ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Ο κίνδυνος του ντόμινο, ο ρόλος των κεντρικών τραπεζών και πώς μπορεί να αποφευχθεί μια νέα κρίση

Ο κίνδυνος του ντόμινο, ο ρόλος των κεντρικών τραπεζών και πώς μπορεί να αποφευχθεί μια νέα κρίση

Έχουν περάσει δεκατέσσερα χρόνια από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση που είχε πυροδοτήσει η κατάρρευση της Lehman Brothers και οι τελευταίες εξελίξεις καταδεικνύουν ότι οι τριγμοί στο τραπεζικό σύστημα μπορούν ακόμη να προκαλέσουν «σεισμό» στις διεθνείς αγορές. Το ερώτημα που κυριαρχεί ανάμεσα σε καταθέτες, επενδυτές και εποπτικές αρχές είναι ένα: Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο ντόμινο τραπεζικής κρίσης;

Μέσα σε 15 ημέρες είδαμε να καταρρέουν τρεις μεσαίου μεγέθους αμερικανικές τράπεζες, ενώ στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού η ελβετική Credit Suisse, μια τράπεζα με ιστορία 167 ετών, εξαγοράσθηκε από την UBS ως ύστατη λύση για τη διάσωσή της, μετά τις μαζικές εκροές καταθέσεων. Στο «μάτι του κυκλώνα» και η Deutsche Bank, με τις μετοχές του γερμανικού τραπεζικού κολοσσού να βυθίζονται έως και 14% στη συνεδρίαση της Παρασκευής, συμπαρασύροντας προς τα κάτω και τις υπόλοιπες μετοχές του χρηματοπιστωτικού κλάδου, προκαλώντας ισχυρούς τριγμούς στα διεθνή χρηματιστήρια.

Στις ΗΠΑ, οι μικρές και μεσαίου μεγέθους τράπεζες βλέπουν την αξία των επενδύσεών τους να συρρικνώνεται εξαιτίας των υψηλών επιτοκίων. Σύμφωνα με τον «Economist», ένα ακόμη μείζον ερώτημα που απασχολεί καταθέτες και επενδυτές είναι εάν οι κεντρικές τράπεζες -και κυρίως η Φέντεραλ Ριζέρβ των ΗΠΑ- θα συνεχίζουν να αυξάνουν τα επιτόκια, στις προσπάθειές τους να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό. Παρά την έντονη μεταβλητότητα στις αγορές, Fed και Τράπεζα της Αγγλίας προχώρησαν σε μία ακόμη αύξηση επιτοκίων την προηγούμενη εβδομάδα. Όμως στα επόμενα βήματα χάραξης της νομισματικής πολιτικής, δεν έχουν άλλη επιλογή από το να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τις πιέσεις που ασκούνται στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και τον κίνδυνο μιας νέας κρίσης, σε μια χρονιά γεμάτη προκλήσεις για την παγκόσμια οικονομία.

Όλα είναι θέμα (λανθασμένης) αντίληψης

Η λανθασμένη αντίληψη της ασφάλειας είναι ο βασικός λόγος που γεννά το ρίσκο, επισημαίνεται στο άρθρο του «Εconomist». Η διοίκηση της Silicon Valley Bank πίστευε ότι μπορούσε χωρίς ρίσκο να δανεισθεί χρήματα, βάζοντας ως ενέχυρο μακροπρόθεσμα ενυπόθηκα δάνεια και ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου. Η απότομη πτώση της τιμής αυτού του ενεργητικού οδήγησε στην κατάρρευση της τράπεζας.

Στη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-09, η ακλόνητη πεποίθηση για την ασφάλεια και αξιοπιστία της αμερικανικής αγοράς ενυπόθηκων δανείων είχε οδηγήσει στην «έκρηξη» του δανεισμού με εγγυήσεις (collateralized lending). Για το σκάσιμο της φούσκας δεν χρειάσθηκε στάση πληρωμών σε χρεόγραφα εγγυημένα με υποθήκες. Οι αυξημένες πιθανότητες μιας στάσης πληρωμών εκτίναξαν την αξία των CDS, συμπαρασύροντας και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που είχαν πουλήσει τεράστιους όγκους τέτοιων swaps.

