ΑΠΟΨΕΙΣ

Το κόστος του φορολογικού κενού

Το κόστος του φορολογικού κενού

Η πανδημία άφησε βαθύ αποτύπωμα στη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας καθώς το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού, από 4,1% του ΑΕΠ το 2019, μετατράπηκε σε έλλειμμα 7,4% το 2021. Το προσχέδιο του προϋπολογισμού 2022 προβλέπει μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος στο 1,1% του ΑΕΠ με την απόσυρση του μεγαλύτερου μέρους των μέτρων στήριξης. Ενώ όμως το ΑΕΠ θα ξεπεράσει ελαφρά το 2022 το προ πανδημίας επίπεδο, το πρωτογενές ισοζύγιο του προϋπολογισμού θα έχει χειροτερεύσει κατά 5,2 ποσοστιαίες μονάδες. Ταυτόχρονα το δημόσιο χρέος προβλέπεται αυξημένο το 2022 κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2019.

Η δημοσιονομική αυτή βλάβη θα πρέπει να διορθωθεί, επιστρέφοντας στα προ πανδημίας πρωτογενή πλεονάσματα, ιδιαίτερα καθώς το χρέος έχει αυξηθεί. Μόνο ετσι θα αποφύγουμε τον κίνδυνο ενός εκτροχιασμού ανάλογου με αυτόν της περασμένης δεκαετίας. Το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2022-25 (ΜΠΔΣ) στοχεύει την δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος 2% του ΑΕΠ το 2023, που θα αυξηθεί στο 3,7% το 2025. Με αφετηρία το 2022 προβλέπεται άρα δημοσιονομική προσαρμογή της τάξεως του 4,8% του ΑΕΠ που ξεπερνά τα αντίστοιχα μεγέθη του τρίτου μνημονίου το 2015-18 (3,5% του ΑΕΠ).

Η προσαρμογή σχεδιάζεται με συρρίκνωση των δημοσίων δαπανών, μετά και την συνολική απόσυρση των μέτρων στήριξης, περίπου κατά 7% του ΑΕΠ. Προβλέπεται παράλληλα αποκλιμάκωση του συνολικού φορολογικού βάρους κατά περίπου 2,3% του ΑΕΠ, που θα προέλθει κυρίως απο μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Οι μεταρρυθμίσεις για την μείωση των δαπανών είναι στη σωστή κατεύθυνση αφού ετσι μπορεί να δημιουργηθεί ο απαραίτητος δημοσιονομικός χώρος για την ελάφρυνση της φορολογίας.

Ακόμα μεγαλύτερα οφέλη θα μπορούσαν ωστόσο να προκύψουν απο μεταρρυθμίσεις και δράσεις που θα περιόριζαν το λεγόμενο «φορολογικό κενό» (tax gap). Το φορολογικό κενό μετρά την διαφορά μεταξύ των οφειλόμενων φόρων, σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία και με πλήρη φορολογική συμμόρφωση, και του πραγματικά καταβαλλόμενου ποσού που εισπράττει το κράτος. Αντανακλά το εύρος της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, κενά στην βεβαίωση και είσπραξη των φόρων, αλλά και ληξιπρόθεσμες οφειλές λόγω πτωχεύσεων ή αφερεγγυότητας.

Το έλλειμμα είναι ιδιαίτερα ευρύ σε οτι αφορά τα έσοδα του ΦΠΑ όπου εστιάζεται η προσοχή στις περισσότερες χώρες. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη εκτίμηση της Κομισιόν, το φορολογικό κενό των εσόδων του ΦΠΑ ανερχόταν στην ΕΕ σε 11% το 2018 κατά μέσο όρο, με ευρείες όμως διαφορές μεταξύ των χωρών μελών (γράφημα). Η Ελλάδα κατέχει τη δεύτερη αρνητική επίδοση, μετά τη Ρουμανία, με ένα γιγάντιο έλλειμμα εσόδων εκτιμώμενο σε 30%. Η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Κύπρος έχουν ασύγκριτα μικρότερες απώλειες εσόδων ΦΠΑ. Ενώ στην ΕΕ κατά μέσο όρο το φορολογικό κενό συρρικνώθηκε διαχρονικά από το 2014, η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα όπου αυτό διευρύνθηκε

