ΑΠΟΨΕΙΣ

Οι προκλήσεις της προεδρίας Μπάιντεν για την Ελλάδα

Η νίκη του Τζο Μπάιντεν χαιρετίστηκε μεταξύ άλλων και για τα οφέλη που αναμένεται να φέρει στην Ελλάδα σε σχέση με την τουρκική επιθετικότητα. Η εντύπωση που είχε επικρατήσει ήταν ότι ο Τραμπ επεδείκνυε ανοχή στις τουρκικές αυθαιρεσίες λόγω της προσωπικής του σχέσης με τον Ταγίπ Ερντογάν. Ο Μπάιντεν αντίθετα έχει πίσω του μακρά ιστορία υιοθέτησης θετικών προς την Ελλάδα θέσεων, ενώ το Δημοκρατικό Κόμμα εμφανίζεται ανήσυχο για τον αυταρχισμό στο εσωτερικό της Τουρκίας. Αν θυμηθούμε και την τεταμένη σχέση Ερντογάν-Ομπάμα προς το τέλος της θητείας του δεύτερου, οι ελληνικές προσδοκίες είναι μάλλον δικαιολογημένες.

Παρά τις θετικές πρώτες ενδείξεις, διαμορφώνονται ταυτόχρονα και νέες τάσεις στην αμερικανική εξωτερική πολιτική που ενδέχεται να επιβαρύνουν το περιβάλλον μέσα στο οποίο λειτουργεί η Ελλάδα. Ξεχωρίζουμε τρεις τέτοιες τάσεις: τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Ρωσία, το Ιράν και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδιαίτερα την Γερμανία.

Πρώτον, η νέα αμερικανική κυβέρνηση αναμένεται να υιοθετήσει μια σκληρότερη στάση έναντι της Μόσχας. Η νίκη Μπάιντεν σηματοδοτεί την «παλινόρθωση» ενός συστήματος αναλυτών, δεξαμενών σχέσης και παραγόντων των μυστικών υπηρεσιών, των οποίων η αντίθεση προς την Ρωσία αποτελεί τον μοναδικό λόγο ύπαρξης. Αυτό το σύστημα είχε παραμεριστεί από τον Τραμπ – πράγμα που εξηγούσε και το αδιαπραγμάτευτο μίσος προς το πρόσωπό του – και τώρα αναμένει την αποκατάσταση της επιρροής του. Δεν είναι όμως μόνο μέρος του κατεστημένου της εξωτερικής πολιτικής που απαιτεί σκληρότερη στάση προς την Ρωσία. Το Δημοκρατικό Κόμμα και τα φιλικά προς αυτό ΜΜΕ εμφορούνται από μία εμμονή, που αγγίζει τα όρια της παράνοιας, με τον Πούτιν, τον οποίο θεωρούν υπεύθυνο για την νίκη Τραμπ το 2016.

Η έξαρσης της αντιπαλότητας των ΗΠΕ με την Ρωσία όμως θα σημάνει και αναβάθμιση του ρόλου της Τουρκίας. Τουρκία και Ρωσία έχουν αναπτύξει μία ιδιαίτερη σχέση σε σειρά μετώπων, από την Συρία και τη Λιβύη, έως τον Καύκασο. Ακόμα και όταν στηρίζουν αντίπαλα στρατόπεδα, όπως στον πρόσφατο πόλεμο στο Αρτσάχ, λειτουργούν ως από κοινού εγγυητές νέων περιφερειακών διακανονισμών. Μία γενικευμένη αντιπαράθεση ΗΠΑ-Ρωσίας δεν θα φέρει απαραίτητα την Τουρκία στην αγκαλιά της Ουάσιγκτον, διότι ο Ερντογάν έχει επενδύσει πολλά στην σχέση του με τον Πούτιν. Από τη μεριά τους όμως οι ΗΠΑ γνωρίζουν ότι μία σύγκρουση με την Ρωσία κάνει απαραίτητη την επαναπροσέγγιση, τουλάχιστον σε κάποιον βαθμό, με την Τουρκία. Δημιουργούνται έτσι οι συνθήκες ώστε ο Τούρκος πρόεδρος να διαδραματίσει έναν νέο ρόλο μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας, προσπαθώντας να αποκομίσει διπλά οφέλη και κοινή υποστήριξη, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τα ελληνικά συμφέροντα.

Δεύτερον, η νέα αμερικανική κυβέρνηση θα επανεξετάσει τις σχέσεις των ΗΠΑ με το Ιράν. Η συμφωνία του 2015 για τα πυρηνικά της Τεχεράνης αποτελούσε για την κυβέρνηση Ομπάμα ένα από τα σπουδαιότερα επιτεύγματά της, αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που ο Ντόναλντ Τραμπ την είχε καταγγείλει. Η εχθρική στάση του Τραμπ προς το Ιράν σηματοδότησε με την σειρά της την αποκατάσταση των σχέσεων των ΗΠΑ με τον σουνιτικό άξονα Σαουδικής Αραβίας-Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (ΗΑΕ), που επιδιώκει την ανάσχεση της ιρανικής επιρροής. Με τον Τραμπ οι ΗΠΑ ακόμα επένδυσαν και υποβοήθησαν την προσέγγιση αυτού του άξονα με το Ισραήλ, το οποίο επίσης θεωρεί το Ιράν ως βασικό του εχθρό. Όλα αυτά αποτέλεσαν αναστροφή της κατάστασης που επικρατούσε μέχρι το 2016, όταν οι σχέσεις των Ομπάμα-Μπάιντεν με το Ριάντ και τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου ήταν εξαιρετικά επιβαρυμένες.

