ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Τι να κάνετε τα χρήματά σας στην εποχή του υψηλού πληθωρισμού

Τι να κάνετε τα χρήματά σας στην εποχή του υψηλού πληθωρισμού

Για δεκαετίες, ο πληθωρισμός για τους οικονομολόγους ήταν ό,τι και η ιλαρά για τους γιατρούς. Θεωρητικώς μάθαιναν γι’ αυτόν στα πανεπιστήμια, αλλά πρακτικώς είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Η παγκοσμιοποίηση, η εύκολη κίνηση κεφαλαίων από τον ανεπτυγμένο κόσμο και φθηνών αγαθών και εργαζομένων από τον αναπτυσσόμενο είχε μειώσει δραστικά τις πιθανότητες εκδήλωσης σοβαρών πληθωριστικών πιέσεων. Κι αν από καιρού εις καιρόν έκαναν την εμφάνισή τους, αρκούσαν διακριτικές παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών για να τις εξουδετερώσουν σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα.

Μέχρι τα τέλη του προηγούμενου χρόνου η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών μιλούσαν για προσωρινό πληθωρισμό. Μόλις στις 22 Νοεμβρίου του 2021 ο Πάουελ είπε πως ίσως πρέπει να μη χρησιμοποιεί πια αυτόν τον όρο, καθώς οι κίνδυνοι ενός «επίμονου» πληθωρισμού αυξήθηκαν. Κι αν οι επιφανέστεροι των οικονομολόγων και των διαμορφωτών της νομισματικής πολιτικής δυσκολεύονται να διαχειριστούν το φαινόμενο, το ίδιο ισχύει πολύ περισσότερο για τον απλό κόσμο.

Ακόμη και στη χώρα μας, με τη μακρά παράδοση υψηλού πληθωρισμού, οι μεγάλες μεταβολές των τιμών ήταν μέχρι πρόσφατα χαρακτηριστικό μιας άλλης εποχής, ενός άλλου νομίσματος. Απροετοίμαστοι όλοι, από τους οικονομολόγους έως τους απλούς ανθρώπους, απέναντι στο πληθωριστικό σοκ, προσπαθούμε να διαχειριστούμε υπό νέες συνθήκες τα οικονομικά μας. Τι κάνω με το δάνειο, με τις αποταμιεύσεις μου; Είναι καλή περίοδος να κάνω την κίνηση για την αγορά αυτοκινήτου ή κατοικίας; Κατά πόσον η αβεβαιότητα θα πρέπει να με κάνει να ματαιώσω τα σχέδιά μου και αν ναι, ποιες προτεραιότητες θα πρέπει να βάλω; Με συμφέρει να μεταφέρω τα χρήματά μου σε ένα επενδυτικό προϊόν τη στιγμή που οι αγορές πέφτουν;

«Καθώς τα επιτόκια αυξάνονται, είναι λογικό να επισπεύσουμε ορισμένα οικονομικά σχέδια και να αναβάλουμε άλλα», συστήνουν οι οικονομικοί σύμβουλοι και γι’ αυτό ίσως «είναι σκόπιμο κάποιος να επικεντρωθεί στην αποπληρωμή του χρέους του προτού γίνει αυτό ακόμα πιο ακριβό». «Φροντίστε να εξοφλήσετε το ακριβότερο προϊόν που σας βαραίνει για να απελευθερώσετε ρευστότητα και αξιοποιήστε τις καταθέσεις σας για μια μακροπρόθεσμη αποταμίευση για να βγείτε κερδισμένοι», είναι ο κανόνας βάσει του οποίου θα σταθμίσετε τα οικονομικά σας σε περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού.

