ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο «Εμβολιαστικός Εθνικισμός» είναι το μέλλον μας

Ο δημοφιλέστερος όρος στο πολιτικό λεξιλόγιο της εποχής της πανδημίας είναι ο «εμβολιαστικός εθνικισμός» (vaccine nationalism). Είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται με ιδιαίτερα φορτισμένο αρνητικό τόνο. Σε μεγάλο μέρος της διεθνούς σχολιογραφίας, ο εμβολιαστικός εθνικισμός συσχετίζεται με την έκρηξη του λαϊκισμού που είχε προηγηθεί της πανδημίας, και παρουσιάζεται ως συνέχιση πολιτικών που επιζητούν την ανατροπή της «ανοικτής, έννομης και φιλελεύθερης διεθνούς τάξης» (international liberal order).

O εμβολιαστικός εθνικισμός έρχεται ξανά στο προσκήνιο αυτές τις ημέρες λόγω της έκρηξης της πανδημίας του κορονοϊού στην Ινδία. Τα δυτικά ΜΜΕ μέχρι στιγμής σώπαιναν σχετικά με την απαγόρευση εξαγωγών εμβολίων που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ και στην οποία στηρίζεται η επιτυχία του εμβολιαστικού τους προγράμματος – το οποίο είχε σχεδιαστεί επί Τραμπ και τα οφέλη του δρέπει τώρα ο Τζο Μπάιντεν. Σε μια πρώτη σχετική ερώτηση για το πώς μπορεί να βοηθηθεί η Ινδία, ένας εκπρόσωπος της αμερικανικής κυβέρνησης δήλωσε ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει «πρωταρχική ευθύνη έναντι του λαού της», μια δήλωση που αν είχε γίνει από τον προηγούμενο πρόεδρο μάλλον θα είχε προκαλέσει έκρηξη αγανάκτησης. Πιο σιγανά, σχεδόν ψιθυριστά, Αμερικάνοι παράγοντες υπενθυμίζουν ότι στην αρχή του χρόνου ήταν η Ινδία εκείνη που είχε απαγορεύσει την εξαγωγή υλικών που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή εμβολίων στην Δύση. Ξαφνικά, η προσέγγιση ΗΠΑ-Ινδίας, που θεωρείτο αυτονόητη για την ανάσχεση της Κίνας, απειλείται από την άνοδο του αντιαμερικανισμού στην ινδική κοινή γνώμη.

Η συζήτηση για τον «κακό» εμβολιαστικό εθνικισμό βέβαια συγκαλύπτει σημαντικές παραμέτρους του ζητήματος, όπως συμβαίνει συνήθως όταν ο ηθικισμός εισέρχεται στο πεδίο της ανάλυσης. Όσο και αν είναι δυσάρεστο να το παραδεχτούμε, ο εμβολιαστικός εθνικισμός υπήρξε η προϋπόθεση για την ανάπτυξη εμβολίων σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα!

Τα πιο επιτυχημένα εμβόλια δεν τα δημιούργησε μια φαντασιακή «επιστήμη». Όλα τους χρειάστηκαν ενεργή κρατική υποστήριξη, γενναίες επιχορηγήσεις, άμεση αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου, ακόμα και ντε φάκτο επίταξη εταιρειών που υποχρεώθηκαν να συνεταιριστούν με ερευνητικά κέντρα της επιλογής των κυβερνήσεων. Στις ΗΠΑ το πρόγραμμα εμβολιασμού του Τραμπ έκανε χρήση ακόμα και νόμων από την εποχή του πολέμου της Κορέας (!) για να φέρει κοντά εταιρείες, πανεπιστήμια και τον στρατό. Στην Βρετανία η κυβέρνηση ήδη από την περασμένη άνοιξη κατηύθυνε τις διαπραγματεύσεις της Οξφόρδης με διάφορες εταιρείες. Στην Ρωσία και την Κίνα φυσικά αυτό το ενδιάμεσο στάδιο είναι περιττό, αφού εκεί η έρευνα και η ανάπτυξη τεχνολογίας είναι απευθείας ελεγχόμενες από το κράτος.

