ΑΠΟΨΕΙΣ

H εικοσαετία του Ευρώ — κατώτερη των προσδοκιών;

H εικοσαετία του Ευρώ — κατώτερη των προσδοκιών;

Πριν είκοσι χρόνια, την 1η Ιανουαρίου 2002, ήρθαν στα χέρια μας τα πρώτα χαρτονομίσματα και κέρματα του ευρώ, αν και το κοινό νόμισμα λειτουργούσε ήδη άϋλα για τρία χρόνια σαν λογιστική μονάδα. Η επέτειος προσφέρεται για μια αποτίμηση του πιο φιλόδοξου εγχειρήματος της ευρωπαϊκης ολοκλήρωσης. Συνεισέφερε το κοινό νόμισμα στην ευημερία των 341 εκατομυρίων πολιτών που επίσημα το χρησιμοποιούν και στην ανάπτυξη των 19 χωρών που συνθέτουν την ευρωζώνη;

Οι απόψεις των ευρωπαίων πολιτών αποτελούν ενα πρόσφορο σημείο αναφοράς. Σύμφωνα με το «Ευρωβαρόμετρο» με εστίαση στο ευρώ, η αξιολόγηση γέρνει καταφανώς υπέρ του κοινού νομίσματος. Κατά μέσο όρο το 69% των πολιτών αξιολογούν το ευρώ θετικά για την χώρα τους, ενώ το 2007 η υποστήριξη έφτανε μόνο το 45%. Στη χώρα μας οι θετικές απόψεις αγγίζουν το 73% παρά την περιδίνηση της κρίσης χρέους.

Όταν ωστόσο οι ερωτώμενοι καλούνται να αξιολογήσουν τα σημαντικότερα επιτεύγματα της ΕΕ προκύπτει ένα παράδοξο εύρημα: Η δημιουργία του ευρώ έρχεται στην τρίτη θέση, με 8% των επιλογών, μακριά από την ειρήνη μεταξύ των κρατών-μελών (28%) και την ελεύθερη διακίνηση προσώπων, αγαθών και υπηρεσιών (23%). Το πρόγραμα ανταλλαγής φοιτητών Erasmus συγκεντρώνει το 5% των απαντήσεων, πολύ κοντά στο ευρώ. Η πλειοψηφία της κοινής γνώμης μοιάζει άρα ικανοποιημένη απο την ύπαρξη του ευρώ, πλην όμως δεν το θεωρεί σαν ένα ιδιαίτερα σπουδαίο επίτευγμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης…

Το παράδοξο ίσως οφείλεται στο οτι τα οφέλη του ευρώ είναι απτά στην καθημερινή μας ζωή, συνεισφέροντας στην υποστήριξη της κοινής γνώμης, ενώ οι επιπτώσεις του στην μετρήσιμη οικονομική μας ευημερία είναι αμφίβολες. Τα οφέλη προέρχονται από τη μείωση του κόστους των συναλλαγών (χρονοβόρες μετατροπές νομισμάτων, προμήθειες τραπεζών), την διευκόλυνση των μετακινήσεων, την διαφάνεια των τιμών που βελτιώνει τις επιλογές των καταναλωτών. Αυτά τα «μικροοικονομικά» οφέλη αναμενόταν να βελτιώσουν την λειτουργία της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς, να προωθήσουν το εμπόριο και τις επενδύσεις, και άρα την ανάπτυξη και την οικονομική σύγκλιση εντός της ευρωζώνης. Τι συνέβει όμως στην πραγματικότητα;

Τα οφέλη για το εμπόριο εκτιμώνται απο την ΕΚΤ σε περίπου 5%. Φαίνονται περιορισμένα, δεδομένου του μεγέθους του εγχειρήματος, και δεν ήταν αρκετά για να πυροδοτήσουν τις επενδύσεις. Ετσι, η ανάπτυξη στην ευρωζώνη παρέμεινε αναιμική. Ήταν σταθερά βραδύτερη σε σχέση με τις ΗΠΑ, τόσο πριν όσο και μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-09 (άνω γράφημα). Το έλλειμμα της ανάπτυξης ήταν ιδιαίτερα σημαντικό ως προς τις 9 χώρες της ΕΕ (πριν το Brexit) που παρέμειναν εκτός του κοινού νομίσματος. Η ευρωζώνη κατάφερε να ξεπεράσει μόνο την Ιαπωνία, που είχε όμως πληγεί βαρειά απο την τραπεζική κρίση της δεκαετίας του 90. Με την κρίση της πανδημίας η ευρωζώνη δεν τα πήγε καλύτερα. Παρά την ανάκαμψη το 2021, το ΑΕΠ μειώθηκε συνολικά, ενώ αυξήθηκε σημαντικά στις ΗΠΑ και οριακά στην ΕΕ εκτός ευρώ.