Καταναλωτικά Δάνεια/ Κάρτες – Η έξυπνη χρήση της πιστωτικής

Ανοδος των επιτοκίων θα υπάρξει στα καταναλωτικά δάνεια, ενώ σε ό,τι αφορά τις πιστωτικές κάρτες το πιθανότερο είναι να μην επηρεαστούν, καθώς είναι ήδη υψηλά. Το μέσο επιτόκιο ενός καταναλωτικού δανείου διαμορφώνεται κοντά στο 12%, ενώ η πιστωτική κάρτα είναι ακόμη πιο ακριβή, καθώς οι αγορές επιβαρύνονται με επιτόκιο μεταξύ 16%-19%. Εάν μάλιστα κάνετε ανάληψη από την πιστωτική σας κάρτα, το επιτόκιο ξεπερνάει ακόμη και το 20% και γι’ αυτό η επιλογή τού να «τραβήξετε» χρήματα από την πιστωτική σας κάρτα για την κάλυψη καθημερινών αναγκών, απαγορεύεται διά ροπάλου. Οι Ελληνες είναι πλέον συντηρητικοί στη χρήση της πιστωτικής τους κάρτας, εξηγεί ο Γιάννης Γραμματικός, γενικός διευθυντής Προϊόντων Λιανικής Τραπεζικής της Τράπεζας Πειραιώς. 

«H πιστωτική κάρτα είναι στην πραγματικότητα ένα εργαλείο πληρωμών. Το όφελος είναι ασφάλεια και ευκολία στις καθημερινές συναλλαγές, σε φυσικά ή ηλεκτρονικά καταστήματα και διευκόλυνση στις συναλλαγές μεγαλύτερης αξίας, είτε μέσα από χρήση των άτοκων δόσεων είτε με χρήση του ορίου της κάρτας». Βασικό κριτήριο στην επιλογή της κατάλληλης πιστωτικής κάρτας, σύμφωνα με τον κ. Μαραβέα, «είναι και τα προγράμματα πιστότητας που προσφέρουν οι τράπεζες» και τα οποία δίνουν αξία στις αγορές σας.

Σε κάθε περίπτωση, για τη σωστή χρήση της κάρτας δεν πρέπει να μας διαφεύγουν ποτέ κάποιες βασικές αρχές.
Βασικός κανόνας είναι ότι πρέπει να πληρώνετε το σύνολο της μηνιαίας δόσης που αναλογεί κάθε μήνα και όχι την ελάχιστη καταβολή, που είναι συνήθως πολύ μικρό ποσό. Η πληρωμή της ελάχιστης καταβολής δεν είναι παρά ένας τρόπος να συσσωρεύετε χρέη, καταβάλλοντας υψηλούς τόκους και ήταν και βασική αιτία της υπερχρέωσης την προηγούμενη δεκαετία.

Επίσης η μηνιαία δόση που πληρώνετε θα πρέπει να μην υπολείπεται ούτε ένα ευρώ από αυτό που αναγράφει το μηνιαίο statement. Ετσι, ακόμη και εάν η δόση είναι 90,50 ευρώ, θα πρέπει να πληρώσετε το ακριβές ποσό, αφού εάν βάλετε 90 ευρώ, θα επιβαρυνθείτε με τόκους για το σύνολο του ποσού και όχι μόνο για τα 50 λεπτά που σας διέφυγε να πληρώσετε.

Αν πρέπει να καταφύγετε σε ένα καταναλωτικό δάνειο μπορείτε εναλλακτικά να προτιμήσετε την υπερανάληψη από τον λογαριασμό σας, που έχει ελαφρώς χαμηλότερο επιτόκιο και σίγουρα χαμηλότερα διαχειριστικά έξοδα, που διαμορφώνονται περίπου στα 20 ευρώ τον χρόνο. Προϋπόθεση για να αξιοποιήσετε την υπερανάληψη είναι να πρόκειται για λογαριασμό μισθοδοσίας και φυσικά να είστε συνεπείς στις υπόλοιπες οφειλές σας προς την τράπεζα, έτσι ώστε να σας ανοίξει αυτή τη γραμμή πίστωσης που είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στο εξωτερικό, καθώς δίνει τη δυνατότητα σε κάποιον να «τραβήξει» ποσά από έναν λογαριασμό που «φορτώνει» κάθε φορά που μπαίνει ο μισθός.

