ΑΠΟΨΕΙΣ

Η οικονομική αποτυχία της Δύσης στο Αφγανιστάν

Η οικονομική αποτυχία της Δύσης στο Αφγανιστάν

Η ραγδαία επικράτηση των Ταλιμπάν σηματοδότησε μια βαρειά στρατιωτική ήττα των ΗΠΑ, και της Δύσης γενικότερα, σε ένα εικοσαετή πόλεμο με τους ζηλωτές του ισλαμικού φανατισμού στο Αφγανιστάν. Η αιφνίδια κατάρρευση περικλείει πολλές πτυχές: αποτυχία των συμβατικών στρατιωτικών δυνάμεων. αστοχία των μυστικών υπηρεσιών να προβέψουν την ταχύτητα προέλασης των Ταλιμπάν. αδυναμία των τοπικών στρατιωτικών δυνάμεων. Η αναποτελεσματικότητα του μοντέλου εξαγωγής δημοκρατικών θεσμών, που εφαρμόστηκε στο Αφγανιστάν, αλλά και αλλού, εστιάζει ιδιαίτερα την προσοχή των σχολιαστών.

Μία πτυχή στην οποία δίνεται σχετικά λιγότερη έμφαση αφορά την αποτυχία της οικονομικής ανασυγκρότησης του Αφγανιστάν στην εικοσαετία απο την αρχική εκδίωξη των Ταλιμπάν το 2001. Η εικόνα αποτυπώνεται καθαρά στην ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ (γράφημα), παρά το ότι οι στατιστικές της χώρας είναι σε μεγάλο βαθμό αναξιόπιστες. Την πρώτη δεκαετία από την πτώση των Ταλιμπάν η ανάπτυξη ήταν εξαιρετικά ταχύρρυθμη, φθάνοντας το 9,4% ετησίως το 2003-2012 κατά μεσο όρο. Στη συνέχεια όμως η ανάπτυξη φρέναρε στο 2,8%, ενώ το 2020 το ΑΕΠ συρρικνώθηκε λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας. Οι ευρείες διακυμάνσεις οφείλονται στην σημαντική εξάρτηση της οικονομίας από την αγροτική παραγωγή, που αντιστοιχεί στο 25% του ΑΕΠ.          

Η οικονομική αποτυχία της Δύσης στο Αφγανιστάν-1

Χάρη στην ταχεία ανάπτυξη το κατά κεφαλή εισόδημα σε σταθερές τιμές σχεδόν διπλασιάστικε σε μια δεκαετία, απο 330 $ το 2002 σε 587 $ το 2013. Στη συνέχεια όμως επήλθε στασιμότητα, με το κατά κεφαλή εισόδημα να φθίνει στα 573 $ το 2019 πριν απο την πανδημία. Η ταχεία ανάπτυξη της πρώτης περιόδου συνοδεύτηκε απο όξυνση των ανισοτήτων. Η Παγκόσμια Τράπεζα (ΠΤ) εκτιμά οτι στο απόγειο της ανάπτυξης, το 2008-12, η κατά κεφαλή κατανάλωση του φτωχότερου 40% του πληθυσμού έμεινε στάσιμη ενώ του πλουσιότερου 20% αυξήθηκε κατά 9%. Oι εισοδηματικές ανισότητες αυξήθηκαν ανάλογα ενώ το ποσοστό φτώχειας μειώθηκε μόνο οριακά.

Η όξυνση των ανισοτήτων παρατηρείται συχνά στα αρχικά στάδια της ανάπτυξης όπου η δευτερογενής παραγωγή, οι υπηρεσίες και τα αστικά κέντρα ενισχύονται περισσότερο σε σχέση με την αγροτική οικονομία. Η αύξηση των ανισοτήτων δεν δημιουργεί πάντως αναγκαστικά κεντρόφυγες κοινωνικές τάσεις στον βαθμό που η ανάπτυξη είναι ταχύρρηθμη, δημιουργώντας ετσι βάσιμες προσδοκίες για μελλοντική βελτίωση του βιωτικού επιπέδου. Στο Αφγανιστάν ωστόσο αυτό δεν έγινε δυνατό λόγω της επιβράδυνσης της ανάπτυξης απο το 2014 και μετά.