Οι κρίσεις, από τη μία αποκαλύπτουν τέτοιου είδους στρεβλώσεις, ενέχυρα που λανθασμένα είχαν θεωρηθεί ασφαλή. Από την άλλη, αποτελούν πηγή καινοτόμων λύσεων που βελτιώνουν τον τρόπο που λειτουργούν οι εγγυήσεις. Για παράδειγμα, ως απάντηση στον πανικό που είχε προκληθεί το 1866 μετά την κατάρρευση της Overend Gurney & Company -της επονομαζόμενης και «τράπεζας των τραπεζών»- ο Γουόλτερ Μπάγκεχοτ, συντάκτης του «Economist» από το 1860 έως το 1877, έκανε γνωστή την ιδέα οι κεντρικές τράπεζες να αναλαμβάνουν τον ρόλο του ύστατου δανειστή. Οι γραμμές ανταλλαγής νομισμάτων(daily swap lines) που ενεργοποίησε ξανά προσφάτως η Fed είχαν εφαρμοσθεί για πρώτη φορά στη διάρκεια της πιστωτικής κρίσης.

Μετά την κατάρρευση της SVB, η Fed ενεργοποίησε ένα νέο πρόγραμμα τραπεζικής χρηματοδότησης(Bank Term Funding Programme), το οποίο εντυπωσιάζει σε γενναιοδωρία. Κατά την πρώτη εβδομάδα εφαρμογής του προγράμματος, οι τράπεζες δανείσθηκαν σχεδόν 12 δισ. δολάρια, καθώς και το ποσό-ρεκόρ των 153 δισ. δολαρίων μέσω του «παραθύρου έκπτωσης» (discount window), μέσω του οποίου οι τράπεζες μπορούν να δανεισθούν χωρίς «κούρεμα» των εγγυήσεών τους.

Στο χείλος της αβύσσου

14 χρόνια μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, το τραπεζικό σύστημα είναι μεν πιο ασφαλές από ό,τι στο παρελθόν, εμφανίζει όμως ρωγμές που έρχονται στην επιφάνεια έπειτα από έναν κύκλο επιθετικών επιτοκιακών αυξήσεων.

Για μία ακόμη φορά επιβεβαιώνεται ο ρόλος της Fed -και των υπολοίπων κεντρικών τραπεζών- ως δανειστών εσχάτου ανάγκης, παρέχοντας στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα το αναγκαίο δίχτυ ασφαλείας. Kαι η περίπτωση της Credit Suisse φαίνεται να καταδεικνύει στην πράξη ότι το ρυθμιστικό πλαίσιο για τις too-big-to-fail τράπεζες παραμένει ελλιπές. Όπως παραδέχεται η Ελβετή υπουργός Οικονομικών, Κάριν Κέλερ-Σάτερ, στην πρώτη της συνέντευξη μετά τον «γάμο σωτηρίας» μεταξύ Credit Suisse και  UBS, «η κατάρρευση της Credit Suisse θα παρέσυρε στην άβυσσο και άλλες τράπεζες. Γι’ αυτό και δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για πειραματισμούς».

Σύμφωνα με την ίδια, τα κεφαλαιακά μαξιλάρια και το αυστηρότερο ρυθμιστικό πλαίσιο για το ρίσκο αποδείχθηκαν χρήσιμα σε περιόδους έντονων πιέσεων, αλλά μπροστά σε μια πραγματική κρίση, τα σχέδια μιας ελεγχόμενης εκκαθάρισης τραπεζών που θεωρούνται πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν, είναι ανεπαρκή.

Διαβάστε επίσης: 

DZ Bank: Είναι η Ευρώπη αντιμέτωπη με μια νέα τραπεζική κρίση;

Capital Economics: Τα χειρότερα μάλλον πέρασαν για τις τράπεζες αλλά δεν είναι όλα ρόδινα

Berenberg Bank: Τα 10 πράγματα που χρειάζεται να ξέρετε για την τραπεζική κρίση

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News