Στεγαστικά  – Πότε συμφέρει η μετατροπή σε σταθερό επιτόκιο

Η αγορά κατοικίας αποτελεί μια δύσκολη επιλογή που εφόσον στοχεύει στη στέγαση του νοικοκυριού δεν θα πρέπει ίσως να ματαιωθεί, με δεδομένο την άνοδο των τιμών των ενοικίων αλλά και την άνοδο των τιμών στο κατασκευαστικό κόστος, που ακόμα και αν ο πληθωρισμός αποκλιμακωθεί από το 2023, η ακρίβεια θα παραμείνει. Οπως εξηγεί ο γενικός διευθυντής Retail Banking της Eurobank Ιάκωβος Γιαννακλής, «οι πελάτες στεγαστικών δανείων πλέον έχουν ένα τελείως διαφορετικό προφίλ από ό,τι στην προ κρίσης εποχή και ζητούν ποσοστό χρηματοδότησης που δεν υπερβαίνει το 65% κατά μέσον όρο, χρηματοδοτώντας το υπόλοιπο της αγοράς με ίδια κεφάλαια». Αρα η λήψη ενός στεγαστικού δανείου δεν αποτελεί μια οριακή απόφαση, αλλά μια συνειδητή επιλογή που υπαγορεύεται από μια πραγματική ανάγκη.

Σε κάθε περίπτωση, η άνοδος των επιτοκίων θα επηρεάσει όλα τα δάνεια που είναι με κυμαινόμενο επιτόκιο και άμεση θα είναι η επίπτωση στα δάνεια που έχουν συναφθεί στο παρελθόν. Τα κυμαινόμενα επιτόκια των στεγαστικών δανείων συνδέονται με το euribor 3μήνου που βρίσκεται σήμερα στο 0,172% και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις θα κινηθεί σε θετικό έδαφος έως τα τέλη του χρόνου. Ετσι, για ένα δάνειο 100.000 ευρώ με διάρκεια αποπληρωμής τα 30 έτη και επιτόκιο 3,75%, η μηναία δόση είναι σήμερα 463 ευρώ, ενώ κάθε αύξηση κατά 0,25% συνεπάγεται αύξηση δόσης κατά 14 ευρώ. Αν το δάνειο έχει ήδη διανύσει μια 10ετή περίοδο, δηλαδή το πήρατε το 2012, η αύξηση περιορίζεται σε 10 ευρώ, καθώς έχει ήδη αποπληρωθεί το μεγαλύτερο μέρος των τόκων και αυτό που μένει είναι κυρίως κεφάλαιο που δεν επηρεάζεται από την αύξηση των επιτοκίων. Αν η αύξηση των επιτοκίων φτάσει τη 1 μονάδα, η επιβάρυνση στη μηνιαία δόση θα φτάσει τα 56 ή τα 40 ευρώ αντίστοιχα.

Για νέες αγορές το σταθερό επιτόκιο αποτελεί ασφαλή λύση για όσα νοικοκυριά θέλουν να έχουν αυστηρό έλεγχο των οικονομικών τους και είναι ευαίσθητα σε μεταβολές των μηνιαίων δαπανών τους, «εξασφαλίζοντας σταθερή δόση ακόμα και για 30 χρόνια», επισημαίνει ο κ. Παντελής Μαραβέας, βοηθός γενικός διευθυντής Retail Segments της Εθνικής Τράπεζας. Το μέσο σταθερό επιτόκιο για μια 10ετή περίοδο διαμορφώνεται σήμερα μετά και τις πρόσφατες αυξήσεις στις οποίες προχώρησαν οι τράπεζες κοντά στο 3,5%, αλλά με βάση τις προβλέψεις η άνοδος στα επιτόκια αυτής της κατηγορίας μπορεί να φτάσει έως και τη 1 μονάδα τους προσεχείς μήνες, και αυτό είναι ένας παράγοντας που θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους όσοι έχουν αποφασίσει να προχωρήσουν στην αγορά κατοικίας για τη στέγαση των αναγκών του νοικοκυριού τους. 

