ΑΠΟΨΕΙΣ

Το λεφτόδεντρο και οι τράπεζες

Η αυτόματη, σχεδόν αταβιστική, αντίδραση των φονταμενταλιστών της αγοράς σε οποιαδήποτε συζήτηση για δημόσια οικονομική στήριξη των οικονομιών και των κοινωνιών είναι μάλλον θρησκευτικής φύσης, και μάλιστα πουριτανικής: «Δεν υπάρχει λεφτόδεντρο!».

Το «λεφτόδεντρο» για τους πιστούς είναι κάτι σαν το δέντρο της Πτώσης των πρωτοπλάστων. Θέλεις να φας από τους καρπούς του, υποκύπτοντας στον πειρασμό του κεϋνσιανού όφεως, είναι αμάρτημα της τάξης των προπατορικών και τιμωρείται με εξορία από τον παράδεισο των ελεύθερων αγορών. Μάλιστα η οικονομική αμαρτία παραμένει αμαρτία ακόμα και σε περιόδους κρίσης και καταστροφής. Στην διάρκεια της δεκαετούς δικής μας η απαξιωτική ειρωνεία περί λεφτόδεντρου περίμενε οποιονδήποτε επικαλούνταν την ανάγκη απόκλισης από την οικονομική ορθοδοξία λόγω των συνθηκών. Παραδόξως ακούγεται συχνά ακόμη και σήμερα με αφορμή τις κρατικές πολιτικές οικονομικής άμυνας απέναντι στην επιδημιολογική κρίση.

Φυσικά λεφτόδεντρο υπάρχει. Είναι ανθηρό και ευδοκιμεί εδώ και χρόνια στην Φρανκφούρτη, στους κήπους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Γιατί μπορεί πλέον οι κεντρικές τράπεζες των δυτικών κρατών να μην τυπώνουν χρήμα, αλλά τι άλλο είναι η «ποσοτική ελάφρυνση», το quantitative easing, από φρέσκο χρήμα – και μάλιστα πολύ χρήμα – που διοχετεύεται στην αγορά, χωρίς να αντιστοιχεί σε παραγωγή και αξία, όπως νομίζουν οι φονταμενταλιστές ότι πρέπει να αντιστοιχεί το χρήμα το σωστό, το τίμιο; Η λογιστική τεχνική της αγοράς ομολόγων, δεν είναι παρά μια αναγκαία αθώα πρόφαση για να τηρηθούν οι τύποι, που δοκιμάζει πια και την υπομονή του θεματοφύλακα της νομισματικής προτεσταντικής ηθικής, του Γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου. Το διασκεδαστικό πάντως είναι ότι αυτό για το οποίο αυτοί που σκανδαλίζονται από την αμαρτία του κρατισμού όταν ακούν για στήριξη της κοινωνίας και της οικονομίας μπροστά στην καταστροφή και το προσάπτουν στην κεντροαριστερά ή στην αριστερά, το «λεφτόδεντρο» δηλαδή, είναι ευρωπαϊκή πολιτική και μάλιστα εξόχως τεχνοκρατική.  

Το πρόβλημα βέβαια είναι, ότι η ΕΚΤ πολλαπλασίασε τα ψωμιά και τα ψάρια όπως ο Χριστός στο γνωστό θαύμα, αλλά αυτά μοιράστηκαν κυρίως μεταξύ των μαθητών. Ο Nick Timothy, εξ απορρήτων της πρώην πρωθυπουργού της Βρετανίας Theresa May, στο πρόσφατο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του – ιδεολογικού μανιφέστου ενός νέου συντηρητισμού – «Remaking One Nation», εξηγεί πολύ πειστικά πως το QE στην Βρετανία, όχι μόνο δεν στήριξε αυτούς που επλήγησαν από την κρίση, αλλά αύξησε τις κοινωνικές και εισοδηματικές ανισότητες, καθώς τα κεφάλαια που αντλήθηκαν από τις τράπεζες, «αξιοποιήθηκαν» κυρίως από επενδυτικά funds κάνοντας τους πλούσιους πλουσιότερους. Έτσι πχ εκτινάχθηκαν οι τιμές των ακινήτων και τα ενοίκια, πλήττοντας την μεσαία τάξη και τα παιδιά της. Ο Timothy είναι βέβαια συντηρητικός της παλιάς σοφής βρετανικής φιλελεύθερα συντηρητικής παράδοσης για την οποία η πολιτική είναι πάνω από την οικονομική νέο-ορθοδοξία, όχι κανένας νέο-συντηρητικός ή νεο-φιλελεύθερος φονταμενταλιστής, και δεν έχει πουριτανικές ενοχές περί λεφτόδεντρων της αμαρτίας. Αυτό που κατηγορεί δεν είναι ότι τυπώθηκε χρήμα, αλλά το ότι το χρήμα αυτό δεν έφτασε σε αυτούς για τους οποίους δημιουργήθηκε: την πραγματική αγορά, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τις δουλειές των ανθρώπων και τα εισοδήματα των νοικοκυριών. Το θέμα είναι πρωτίστως πολιτικό και ηθικό και μόνο έπειτα οικονομικό.