 

Η ταχεία ανάπτυξη της περιόδου 2002-12 ήταν σε μεγάλο βαθμό πλασματική. Τροφοδοτήθηκε αφενός από την υπέρογκη αναπτυξιακή βοήθεια που διοχετεύθηκε στη χώρα, που έφτασε να αντιστοιχεί στο 110% του ΑΕΠ το 2010. Μόνο η Λιβερία και τα Παλαιστινιακά Εδάφη έχουν κατά καιρούς επιδείξει τόσο έντονη εξάρτηση απο την εξωτερική οικονομική βοήθεια. Κατά δεύτερο λόγο η αυξανόμενη παρουσία αμερικανικών και Νατοϊκών στρατευμάτων, που έφθασε τις 130000 το 2011, ενίσχυσε έμμεσα την οικονομία ευνοώντας τον τομέα των υπηρεσιών και των κατασκευών, ιδιαίτερα στους τομείς που σχετίζονται με την άμυνα.

 

Η αναπτυξιακή βοήθεια δεν ήταν ωστόσο πανάκεια για την ανάπτυξη. Η ΠΤ θεωρεί οτι ευνόησε την διαφθορά, ενώ η αποτελεσματικότητα της για την άμεση ενίσχυση της οικονομίας ήταν περιορισμένη. Εκτιμάται οτι το 88% της βοήθειας χορηγήθηκε απευθείας απο εξωτερικούς διαύλους, παρακάμπτωντας τα εγχώρια δημοσιονομικά κανάλια λόγω του φόβου της διαφθοράς. Μόνο το 10-25% αυτής της βοήθειας δαπανήθηκε σε εγχώριες πηγές παροχής έργου, ενώ η μερίδα του λέοντος χρηματοδότησε εισαγωγές και παροχές έργου ξένων συμβασιούχων. Ενα σημαντικό τμήμα της βοήθειας διοχετεύθηκε έτσι ξανά στο εξωτερικό, μέσω πληρωμών για εισαγωγές, επαναπατρισμού κερδών ξένων εταιρειών και εισοδημάτων ξένων συμβασιούχων.

Οι παράγοντες που αρχικά ευνόησαν τη ανάπτυξη ανεστράφησαν στην συνέχεια. Αφενός η αναπτυξιακή βοήθεια μειώθηκε. αφετέρου τα συμμαχικά στρατεύματα συρρικνώθηκαν σταδιακά, φθάνοντας τις 15000 το 2014 και τις 10000 πρίν την απόφαση της οριστικής απόσυρσης. Δημιουργήθηκε ετσι ένα «αναπτυξιακό κενό» καθώς το Αφγανιστάν δεν κατάφερε να δημιουργήσει ισχυρούς εγχώριους πυλώνες ανάπτυξης ενώ η βοήθεια διέρρεε σε σημαντικό βαθμό στο εξωτερικό για τους λόγους που προαναφέραμε.

Η αγροτική οικονομία, που απασχολεί 50% του εργατικού δυναμικού, παραμένει καχεκτική καθώς η βοήθεια δεν κατάφερε να ενισχύσει αποτελεσματικά την δυναμικότητα του τομέα. Ταυτόχρονα οι παράνομες καλλιέργειες και εξαγωγές οπιοειδών, που δεν καταγράφονται, υπολογίζονται στο 7-8% του ΑΕΠ. Ενδέχεται να ενισχυθούν σημαντικά αν η οικονομία διολισθήσει στο χάος μετά την επικράτηση των Ταλιμπάν.

Ο επιχειρηματικός τομέας παραμένει περιορισμένος, με την διαφθορά να αποτελεί, σύμφωνα με τις έρευνες της ΠΤ, ένα απο τα μεγαλύτερα εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα το επιχειρηματικό περιβάλλον παραμένει εξαιρετικά ακανθώδες, τοποθετώντας το Αφγανιστάν στα τελευταία σκαλοπάτια της παγκόσμιας κατάταξης σε οτι αφορά το «κόστος του επιχειρείν». Δεν δημιουργήθηκαν συνεπώς οι βάσεις για μια αυτοδύναμη ανάπτυξη της οικονομίας μετά την αποκλιμάκωση της αναπτυξιακής βοήθειας και της συμμαχικής στρατιωτικής παρουσίας στη χώρα. Συνοπτικά, μπορούμε με ασφάλεια να υποθέσουμε οτι η αποτυχία οικοδόμησης ενός βιώσιμου οικονομικού μοντέλου δεν ευνόησε την ευρύτερη αποδοχή των δημοκρατικών θεσμών και την κοινωνική συνοχή της χώρας. Αντίθετα ενίσχυσε την απήχηση των Ταλιμπάν και διευκόλυνε την τελική επικρατησή τους.

 

Ο Αριστομένης Βαρουδάκης είναι Οικονομολόγος, Πρώην Καθηγητής Πανεπιστημίου του Στρασβούργου, πρώην ανώτερο στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News