Για όσους έχουν μεγαλύτερη ευελιξία, το κυμαινόμενο επιτόκιο εξακολουθεί να είναι φθηνό και εφόσον ο πληθωρισμός τιθασευθεί στο επίπεδο του 3% από τον επόμενο χρόνο, όπως εκτιμούν οι αναλυτές, δεν θα πρέπει να περιμένουν και μεγάλες αυξήσεις από την ΕΚΤ.

Οι τράπεζες δίνουν τη δυνατότητα μετατροπής των παλιών κυμαινόμενων επιτοκίων σε σταθερά, χωρίς σημαντικό κόστος που διαμορφώνεται κοντά στα 200 ευρώ. Να σημειωθεί ότι με παλαιότερη απόφαση του Αρείου Πάγου η επιβολή πέναλτι για τη μετατροπή του επιτοκίου έχει καταργηθεί και έτσι η μόνη επιβάρυνση είναι τα έξοδα φακέλου. Για όσους όμως έχουν δάνειο από το παρελθόν η άσκηση για το κατά πόσον συμφέρει η μετατροπή του επιτοκίου από κυμαινόμενο σε σταθερό, θα πρέπει να λάβει υπόψη το πότε υπογράφηκε η σύμβαση και κατά πόσον είναι κοντά στη λήξη της τοκοχρεωλυτικής περιόδου, δηλαδή του χρόνου που η δόση του δανείου είναι κυρίως τόκοι και όχι κεφάλαιο.

Αποταμιεύσεις  – Οι εναλλακτικές που μπορούν να προσφέρουν υψηλές αποδόσεις

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μείωση στα επιτόκια καταθέσεων που συντελέστηκε τα πέντε τελευταία χρόνια, φέρνοντας το μέσο επιτόκιο μιας προθεσμιακής κατάθεσης περίπου στο 0,20%, έχει διαβρώσει τις οικονομίες των καταθετών, διαμορφώνοντας αρνητική πραγματική απόδοση, αν συνεκτιμηθεί και ο φόρος επί των καταθέσεων που διαμορφώνεται στο 0,15%. Οπως εξηγούν οι ειδικοί της αγοράς, ακόμη και ένας ετήσιος πληθωρισμός της τάξης του 2% κάθε χρόνο, σε βάθος 40 ετών, περίπου, μειώνει την αξία του κεφαλαίου περισσότερο από το μισό. 

Η μείωση της αγοραστικής δύναμης ήταν σχεδόν βελούδινη μέχρι πρόσφατα, όταν ο πληθωρισμός ήταν κοντά στο 1% ή ακόμα και χαμηλότερα, αλλά όσο ο πληθωρισμός καλπάζει, η διάβρωση του εισοδήματος μέσα από αυτόν τον μηχανισμό είναι ανησυχητική. 

«Σημαντικό είναι να μην ξεχνάμε ότι για τους αποταμιευτές δεν έχει μακροχρόνια αξία η ονομαστική τιμή των επιτοκίων αλλά η πραγματική. Με άλλα λόγια, αυτό που πρέπει να τους απασχολεί είναι η πραγματική απόδοση των χρημάτων τους, η οποία προκύπτει από τη διαφορά του επιτοκίου μείον τον πληθωρισμό», εξηγεί ο κ. Γιαννακλής από τη Eurobank.

Ετσι, ακόμη και αν τα επιτόκια καταθέσεων αυξηθούν κατά μισή ή 1 μονάδα, δεν μπορούν να αντιστρέψουν την αρνητική σχέση μεταξύ πραγματικής απόδοσης και πληθωρισμού.