Φυσικά δεν είναι βέβαιο ότι ο Τζο Μπάιντεν θα επιτύχει την επανεκκίνηση των σχέσεων με το Ιράν. Η δολοφονία προ ημερών του επικεφαλής του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος περιπλέκει τα πράγματα προτού καν η νέα κυβέρνηση αναλάβει τα καθήκοντά της. Όμως, αν οι ΗΠΑ επαναπροσεγγίσουν το Ιράν, οι σχέσεις τους με την Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ θα περιπλακούν, λόγω, μεταξύ άλλων, και της ιδεολογικής αντιπάθειας που προκαλεί ο Νετανιάχου στην βάση του Δημοκρατικού Κόμματος. Η Ελλάδα δεν έχει άμεσο λόγο στην αντιπαράθεση Σουνιτών-Ιράν, εκ των πραγμάτων πάντως βρίσκεται εγγύτερα στους πρώτους λόγω κοινών ανησυχιών για την Τουρκία. Μία αναβάθμιση του Ιράν, το οποίο λειτουργεί από κοινού με την Τουρκία ως πάτρωνας διαφόρων Ισλαμο-λαϊκιστικών κινημάτων στην Μέση Ανατολή, θα αποτελούσε αναμφισβήτητα έμμεση νίκη και για την Άγκυρα.

Τέλος, ο νέος πρόεδρος έχει θέσει ως στόχο του την αποκατάσταση των σχέσεων ΗΠΑ-Ευρώπης. Αυτό δεν αλλάζει ωστόσο τον μακροπρόθεσμο προσανατολισμό της αμερικανικής πολιτικής, που εστιάζει στην Κίνα και τη σταδιακή αποχώρηση από τα μέτωπα της ανατολικής Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής. Ανεξάρτητα από το αν ο λόγος του θα διακρίνεται από περισσότερη ευγένεια, ο Μπάιντεν δεν θα έχει να πει κάτι διαφορετικό από τον Τραμπ, δηλαδή ότι η Ευρώπη θα πρέπει να αναλάβει περισσότερες ευθύνες στον τομέα της ασφάλειας καθώς οι ΗΠΑ θα μειώνουν την εμπλοκή τους στην περιοχή.

H Ελλάδα θεωρητικά στηρίζει τον στόχο μιας πιο ανεξάρτητης Ευρωπαϊκής πολιτικής άμυνας και ασφάλειας. Είδαμε όμως το προηγούμενο καλοκαίρι πώς τα οφέλη του «εξευρωπαϊσμού» της εξωτερικής μας πολιτικής έχουν αρχίσει πλέον να εξαντλούνται μπροστά στην αυξανόμενη επιθετικότητα της Τουρκίας, την εσωτερική παράλυση της ΕΕ και, κυρίως, την μεροληψία που επιδεικνύει υπέρ της Άγκυρας η Γερμανία. Την ίδια ώρα, το επιτελείο του Μπάιντεν βλέπει το Βερολίνο, και ιδιαίτερα την Άγκελα Μέρκελ, ως τον σημαντικότερο σύμμαχο των ΗΠΑ στην Ευρώπη και η Γερμανία ήδη φροντίζει να δώσει εγγυήσεις ότι η ΕΕ, υπό γερμανική φυσικά ηγεμονία, θα αποτελέσει αξιόπιστο τοποτηρητή των αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή.

Η πρόσφατη δημόσια αντιπαράθεση μεταξύ του Γάλλου προέδρου Μακρόν, που επιζητεί μία ανεξάρτητη «στρατηγική Ευρώπη», και της Γερμανίδας υπουργού άμυνας, που μίλησε για ευκαιρία αναθέρμανσης των Ευρω-ατλαντικών σχέσεων, καταδεικνύει εξάλλου πώς η Γερμανία βλέπει στην κυβέρνηση Μπάιντεν έναν σύμμαχο απέναντι στις ηγετικές φιλοδοξίες του Εμμανουέλ Μακρόν, ιδιαίτερα ενόψει της αποχώρησης Μέρκελ από την καγκελαρία. Με τις ΗΠΑ να αλλάζουν τις ενδο-ευρωπαϊκές ισορροπίες υπέρ του Βερολίνου και εις βάρος του Παρισιού, και με δεδομένο τον ρόλο που οι δύο αυτές δυνάμεις παίζουν στα ελληνοτουρκικά, μία τέτοια εξέλιξη αναμένεται να αποτελέσει πηγή πρόσθετου προβληματισμού για την Ελλάδα.

 

*Ο Άγγελος Χρυσόγελος είναι Jean Monnet Fellow στο Robert Schuman Centre for Advanced Studies του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου (EUI) της Φλωρεντίας.

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News