Business & Finance Τετάρτη 24/04/2024, 15:41
ΕΙΔΗ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑΣ

Το ντόμινο της πολυτέλειας – Η Κίνα αγοράζει λιγότερα, η Τοσκάνη υποφέρει

Το ντόμινο της πολυτέλειας – Η Κίνα αγοράζει λιγότερα, η Τοσκάνη υποφέρει

Το «φαινόμενο της πεταλούδας» που ίσως έχουμε ακούσει, φαίνεται να ισχύει στις μεταβαλλόμενες τάσεις του παγκόσμιου εμπορίου. Αυτή τη φορά «το πέταγμα μιας πεταλούδας στην Κίνα», εν προκειμένω η φθίνουσα κινεζική ζήτηση για είδη πολυτελείας, έχει επιφέρει αλυσιδωτές αντιδράσεις.

Με βάση τις νέες συνθήκες, και καθώς η ζήτηση υποχώρησε μετά την έκρηξη που ακολούθησε την πανδημία της Covid, οι μεγάλοι οίκοι μόδας αναδιαμορφώνουν τις στρατηγικές τους και φροντίζουν να κάνουν μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής εσωτερικά. 

Το «ντόμινο» συμπαρασύρει τις παραδοσιακές εταιρείες δέρματος της Τοσκάνης που προμηθεύουν τους μεγάλους οίκους μόδας. Εξαιτίας της χαμηλότερης ζήτησης, υφίστανται επώδυνες απώλειες. 

Kering, Gucci, LVMH με μειωμένο τζίρο

Η προειδοποίηση της Kering για πτώση των λειτουργικών κερδών του πρώτου εξαμήνου κατά 40-45%, καθώς η μάρκα Gucci «υποφέρει» ιδιαίτερα στην Ασία, μαρτυρά ότι η ζήτηση για τσάντες και παπούτσια σχεδιαστών έχει γυρίσει σε αρνητικό πρόσημο.

Η LVMH (Moët Hennessy Louis Vuitton), ο μεγαλύτερος όμιλος πολυτελείας στον κόσμο, ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα ότι τα έσοδα στην Ασία μειώθηκαν κατά 6% το πρώτο τρίμηνο.

Πολλοί από τους μεγαλύτερους ομίλους πολυτελείας, οι οποίοι όπως η Gucci στηρίζονται για πολλά από τα δερμάτινα είδη τους στους παραγωγούς της Τοσκάνης, είχαν αυξήσει τις παραγγελίες για να ανταποκριθούν στην έκρηξη της ζήτησης μετά την πανδημία. Η επακόλουθη επιβράδυνση, ωστόσο, άφησε τις αποθήκες γεμάτες και τους προμηθευτές στο περιθώριο.

Φόβοι για το «Made in Italy»

Το πρόβλημα είναι εντονότερο στους μικρούς προμηθευτές της Ιταλίας, που βλέπουν ορατό τον κίνδυνο να εξαφανιστούν.

Ο Marco Carraresi διευθύνει την εταιρεία δερμάτινων ειδών Yobel και απασχολεί περίπου 60 άτομα που φτιάχνουν τσάντες και πορτοφόλια, με έδρα μια περιοχή κοντά στη Φλωρεντία.

«Το 50% των παραγγελιών μας αφορούσε εργασίες για μια μεγάλη ιταλική μάρκα που ακύρωσε τις παραγγελίες της από τον περασμένο Σεπτέμβριο», δήλωσε στο Reuters. Παρά τις  προσπάθειες που κατέβαλε ήδη η εταιρεία από τις αρχές Φεβρουαρίου, οι μισοί από τους εργαζομένους έχουν απολυθεί προσωρινά. 

Δεξιότητες αιώνων

Η Τοσκάνη υπήρξε κέντρο παραγωγής δερμάτινων ειδών για αιώνες, αναπτύσσοντας μια φήμη για τη δεξιοτεχνία της, που δίνει την ευκαιρία στις πολυτελείς μάρκες να διεκδικούν υψηλές τιμές για το τελικό προϊόν τους.

Παρά το γεγονός ότι το φαινόμενο θεωρείται βραχυπρόθεσμο, οι προμηθευτές δέρματος της Τοσκάνης λένε ότι αυτή η ύφεση αντανακλά θεμελιώδεις αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας των μεγάλων εμπορικών σημάτων.

«Η αλυσίδα των υπεργολαβιών έφτανε μέχρι το τέταρτο ή ακόμη και το πέμπτο επίπεδο, αλλά τα τελευταία τέσσερα με πέντε χρόνια έχει συντομευτεί σημαντικά και σήμερα οι μάρκες αποδέχονται το πολύ δύο επίπεδα υπεργολαβίας», δήλωσε ο Simone Balducci, ο οποίος εκπροσωπεί τους κατασκευαστές δερμάτινων ειδών της Φλωρεντίας στην εμπορική ένωση CNA.

«Μετά την πανδημία, η παραγωγή διπλασιάστηκε, αλλά η αγορά δεν την απορρόφησε. Τώρα οι αποθήκες είναι γεμάτες… Εν τω μεταξύ, οι μάρκες απέκτησαν πολυάριθμους προμηθευτές και έστειλαν εργαζόμενους στο σπίτι τους», πρόσθεσε.

Οι αριθμοί «μιλούν»

Οι αριθμοί τον επιβεβαιώνουν. Πέρυσι, 428 μικροί παραγωγοί δερμάτινων ειδών από την Τοσκάνη έθεσαν σε αναστολή εργασίας 4.531 εργαζομένους. Μόνο τον Ιανουάριο, άλλες 112 εταιρείες απέλυσαν προσωρινά 1.373 εργαζόμενους, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία.