H εικοσαετία του Ευρώ — κατώτερη των προσδοκιών;-1

Η σύγκλιση των οικονομιών υπολείπεται επίσης των προσδοκιών. Η μείωση των επιτοκίων έδωσε αρχικά ώθηση στην ανάπτυξη της «περιφέριας». Ετσι το μέσο κατά κεφαλή εισόδημα της Ελλάδας, Ισπανίας, Ιταλίας και Πορτογαλίας (σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης) αυξήθηκε το 2005 στο 83% του κατά κεφαλή εισοδήματος της Γερμανίας, από 74% το 1992 (κάτω γράφημα). Η σύγκλιση όμως των οικονομιών είχε «πήλινα πόδια» αφού επιτεύχθηκε κατά βάση με υπερδανεισμό, καταναλωτική επέκταση και φούσκες στις επενδύσεις ακινήτων. Ακυρώθηκε απο την κρίση χρέους που μείωσε το μέσο κατά κεφαλή εισόδημα των τεσσάρων χωρών στο 66% της Γερμανίας—σε επίπεδο δηλαδή σημαντικά χαμηλότερο απο τις αρχές της δεκαετίας του 90.

Αποδείχθηκε συνεπώς οτι το ευρώ δεν είναι πανάκεια για την σύγκλιση των οικονομιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ρουμανία που, παραμένοντας εκτός ευρωζώνης, κατάφερε να αυξήσει το κατά κεφαλή εισόδημα σε σχέση με αυτό της Γερμανίας απο 28% το 2000 στο 58% το 2021. Η νομισματική ένωση δεν μπορεί να υποκαταστήσει τις δομικές αλλαγές, την βελτίωση των δεξιοτήτων και τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που ευνοούν την ανάπτυξη.

Συνοψίζοντας, η εικοσαετία του ευρώ αποδεικνύει σωστή την άποψη που διατύπωσε ο Milton Friedman το 1997: «Η ώθηση για το ευρώ έχει ως κίνητρο την πολιτική και όχι την οικονομία». Κυρίαρχος στόχος ήταν να δημιουργηθούν ερείσματα για μια ευρωπαϊκή πολιτική ομοσπονδία. Ο στόχος αυτός φαίνεται ωστόσο ανεδαφικός καθώς, σύμφωνα με τις έρευνες της κοινής γνώμης που προαναφέραμε, μετά απο μια εικοσαετία μόνο το 32% των πολιτών αισθάνονται «πιό ευρωπαίοι» επειδή χρησιμοποιούν το ευρώ.

Βασική προϋπόθεση για να διαδραματίσει το ευρώ συνεκτικό πολιτικό ρόλο αποτελεί η δημιουργία ισχυρών μηχανισμών αλληλεγγύης που να αποσοβούν τους αποκλίνοντες κραδασμούς που αντιμετωπίζουν οι χώρες της ευρωζώνης. Παρά τα βήματα που δρομολόγησε η κρίση χρέους (ΕΜΣ, τραπεζική ένωση), οι υπάρχοντες μηχανισμοί είναι ατελείς και ανεπαρκείς. Όπως παρατηρούσε ο Friedman, αν δεν δημιουργηθούν τέτοιοι μηχανισμοί υπάρχει ο κίνδυνος οι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες να λειτουργήσουν διχαστικά, εμποδίζοντας, αντί να διευκολύνουν, την πολιτική ένωση στην Ευρώπη.

* O Αριστομένης Βαρουδάκης είναι Οικονομολόγος,  πρώην Καθηγητής Πανεπιστημίου του Στρασβούργου, πρώην ανώτερο στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Ο.Ο.Σ.Α. 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News