Οι αποταμιευτές μπορούν πάντα να επιλέξουν να επενδύουν ένα μέρος των κεφαλαίων τους σταδιακά για να καταφέρουν να εξομαλύνουν τις διακυμάνσεις των αγορών και να «κερδίσουν» τελικά τη μάχη με τον πληθωρισμό. Προς αυτή την κατεύθυνση υπάρχει πληθώρα επενδυτικών προτάσεων που μπορούν να εξασφαλίσουν μια πιο αποτελεσματική διαχείριση, ανάλογα πάντα με τις ανάγκες του κάθε πελάτη και τον βαθμό ρίσκου που επιθυμεί να αναλάβει. 

Οι fund managers προτείνουν αμοιβαία κεφάλαια, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται διασπορά του χαρτοφυλακίου και του κινδύνου, ειδικά όταν πρόκειται για επενδυτές που δεν είναι επαγγελματίες όπως είναι ο μέσος καταθέτης. «Οι επαγγελματίες διαχειριστές έχουν τη γνώση, την εμπειρία και τα μέσα για τη βέλτιστη, δυνατή διαχείριση των χρημάτων με προκαθορισμένα κριτήρια», εξηγεί ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank Asset Management ΑΕΔΑΚ, Θεοφάνης Μυλωνάς, και η πορεία των αμοιβαίων κεφαλαίων σε βάθος χρόνου επιβεβαιώνει ότι αυτή η κατηγορία επενδύσεων μπορεί να εξασφαλίσει πραγματικές αποδόσεις που μπορούν να υπερκεράσουν τον πληθωρισμό, χωρίς να απαιτείται κάποιος να είναι εξοικειωμένος με όρους όπως bear markets ή bull markets.

Σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού ευνοούνται οι τίτλοι σταθερού εισοδήματος, όπως τα κρατικά ομόλογα, και η τοποθέτηση σε ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου θα μπορούσε να αποτελέσει μια επιλογή για όσους θέλουν να αυξήσουν την αξία των χρημάτων τους. «Το να βάζεις όμως όλα τα λεφτά σε ένα καλάθι είναι ένα λάθος που πρέπει κάποιος να αποφεύγει», εξηγεί ο κ. Μυλωνάς και γι’ αυτό η σύσταση ενός χαρτοφυλακίου που απαρτίζεται από περισσότερα του ενός αμοιβαία κεφάλαια είναι η ενδεδειγμένη λύση. Εναλλακτικά, η επιλογή μιας ευέλικτης, μεικτής στρατηγικής, μέσω ενός π.χ. μεικτού αμοιβαίου κεφαλαίου, θα μπορούσε να αποτελέσει μία ακόμη επιλογή για συντηρητικούς –και όχι μόνο– επενδυτές.

Η αύξηση των επιτοκίων επηρεάζει ποικιλοτρόπως ένα επενδυτικό χαρτοφυλάκιο, καθώς επιδρά καθοδικά στις αποτιμήσεις των ομολόγων σταθερού επιτοκίου, ενώ επαναπροσδιορίζει την ελκυστικότητα του μετοχικού σκέλους του. Σύμφωνα με τους ειδικούς της Alpha Bank, «σε περιβάλλον ανοδικών επιτοκίων είναι προτιμητέα η έκθεση σε ομόλογα βραχυπρόθεσμης διάρκειας, κυμαινόμενου επιτοκίου ή συνδεδεμένα με την εξέλιξη του πληθωρισμού. Αναφορικά με το μετοχικό σκέλος, σε περίοδο ανοδικών επιτοκίων ευνοούνται οι μετοχές αξίας (value stocks) έναντι αυτών με κυκλικά χαρακτηριστικά, καθώς και κλάδοι όπως ο χρηματοοικονομικός και ο βιομηχανικός».

 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News