Καθώς τα εξάμηνα προγράμματα αναστολής λήγουν, οι παραγωγοί αντιμετωπίζουν πρόβλημα βιωσιμότητας, με τις μάρκες να βασίζονται λιγότερο σε εξωτερικούς προμηθευτές, καθώς παράγουν λιγότερα και πιο αποκλειστικά είδη.

Η αύξηση των παγκόσμιων πωλήσεων δερμάτινων ειδών κατά 3%-4% το 2023 οφείλεται αποκλειστικά στις υψηλότερες τιμές, ενώ ο όγκος συρρικνώθηκε για πρώτη φορά εδώ και μια δεκαετία, όπως έδειξε μελέτη της Bain-Altagamma.

Πολλές από τις επιχειρήσεις που επηρεάζονται είναι μικρές και με μικρά περιθώρια κέρδους. Δεν έχουν την ικανότητα να αντιμετωπίσουν ξαφνικές αλλαγές στους όγκους ή να διατηρήσουν τις επενδύσεις που θα τους επέτρεπαν να προσαρμοστούν στις νέες καταναλωτικές τάσεις.

«Τα περιθώρια κέρδους των κατασκευαστών έχουν μειωθεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, εν μέρει ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης ‘εσωτερίκευσης’ από τις μάρκες», δήλωσε ο Flavio Sciuccati, ανώτερος εταίρος της εταιρείας συμβούλων The European House – Ambrosetti Group. 

Το κόστος παραγωγής είναι πολύ υψηλότερο όταν οι μάρκες κατασκευάζουν τα είδη τους εσωτερικά, επομένως αυτό προτιμάται στα κομμάτια που έχουν τη μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία, όπως είναι ο σχεδιασμός και η ανάπτυξη προϊόντων. Αντίθετα, κομμάτια με μικρότερη προστιθέμενη αξία αναθέτονται σε εξωτερικούς συνεργάτες.

Όταν βασίζονται σε εξωτερικούς κατασκευαστές, το κόστος παραγωγής συνήθως ανέρχεται μόλις στο 10%-15% της λιανικής τιμής πώλησης μιας πολυτελούς τσάντας και μόνο ένα μέρος αυτού του κόστους είναι η αμοιβή που λαμβάνουν οι τρίτοι παραγωγοί, λένε πηγές του κλάδου.

Γυρίζοντας πλάτη στους «μεγάλους»

Ορισμένοι εξειδικευμένοι προμηθευτές έχουν γυρίσει την πλάτη στους μεγάλους οίκους μόδας για να επικεντρωθούν στην παραγωγή προϊόντων limited edition για εξειδικευμένες αγορές.

Η Sapaf Atelier, η οποία ιδρύθηκε πριν από 70 χρόνια και εδρεύει ανάμεσα στους πολλούς προμηθευτές δέρματος στο προάστιο Scandicci της Φλωρεντίας, επωφελήθηκε από μια παρόμοια συγκυρία πριν από μια δεκαετία.

«Είμαστε μικροί, είμαστε ανεξάρτητοι, είμαστε μια οικογενειακή επιχείρηση και δεν δουλεύουμε για μάρκες, αλλά για μικρές αναδυόμενες ετικέτες», δήλωσε ο ιδιοκτήτης Andrea Calistri.

«Ο πελάτης-στόχος είναι εκείνος που θέλει να είναι ο μόνος που έχει τη συγκεκριμένη τσάντα σε μια μεγάλη πόλη, για παράδειγμα», πρόσθεσε, λέγοντας ότι το εργαστήριό του προσέλαβε φέτος τρεις υπαλλήλους, ώστε να φτάσει συνολικά τους 22.

Προσαρμοζόμενοι στην αυξανόμενη τάση για βιώσιμη μόδα, εργάζονται επίσης πάνω σε μια τσάντα από κάκτους, με τελειώματα από καθαρό χρυσό για μια μικρή αμερικανική μάρκα, η οποία έχει τιμή για τον τελικό πελάτη τα 20.000 δολάρια.

Αντίθετα, οι προμηθευτές που εξακολουθούν να εξαρτώνται από τις μεγάλες μάρκες αγωνίζονται να εφαρμόσουν τους μετασχηματισμούς που είναι απαραίτητοι για να ανταποκριθούν στην αυξανόμενη ευαισθησία των καταναλωτών σε κοινωνικά και περιβαλλοντικά ζητήματα.

Ταυτόχρονα, οι μεγάλοι οίκοι μόδας προσπαθούν να προστατευτούν. Επισημαίνοντας τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν σε σχέση με τους προμηθευτές τους, δικαστήριο του Μιλάνου διόρισε τον Απρίλιο διαχειριστή για τη διοίκηση μιας εταιρείας του Giorgio Armani μετά από ισχυρισμούς ότι ανέθεσε έμμεσα την παραγωγή σε τοπικές, κινεζικής ιδιοκτησίας εταιρείες που κατηγορούνται για εκμετάλλευση εργαζομένων.

Ο όμιλος Armani Group ανέφερε σε ανακοίνωσή του ότι «είχε πάντα μέτρα ελέγχου και πρόληψης για την ελαχιστοποίηση των καταχρήσεων στην αλυσίδα εφοδιασμού», προσθέτοντας ότι θα συνεργαστεί με τις αρχές για να αποσαφηνίσει τη θέση του.

moneyreview.gr

Διαβάστε επίσης:

Πώς η Gucci έφτασε να πωλείται στα… καλάθια – Τι θα κάνει ο Pinault;

Kering: Προειδοποίηση για τα κέρδη της λόγω χαμηλής ζήτησης στην Κίνα

Τι θα γίνει η Armani μετά τον Armani – Ο «πατριάρχης» της μόδας άλλαξε γνώμη

 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News