Αυτό όμως το πολιτικό και ηθικό θέμα είναι και αυτό που οφείλει ν’ αναδειχθεί στην Ελλάδα της επιδημιολογικής κρίσης, όπου σκανδαλωδώς, πολύ λίγα από τα τερατώδη ποσά ρευστότητας που δωρίστηκαν ουσιαστικά στις ελληνικές τράπεζες έφτασαν στην πραγματική οικονομία, και από αυτά ελάχιστα σε αυτούς που τα είχαν πραγματικά ανάγκη για να επιβιώσουν από την καταστροφή. Οι δικαιολογίες του τραπεζικού συστήματος, ότι τάχα όφειλαν να παρέχουν δανεισμό με «ορθολογικά» τραπεζικά κριτήρια ρίσκου, ότι οι περισσότερες επιχειρήσεις που ζήτησαν δάνεια δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις κ.λπ. είναι κάπου υποκριτικά αλλά και δεν αγγίζουν την ουσία της συζήτησης, που είναι ακριβώς ότι το θέμα είναι πολιτικό και μάλιστα μείζονος ηθικής τάξης. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ενήργησε στο πλαίσιο της θεσμικής εντολής της και αποφάσισε μία πολιτική με στόχο την προστασία των ευρωπαϊκών οικονομιών και κατά συνέπεια των Ευρωπαίων πολιτών από την καταστροφή. Όχι με στόχο την στήριξη των αναξιοπαθουσών ελληνικών τραπεζών. 

«Το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ δεσμεύεται στον ρόλο του να στηρίξει όλους τους πολίτες της ζώνης του Ευρώ σε αυτούς τους εξαιρετικά δύσκολους καιρούς. Για τον σκοπό αυτό, η ΕΚΤ θα διασφαλίσει ότι όλοι οι τομείς της οικονομίας θα επωφεληθούν από τις υποστηρικτικές χρηματοδοτικές συνθήκες που θα τους επιτρέψουν να απορροφήσουν αυτό το πλήγμα. Αυτό ισχύει το ίδιο για οικογένειες, επιχειρήσεις, τράπεζες και κυβερνήσεις» (από την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ της 18/3/2020 για το πρόγραμμα αγορών ομολόγων αντιμετώπισης της πανδημίας – PEPP).

Με αυτήν την εντολή διοχέτευσε αυτήν την τεράστια ρευστότητα στις τράπεζες, και αυτήν την εντολή όφειλε να εκτελέσει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Δεν της δόθηκαν τα χρήματα αυτά για να κάνει business as usual, και μάλιστα με πιο ευνοϊκούς γι’ αυτήν όρους, αλλά για ν’ αντιμετωπιστεί μια κρίση.  Αν δεν ήταν ικανή να το κάνει – και κόντρα στην κυβερνητική ευφορία, είχαμε προειδοποιήσει γι’ αυτό από την αρχή όσοι ζούμε στην αγορά και από την αγορά – ας μην τα έπαιρνε. 