Όλα αυτά μπορούμε να τα συγκρίνουμε με δυο «καλά παιδιά» της διεθνούς τάξης, την ΕΕ και τον Καναδά, των οποίων τα εμβολιαστικά προγράμματα υπολείπονται αυτών των ΗΠΑ και Βρετανίας. Ο λόγος είναι, φυσικά, η έλλειψη «εμβολιαστικού εθνικισμού», δηλαδή η αδυναμία σχεδιασμού και, κυρίως, υλοποίησης ενός πρότζεκτ βιομηχανικής παραγωγής και πολιτικού συντονισμού. Ο μεν Καναδάς δεν διαθέτει εδώ και δεκαετίες εθνική υποδομή παραγωγής εμβολίων και εξαρτάται από τις εισαγωγές από τις ΗΠΑ. Η δε ΕΕ, σε επίδειξη του τευτονικού ήθους που την διαπερνά, θεώρησε εξαρχής το ζήτημα των εμβολίων ως μια απλή οικονομική διαπραγμάτευση όπου ο σκοπός ήταν η επίτευξη της φθηνότερης τιμής την στιγμή που ΗΠΑ και Βρετανία έριξαν δισεκατομμύρια για την έρευνα και την παρασκευή των εμβολίων. Όταν ήρθε η ώρα των παραγγελιών όμως, ήταν οι χώρες εκείνες που είχαν επηρεάσει τον συντονισμό και τον σχεδιασμό της όλης διαδικασίας, όπως η Βρετανία, που είχαν το πλεονέκτημα. 

Ο εμβολιαστικός εθνικισμός δεν είναι άσχετος με συζητήσεις που λαμβάνουν χώρα εδώ και μια πενταετία και σε σειρά άλλων τομέων. Από τις εφοδιαστικές αλυσίδες βιομηχανικών προϊόντων μέχρι την ρύθμιση της τεχνητής νοημοσύνης, της ροής δεδομένων μεταξύ κρατών και της λειτουργίας των μεγάλων εταιρειών ψηφιακής τεχνολογίας, παρατηρούμε ένα ασταμάτητο κύμα επιστροφής της κρατικής κυριαρχίας στο πεδίο της οικονομίας. Η κάποτε αρρύθμιστη παγκοσμιοποίηση έχει δώσει την θέση της σε έναν διεθνή κατακερματισμό, όπου εμπορικές συμφωνίες αναδεικνύονται ξανά σε εργαλείο στρατηγικής επιρροής, ο ιδιωτικός τομέας υποκύπτει σε πολιτικές πιέσεις, και τα κράτη θέλουν να επαναφέρουν στο έδαφός τους κρίσιμες υποδομές. Είναι ένας κόσμος όπου οικονομία και ασφάλεια είναι πια ταυτόσημα, με την δεύτερη να έχει ξεκάθαρα την πρωτοκαθεδρία έναντι της πρώτης.

Το θέμα είναι αν αυτό είναι κακό. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι ο εμβολιαστικός εθνικισμός, ως πρόγευση του τρόπου που θα λειτουργεί ο κόσμος από εδώ και πέρα, αποδεικνύει ότι μπαίνουμε σε μια εποχή άκαρδου διεθνούς ανταγωνισμού. Από την άλλη, θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν τα ηθικά κριτήρια της εποχής της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης – όταν η δυστυχία σε ένα μέρος του κόσμου θεωρείτο ευθύνη όλων μας – όχι μόνο μπορούν να ικανοποιηθούν σήμερα, αλλά αν δεν ήταν και υπεύθυνα για την λαϊκιστική αντίδραση έναντι της παγκοσμιοποίησης σε μεγάλο μέρος των δυτικών κοινωνιών που τελικά επιδείνωσε και την σημερινή κρίση. Ίσως το να αναγνωρίζουν οι κυβερνήσεις ότι η «πρωταρχική ευθύνη» τους είναι έναντι των ίδιων των πολιτών τους είναι το θεμέλιο μιας νέας, πιο ειλικρινούς παγκόσμιας ισορροπίας, όπου η οικονομία θα βρίσκεται στην υπηρεσία των κατά τόπους κοινωνιών. Όπως κάθε συστημική αλλαγή βέβαια, το πέρασμα σε αυτήν την νέα ισορροπία θα γίνει με μεγάλο κόστος, δυστυχώς, στην περίπτωση του ιού και των εμβολίων, και ανθρώπινο. 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News