Το κόστος του φορολογικού κενού-1

Με βάση το φορολογικό κενό του 2018, το έλλειμμα εσόδων ΦΠΑ το 2021 μπορεί να εκτιμηθεί σε 7,3 δις € ή 4,3% του ΑΕΠ. Τα χαμένα έσοδα ξεπερνούν τις δημόσιες δαπάνες για την παιδεία (4% του ΑΕΠ), ενώ υπολείπονται λίγο από τις δαπάνες για την υγεία (5,3% του ΑΕΠ). Να σημειώσουμε οτι οι εισπραττόμενοι φόροι περιουσίας, που περιλαμβάνουν τον ΕΝΦΙΑ, αντιστοιχούν στο 1,5% του ΑΕΠ. Θα μπορούσε δηλαδή ο ΕΝΦΙΑ εύκολα να καταργηθεί με περιορισμό του ελλείμματος εσόδων του ΦΠΑ.

Στο ΜΠΔΣ 2022-25 δεν είναι εμφανής κάποιος σχεδιασμός για τον περιορισμό του φορολογικού κενού καθώς τα έσοδα του ΦΠΑ, με αμετάβλητους συντελεστές, προβλέπονται σταθερά περίπου στο 10% του ΑΕΠ. Η χαμένη ευκαιρία είναι σημαντική καθώς η είσπραξη των εσόδων του ΦΠΑ που διαφεύγουν θα μπορούσε περίπου να χρηματοδοτήσει τα πρωτογενή πλεονάσματα που προβλέπονται το 2023-25.

Η συστηματική καταπολέμηση της φοροδιαφυγής είναι το κλειδί για το κλείσιμο του φορολογικού κενού. Ο περιορισμός της φοροδιαφυγής θα αποφέρει έσοδα, επιτρέπωντας την μείωση των συντελεστών, ενώ ταυτόχρονα οι υγιείς επιχειρήσεις δεν θα αντιμετωπίζουν τον αθέμιτο ανταγωνισμό της παραοικονομίας. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στον τουρισμό, που αν και αποτελεί την ραχοκοκαλιά της οικονομίας, η φοροδιαφυγή είναι εκτεταμένη, όπως αποδεικνύουν οι περιοδικοί έλεγχοι της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.

Η πολυνομία και η πολυπλοκότητα του φορολογικού συστήματος, αλλά και οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές των τελευταίων ετών, ευνοούν την φοροδιαφυγή. Λύσεις έχουν επισημανθεί συχνά από σχετικές μελέτες. Η έλλειψη ωστόσο ισχυρής πολιτικής βούλησης για εντατικότερους ελέγχους φαίνεται να επιτείνει το πρόβλημα. Όπως εύστοχα παρατήρησε πρόσφατα ο Γιάννης Μαρίνος, «πάγια πολιτική όλων των κυβερνήσεων από τη μεταπολίτευση και μετά είναι να αφήνει ανενόχλητη τη φοροδιαφυγή, ιδιαίτερα στον ΦΠΑ από τους μικρομεσαίους και τους ελεύθερους επαγγελματίες. Και δυστυχώς κανένα από τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν πιέζει για ριζική αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής. Ετσι δεν την τολμά και η κυβέρνηση».

Το φορολογικό κενό υπολογίζεται επισήμως σε 15 χώρες της ΕΕ (όπως π.χ. στην Πορτογαλία), όχι όμως στην Ελλάδα. Ένα θετικό πρώτο βήμα θα ήταν να δημοσιοποιούνται επίσημες εκτιμήσεις του φορολογικού κενού, ενδεχομένως απο το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, ταυτόχρονα με την κατάθεση του ετήσιου προϋπολογισμού στο Κοινοβούλιο. Θα μπορούσε ίσως ετσι να συνειδητοποιηθεί ευρύτερα το μέγεθος της βλάβης που προκαλεί η φοροδιαφυγή και να βρεθούν συνεναιτικές λύσεις για τον περιορισμό της.

O Αριστομένης Βαρουδάκης είναι Οικονομολόγος, Πρώην Καθηγητής Πανεπιστημίου του Στρασβούργου, πρώην ανώτερο στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Ο.Ο.Σ.Α. 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News