BUSINESS & FINANCE

Εύθραυστη η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών

Εύθραυστη η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών

Τα κέρδη από τα ομόλογα στήριξαν την κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών το 9μηνο του τρέχοντος έτους, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα των οικονομικών καταστάσεων των τεσσάρων συστημικών τραπεζών. Η επιστροφή των τραπεζικού συστήματος στην κερδοφορία παραμένει εύθραυστη λόγω των υψηλού επιπέδου κόκκινων δανείων και των αυξημένων προβλέψεων που υποχρεώνονται να πάρουν οι τράπεζες για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΤτΕ οι προβλέψεις αυξήθηκαν στο 9μηνο κατά 98% και ξεπέρασαν τα 4 δισ. ευρώ, καθιστώντας επιτακτική την αντιμετώπιση του προβλήματος των κόκκινων δανείων και την οριστική εξυγίανση των ισολογισμών τους. 

Αυτό επισημαίνει η ΤτΕ στην Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής σημειώνοντας ότι το τρίπτυχο των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές τράπεζες, είναι το υψηλό απόθεμα κόκκινων δανείων, η χαμηλή κερδοφορία και η χαμηλή ποιότητα των εποπτικών τους κεφαλαίων.

Εύθραυστη η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών-1

Ειδικότερα ως προς τα μεγέθη κερδοφορίας, την περίοδο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2020 οι συστημικές τράπεζες εμφάνισαν σημαντική άνοδο των λειτουργικών τους εσόδων σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019, η οποία προήλθε από την αύξηση των καθαρών εσόδων από:

(α) προμήθειες και κυρίως από 

β) τα μη επαναλαμβανόμενα έσοδα από χρηματοοικονομικές πράξεις που κατέγραψαν τρεις συστημικές τράπεζες. 

Μικρή μείωση παρατηρήθηκε στα καθαρά έσοδα από τόκους, κυρίως λόγω της μείωσης του υπολοίπου των δανείων και της περαιτέρω υποχώρησης των επιτοκιακών περιθωρίων, που υπεραντιστάθμισαν τη θετική για τα έσοδα επίδραση του περιορισμού του κόστους άντλησης ρευστότητας. 

Υποχώρηση εμφάνισαν τα λειτουργικά έξοδα, κυρίως λόγω της περαιτέρω συρρίκνωσης του προσωπικού και του δικτύου υποκαταστημάτων. Λαμβανομένης υπόψη της αύξησης των προβλέψεων για την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου, λόγω της επίπτωσης της πανδημίας, και της ζημίας συνεπεία της πώλησης μεγάλου όγκου μη εξυπηρετούμενων δανείων μιας συστημικής τράπεζας, το αποτέλεσμα μετά από φόρους ήταν ζημιογόνο.

Αναφορικά με την κεφαλαιακή επάρκεια, όπως σημειώνει η ΤτΕ τόσο ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 – CET1) όσο και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε ενοποιημένη βάση παρέμειναν στο τέλος Σεπτεμβρίου 2020 σε ικανοποιητικό επίπεδο (14,6% και 16,3% αντίστοιχα). 

Αυτό όμως οφείλεται:

(α) στα κέρδη από τα ομόλογα που, αποτιμώμενα στην εύλογη αξία, καταγράφονται στα λοιπά συνολικά έσοδα και αυξάνουν την καθαρή θέση, 

(β) τη μείωση των σταθμισμένων στοιχείων ενεργητικού (RWA), λόγω αφενός της μείωσης των υπολοίπων δανείων και αφετέρου της ευελιξίας που δόθηκε από την ΕΚΤ για την κεφαλαιακή επάρκεια προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις από την πανδημία. Ενσωματώνοντας την πλήρη επίδραση του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9), ο δείκτης CET1 διαμορφώθηκε σε 12,1% και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε 13,9%.

Όπως παρατηρεί η ΤτΕ πάνω από το ήμισυ των κεφαλαίων των τραπεζών αντιστοιχεί σε αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση από το Ελληνικό Δημόσιο, γεγονός που όπως σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα χρήζει αντιμετώπισης, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι το ποσοστό που αντιπροσωπεύει η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση στα συνολικά κεφάλαια των τραπεζών εκτιμάται ότι θα αυξηθεί στο πλαίσιο της παρούσας στρατηγικής για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. 

Οι ελληνικές τράπεζες εκτιμάται ότι θα αντιμετωπίσουν προκλήσεις μεσοπρόθεσμα, που θα προέλθουν κυρίως από την επίπτωση της πανδημίας και την αναμενόμενη δημιουργία νέας γενιάς μη εξυπηρετούμενων δανείων, την πλήρη εφαρμογή των εποπτικών μεταβατικών ρυθμίσεων για την επίδραση του ΔΠΧΑ 9 και το κόστος υλοποίησης της στρατηγικής τους για τη μείωση των υφιστάμενων κόκκινων δανείων.

Σε ό,τι αφορά στην ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων σε ατομική βάση, τα κόκκινα δάνεια ανήλθαν στο τέλος Σεπτεμβρίου 2020 σε 58,7 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά 9,8 δισ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου 2019 και κατά περίπου 48,5 δισ. ευρώ έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η υποχώρηση κατά τη διάρκεια του 2020 οφείλεται κυρίως σε πωλήσεις δανείων ύψους 6,8 δις ευρώ και σε διαγραφές ύψους 1,7 δισ. ευρώ και λιγότερο σε εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης (δηλαδή μέσω αναδιαρθρώσεων/ρυθμίσεων δανείων, είσπραξης καθυστερούμενων οφειλών, ρευστοποίησης εξασφαλίσεων κ.λπ.).

Ο λόγος των κόκκινων δανείων προς το σύνολο του χαρτοφυλακίου τους παρέμεινε υψηλός (35,8%) το Σεπτέμβριο του 2020. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, στο τέλος Ιουνίου 2020 ο αντίστοιχος δείκτης ανήλθε σε 2,9% (όσο και το αντίστοιχο μέγεθος για τις τράπεζες που εποπτεύονται από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό). 

Ως προς τις επιμέρους κατηγορίες χαρτοφυλακίων, ο δείκτης ΜΕΔ διαμορφώθηκε σε 39,5% για το στεγαστικό, 47,4% για το καταναλωτικό και 32,2% για το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο. 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News