Business & Finance Παρασκευή 22/01/2021, 10:54
ΑΝΑΒΑΛΛΟΜΕΝΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ

Στο «κόκκινο» τα δάνεια

Στο «κόκκινο» τα δάνεια

«Κόκκινο» θα χτυπήσει το ποσοστό της αναβαλλόμενης φορολογίας στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών ενόψει των προγραμματισμένων τιτλοποιήσεων που σχεδιάζουν οι τράπεζες για τη μείωση των κόκκινων δανείων. 

Αυτό επισημαίνει στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που δημοσίευσε χθες η ΤτΕ, κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στη χαμηλή ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών, που περιλαμβάνουν αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credits – DTCs) ύψους 15,2 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 54,5% των συνολικών εποπτικών τους κεφαλαίων. 

Το ποσοστό μάλιστα αυτό αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω τα προσεχή τρίμηνα στο πλαίσιο της στρατηγικής των τραπεζών να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μέσω των τιτλοποιήσεων και χωρίς μάλιστα να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις από την πανδημία. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Κεντρικής Τράπεζας, η συμμετοχή του DTC στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών θα προσεγγίσει το 75%, γεγονός που όπως επισημαίνει επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών. 

Στο πλαίσιο των τιτλοποιήσεων που πραγματοποιούν ή αναμένεται να πραγματοποιήσουν το προσεχές διάστημα οι τράπεζες, αξιοποιώντας το μηχανισμό των κρατικών εγγυήσεων, τον «Ηρακλή» και προκειμένου να αποφύγουν την ενεργοποίηση της νομοθεσίας για την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση, προχωρούν σε μοντέλα hive down, δηλαδή στην απόσχιση της τραπεζικής δραστηριότητας και στη μεταφορά της ζημιάς που προκύπτει από τις τιτλοποιήσεις σε μια νέα εταιρεία holding. 

Αυτό γιατί σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 4465/2017 σε περίπτωση που μια τράπεζα πραγματοποιήσει ζημιές σε μία οικονομική χρήση, οφείλει να προχωρήσει σε αύξηση μετοχικού υπέρ του Δημοσίου, η οποία αντιστοιχεί στο ποσοστό συμμετοχής της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης. Έτσι το Δημόσιο λαμβάνει αποζημίωση υπό τη μορφή νέων μετοχών, αυξάνοντας με αυτό τον τρόπο και σε βάρος των ιδιωτών μετόχων, το ποσοστό συμμετοχής του στην τράπεζας.

Έτσι το μοντέλο hive down στο οποίο έχει προχωρήσει μέχρι στιγμής η Alpha Bank, η Εurobank και η τράπεζα Πειραιώς – η Εθνική προγραμματίζει τιτλοποίηση αλλά δεν θα απορροφήσει τη ζημιά χωρίς να προχωρήσει σε διάσπαση της τραπεζικής δραστηριότητας – διευκολύνει τη διαδικασία της τιτλοποίησης χωρίς να πραγματοποιείται μεταβολή της μετοχικής σύνθεσης της τράπεζας. Ουσιαστικά επιτυγχάνεται η απομάκρυνση των μη εξυπηρετούμενων δανείων από τους ισολογισμούς των τραπεζών, χωρίς την ενεργοποίηση μετατροπής των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων σε οριστική απαίτηση υπέρ του Δημοσίου και οι ζημιές που προκύπτουν από την τιτλοποίηση επιβαρύνουν την «παλιά» τράπεζα που μετατρέπεται σε εταιρεία συμμετοχών (holding company). 

Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται από τη μία η βελτίωση του δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων μέσω της μείωσης του πιστωτικού κινδύνου, αλλά από την άλλη επιδεινώνεται θεαματικά το ποσοστό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC) στο ύψος των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών. Διευκρινίζεται ότι τα εν λόγω κεφάλαια δεν έχουν καταβληθεί, αλλά υπάρχει η αμετάκλητη δέσμευση του Ελληνικού Δημοσίου να τα καταβάλει άμεσα ή έμμεσα (με τη μη καταβολή φόρου από τις τράπεζες) και χωρίς το Δημόσιο να λαμβάνει κάποια αμοιβή.

Με δεδομένη την επιδείνωση του χαρτοφυλακίου των κόκκινων δανείων λόγω της πανδημίας κατά 8 – 10 δισ. ευρώ επιπλέον, η ΤτΕ επιμένει στην πρότασή της για τη δημιουργία μιας εταιρείες διαχείρισης ενεργητικού (Asset Management Company -AMC), την «Αργώ» όπως έχει ονομάσει το σχετικό project, μέσω της οποίας θα αντιμετωπιστεί και το πρόβλημα της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης. Το συνολικό απόθεμα των κόκκινων δανείων μειώθηκε στο τέλος του γ’ τριμήνου του 2020 στα 58,7 δισ. ευρώ και ο αντίστοιχος δείκτης υποχώρησε στο 35,8%. Τα νέα κόκκινα δάνεια που θα αφήσει πίσω της η κρίση θα επιβαρύνουν περαιτέρω το υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων που διαθέτουν οι ελληνικές τράπεζες και το οποίο ακόμη και μετά την ολοκλήρωση των προγραμματισμένων τιτλοποιήσεων στο πλαίσιο του «Ηρακλή», θα διαμορφωθεί στο 25% του χαρτοφυλακίου τους έναντι 2,9% που είναι ο μέσος όρος στην ευρωζώνη. 

Να σημειωθεί ότι η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών αν και μειώθηκε σε σχέση με το 2019 παρέμεινε σε ικανοποιητικό επίπεδο καθώς ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 – CET 1) σε ενοποιημένη βάση διαμορφώθηκε στο 14,6% το Σεπτέμβριο του 2020 από 16,2% το Δεκέμβριο του 2019 και ο Δείκτης Κεφαλαιακής επάρκειας σε 16,3% από 17,3% αντίστοιχα.  

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Κεντρικής Τράπεζας οι τιτλοποιήσεις θα επιφέρουν μείωση τριών μονάδων κατά μέσο όρο στον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών. Η αποτύπωση των νέων κόκκινων δανείων που θα προκύψουν από την πανδημία στους ισολογισμούς των τραπεζών σε συνδυασμό με τη διενέργεια stress test την άνοιξη του 2021, τυχόν πρόσθετες εποπτικές κεφαλαιακές απαιτήσεις λόγω της σταδιακής εφαρμογής του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 και της εφαρμογής του προληπτικού μηχανισμού ασφαλείας, θα λειτουργήσουν επιβαρυντικά ως προς την κεφαλαιακή επάρκεια, τη στιγμή που οι τράπεζες λόγω και της αρνητικής ή χαμηλής κερδοφορίας τους, δεν είναι σε θέση να δημιουργήσουν εσωτερικό κεφάλαιο για να απορροφήσουν τους νέους κραδασμούς.

Η αναγκαιότητα διαμόρφωσης μιας εμπροσθοβαρούς πολιτικής για τα κόκκινα δάνεια, προβάλλεται και ενισχύεται και από το σχέδιο δράσης που ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσδιορίζοντας τις κατευθυντήριες γραμμές στις οποίες θα πρέπει να κινηθούν τα κράτη-μέλη, καθώς όπως προειδοποιεί η ΤτΕ «η μεμονωμένη αντιμετώπιση των επιμέρους προκλήσεων του τραπεζικού τομέα δεν θα είναι αποτελεσματική και δεν θα προσδώσει τη δυναμική που απαιτείται για την επανεκκίνηση της οικονομίας».

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News