Αλλά εκτός από μείζον ηθικό θέμα, αυτό είναι και ένα ζήτημα βαθιά πολιτικό. Στην δημοκρατία οι όποιοι κανόνες της χρηματοοικονομικής αγοράς, αυτοί που επικαλείται το τραπεζικό σύστημα και αναμασούν δικαιολογώντας το οι ίδιοι που σε άλλες περιστάσεις μιλούσαν ειρωνικά για «λεφτόδεντρα», δεν μπορεί να είναι πάνω από τους θεσμούς, την πολιτική, και σε τελευταία ανάλυση την εντολή των ευρωπαίων πολιτών. Οι «νόμοι της οικονομίας» που πολλοί επικαλούνται μεταφυσικά σχεδόν ως νόμους της φύσης με αδιαπραγμάτευτη ισχύ σαν τον Νόμο της βαρύτητας (άλλη μια εξυπνακίστικη ειρωνεία που ακούστηκε πολύ τον καιρό της κρίσης), δεν είναι παρά κανόνες ανθρώπινων θεσμών και συστημάτων, και τέτοιες είναι και οι αγορές. Καμιά επίκληση νόμων της οικονομίας, πολλώ δε μάλλον «κανόνων» του τραπεζικού συστήματος δεν μπορεί να δικαιολογήσει την στρέβλωση μιας μείζονος πολιτικής που έχει αποφασιστεί θεσμικά. Κάθε τέτοια συζήτηση, αν δεν είναι αφελής, είναι υποκριτική. Η πολιτική ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης είναι ακριβώς αυτή: οφείλει να διασφαλίσει μια πολιτική που αποφασίστηκε στο όνομα των Ευρωπαίων πολιτών, κατ΄ εντολή τους και για λογαριασμό τους.

Πολλούς θα τους ξενίσει το να τίθεται ένα θέμα οικονομικό σε πολιτική και ηθική βάση. Αλλά αυτή τελικά είναι η συζήτηση, και όχι απλά η τεχνική αποτελεσματικότητα μιας πολιτικής. Μπορούμε, πάντα μέσα στο πλαίσιο των πολιτικά φιλελεύθερων δημοκρατιών μας και των καπιταλιστικών οικονομιών μας, να συζητάμε οικονομικά θέματα με πολιτικούς και ηθικούς όρους; Και τι πρέπει να υπερισχύει όταν συγκρούονται; 

Όταν μετά τον πόλεμο, το 1945, ο «Οργανισμός Περιθάλψεως και Αποκαταστάσεως» των Ηνωμένων Εθνών, η γνωστή UNRA, και λίγο αργότερα το αμερικανικό σχέδιο Marshal, έφερναν στην Ελλάδα τόνους βοήθειας και υλικής στήριξης, όχι μόνο για την άμεση ανακούφιση των ανθρώπων αλλά και για την επανεκκίνηση της οικονομίας, μεγάλο μέρος της στήριξης αυτής πλούτισε τις οικονομικές ελίτ της εποχής, συχνά με μηχανισμούς μαύρης αγοράς και με την ανοχή ή την μνημειώδη ανικανότητα της πολιτικής ελίτ. Αν αυτή η αναλογία σας φαίνεται υπερβολική – είναι, αλλά οι αναλογίες, ως εργαλεία ανάδειξης του μείζονος μέσα από τον θόρυβο του ελάσσονος, δικαιούνται να είναι υπερβολικές – σκεφτείτε ότι και τότε, ανάμεσα στα ερείπια της Ευρώπης, αυτοί που αργότερα έμελλαν να γράψουν τα ιερά κείμενα της σημερινής οικονομικής ορθοδοξίας, έβρισκαν επιχειρήματα να δικαιολογήσουν ακόμη και αυτήν την μαύρη αγορά με όρους οικονομικής φυσικής αναγκαιότητας. Ο Milton Friedman (βραβείο nobel οικονομικών 1976) ανέλυε σε μια πολύ γνωστή ομιλία του το 1947, στο Παρίσι, ότι η μαύρη αγορά μπορεί να είναι ανήθικη αλλά μας σώζει από τις συνέπειες του κρατικού παρεμβατισμού, ειδικά σε καιρούς καταστροφής και κρίσης. Και ότι συνεπώς η οικονομική αποτελεσματικότητα είναι πάνω από την κρατική πολιτική και την ίδια την ηθική. Αυτό είναι ουσιαστικά που απαντούν οι ελληνικές τράπεζες στις αντιδράσεις για το επίπεδο αξιοποίησης της ρευστότητας που τους χάρισε η ΕΚΤ. Και αυτό είναι που οφείλει να απαντήσει μια δημοκρατική κυβέρνηση. 

 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News