και προβλέψεις για την εξέλιξη του ρυθμού της ανάπτυξης κατά τη φετινή χρονιά ποικίλλουν. Η πρακτική αξία της πρόβλεψης αυτής έγκειται στο κίνητρο που δημιουργεί για ισχυρότερες ή ηπιότερες επενδύσεις και τον αντίστοιχο χρονοπρογραμματισμό των επιχειρηματικών επιλογών, αλλά και των επιλογών των νοικοκυριών.
Η κατάσταση προφανώς παραμένει δυναμική, με μεγάλες αβεβαιότητες. Η συνέχιση των παρεμβάσεων υποστήριξης επιχειρήσεων και νοικοκυριών σαφώς βοηθούν, αλλά δεν επαρκούν για να αντισταθμίσουν φανερούς και κρυφούς τζίρους που περιορίστηκαν σημαντικά ήδη και το 2021. Και ούτε πρέπει να επαρκούν άλλωστε, αφού αφενός το δημοσιονομικό τους κόστος είναι δυσβάστακτο, ακόμα και αν τα επιτόκια δανεισμού είναι χαμηλά, αφετέρου δεν μπορούν να υποκαταστήσουν μια κανονική λειτουργία της αγοράς. Ήδη ο προϋπολογισμός των παρεμβάσεων έως σήμερα για το 2021 είναι σχεδόν διπλάσιος του στόχου στον προϋπολογισμό.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, εκτιμώ ότι με βάση τις σημερινές συνθήκες και παρά την αναμενόμενη αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης σε σχέση με πέρυσι, η εξέλιξη του τουρισμού δεν μπορεί να δημιουργήσει ισχυρή δυναμική. Ήδη η θερινή τουριστική περίοδος πιέζεται μετά την αρχή του τρίτου τριμήνου και έως το ξεκίνημα του τέταρτου, έναντι αρχικών προσδοκιών για σαφώς νωρίτερο άνοιγμα, με τα έσοδα από τις διεθνείς τουριστικές υπηρεσίες να εκτιμώ ότι δεν μπορούν να προσεγγίσουν πάνω από το 35% του επιπέδου τους το 2019 (24% το 2020), άνοδος που αντιστοιχεί σε αύξηση περίπου €3,2 δισ. σε σχέση με πέρυσι.
Εξάλλου, η άντληση κεφαλαιακών πόρων από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης (NextGenerationEU), θα προχωρήσει περισσότερο από το 2022, με τον στόχο του Προϋπολογισμού του 2021 (€5,5 δισ.) να μην είναι εφικτός καθώς δύσκολα θα ξεπεράσει τα €4 δισ. Άλλωστε ήδη υποεκτελείται το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων με αποτέλεσμα μικρή συμβολή στην επενδυτική δραστηριότητα φέτος, δεδομένης της μεγάλης περιόδου ωρίμανσης που απαιτείται για έργα αυτής της κλίμακας.
Στον τραπεζικό τομέα μπορούμε να αναμένουμε μια ενίσχυση της πιστωτικής επέκτασης παρά το γεγονός ότι οι πανδημικές επιπτώσεις στην εξυπηρέτηση των δανείων λειτουργούν ανασχετικά. Άλλωστε αναμένονται και άλλες συστημικές λύσεις για τον περιορισμό των μη εξυπηρετούμενων δανείων και υπάρχει περισσότερη διαθεσιμότητα ρευστότητας σε σύγκριση με πριν λίγα χρόνια.
Σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές που δεν σχετίζονται με τον τουρισμό, θα συνεχίσουν να επιδρούν θετικά και θα υποστηρίξουν την απασχόληση ιδιαίτερα σε εξωστρεφείς μεταποιητικούς κλάδους, όπως πέρυσι. Η αυξημένη εξαγωγική δραστηριότητα θα αποτυπωθεί και στις επενδύσεις τους, που επίσης θα επενεργήσουν ενισχυτικά στην απασχόληση. Ωστόσο, όπως έχει παρατηρηθεί με συστηματικό τρόπο έως σήμερα, η ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης, οδηγεί τελικά και σε σημαντική άνοδο και των εισαγωγών, με δυσμενή επίδραση στο ΑΕΠ.
Θεωρώ επομένως ότι η φετινή χρονιά θα κινηθεί σε έναν ρυθμό ανάπτυξης στην περιοχή του 3%, το οποίο, δεδομένων των περυσινών απωλειών και κυρίως των προηγούμενων στην περίοδο προσαρμογής, είναι εξαιρετικά χαμηλό. Ωστόσο μπορεί να δώσει το έναυσμα, για την ανάκαμψη, συνιστώντας μία βάση για ισχυρότερη ανάπτυξη από το 2022.
O Άγγελος Τσακανίκας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής ΕΜΠ, Διευθυντής Εργαστηρίου Βιομηχανικής και Ενεργειακής Οικονομίας (ΕΒΕΟ).
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News