Business & Finance Κυριακή 21/08/2022, 07:45
BUSINESS & FINANCE

Η εποπτεία έληξε, οι προκλήσεις παραμένουν: Οι 7 αδυναμίες της οικονομίας

Η εποπτεία έληξε, οι προκλήσεις παραμένουν: Οι 7 αδυναμίες της οικονομίας

H Ελλάδα βγήκε χθες από το ειδικό καθεστώς της «ενισχυμένης εποπτείας», όπου βρισκόταν – μόνη αυτή– τα 4 τελευταία χρόνια, μετά την έξοδό της από τα 8ετή μνημόνια και επέστρεψε στην κανονικότητα ενός ευρωπαϊκού κράτους ή… σχεδόν, καθώς τα ομόλογά της εξακολουθούν να είναι εκτός επενδυτικής βαθμίδας.

Είναι ασφαλώς μια επιτυχία, ιδίως αν θυμηθεί κανείς πόσες φορές έφτασε στο χείλος του γκρεμού, μιας άτακτης χρεοκοπίας και εξόδου από το ευρώ, όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής. Από χθες, 20 Αυγούστου, οι Ευρωπαίοι εταίροι της χώρας και δανειστές της, έχοντας ρυθμίσει το χρέος της ώστε να είναι βιώσιμο και έχοντας κρίνει ικανοποιητική την εφαρμογή μιας σειράς μεταρρυθμίσεων, που οι ίδιοι υπέδειξαν, χαλαρώνουν την παρακολούθηση της οικονομικής πολιτικής και επιστρέφουν «τα κλειδιά» στην ελληνική κυβέρνηση. Μια ελευθερία και μια πρόκληση ταυτόχρονα, υποστηρίζουν οι αναλυτές, καθώς σημειώνουν ότι 12 χρόνια μετά την επώδυνη ένταξη στα μνημόνια θεραπεύτηκαν κάποια, αλλά όχι όλα τα προβλήματα που οδήγησαν σε αυτά. H Eλλάδα, από πολλές απόψεις, παραμένει ο αδύναμος κρίκος στην Ευρωζώνη. Επομένως, με ή χωρίς ενισχυμένη εποπτεία, πολλά πρέπει ακόμη να αλλάξουν και όσα άλλαξαν προς το καλύτερο πρέπει να διαφυλαχθούν.

«Η έξοδος δεν πρέπει να προκαλέσει εφησυχασμό και δημοσιονομική χαλάρωση», σχολιάζει ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης, επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, αναδεικνύοντας αυτό που είναι ο κρυφός φόβος πολλών, πίσω από την αναμφισβήτητη ικανοποίηση για το τέλος της εποπτείας: τον κίνδυνο, δηλαδή, να επιστρέψουμε σε πολιτικές του παρελθόντος, με αλόγιστες παροχές, που θα εκτροχιάσουν δημοσιονομικά τη χώρα. Ο εκλογικός ορίζοντας, που είναι πλέον βραχύς, επιτείνει αυτές τις ανησυχίες.

Το ερώτημα αν το πολιτικό προσωπικό της χώρας είναι ώριμο και έχει πάρει το μάθημά του από τα μνημόνια ή παραμένει στις λογικές του παρελθόντος προβληματίζει. Ποιο είναι το μάθημα; Ο επικεφαλής του οικονομικού γραφείου του πρωθυπουργού, Αλέξης Πατέλης, το λέει ξεκάθαρα μιλώντας στην «Κ»: «Με το τέλος της 12ετούς πορείας εποπτείας κλείνει ένα οδυνηρό κεφάλαιο για τη χώρα μας. Το μάθημα είναι απλό: όταν ξοδεύει κανείς χωρίς να έχει, αργά ή γρήγορα έρχεται ο λογαριασμός. Μπροστά μας είναι ο στόχος της επενδυτικής βαθμίδας το 2023, μια ακόμη σφραγίδα αξιοπιστίας. Οικονομική ανεξαρτησία σημαίνει και εθνική ανεξαρτησία».

Ο κ. Πατέλης τονίζει, πάντως, παράλληλα ότι το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας είναι και στιγμή εθνικής υπερηφάνειας, καθώς η χώρα τα κατάφερε, σε πείσμα των προβλέψεων πολλών «ειδικών». «Δεν πρέπει να ξεχάσουμε ποτέ τις δυσκολίες, τον πόνο, τις θυσίες, την επιμονή. Ποτέ ξανά εποπτεία», λέει.

Οι 7 μεγάλες διαρθρωτικές αδυναμίες

Τα 8 μνημονιακά χρόνια και τα 4 της ενισχυμένης εποπτείας πέτυχαν έναν βασικό στόχο, τη δημοσιονομική εξυγίανση, την επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα και την επιβολή ενός κάποιου εκσυγχρονισμού στις δαπάνες και τα έσοδα του Δημοσίου. Μια σειρά από μεταρρυθμίσεις δρομολογήθηκαν επίσης, όπως π.χ. στο ασφαλιστικό. Ωστόσο, τα μνημόνια δεν απάλλαξαν τη χώρα από πολλές από τις μεγάλες της διαρθρωτικές αδυναμίες. Δεν τη μετέτρεψαν σε μια χώρα με υγιείς βάσεις βιώσιμης ανάπτυξης.

Ο καθηγητής Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντής του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών, σχολιάζει σχετικά: «Η έξοδος από την ενισχυμένη εποπτεία σηματοδοτεί ευνοϊκότερες προοπτικές για την οικονομία μας κατά την επόμενη δεκαετία από την προηγούμενη. Δεν σημαίνει όμως πως έχουν διορθωθεί χρόνιες αδυναμίες και ελλείμματα. Η οικονομία μας έχει υψηλό δημόσιο χρέος, δεν έχει ακόμη κερδίσει την επενδυτική βαθμίδα και χρηματοδοτείται σχετικά ακριβά. Από μια οπτική, η σημασία της εξόδου είναι μάλλον πολιτική: όσοι θα κάνουν επιμέρους επιλογές πολιτικής, μπορεί να μη χρειάζονται τη συμφωνία των εταίρων, έχουν όμως την ευθύνη για τα κρίσιμα μεγέθη της οικονομίας. Εκτός τυπικής εποπτείας, αλλά εντός ευρωπαϊκού πλαισίου και σε επικίνδυνη παγκόσμια συγκυρία, είναι κρίσιμο να εφαρμόζονται πολιτικές που υποστηρίζουν συστηματικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Εκτός των άλλων, η αύξηση της κατανάλωσης χρειάζεται ακόμη πιο γρήγορη αύξηση επενδύσεων και εξαγωγών. Ενώ η ενίσχυση του κοινωνικού κράτους προϋποθέτει καλή διαχείριση του δημόσιου ταμείου».

Οι αναλυτές συμφωνούν ότι πολλά από τα χαρακτηριστικά της σημερινής ελληνικής οικονομίας θυμίζουν ανησυχητικά τα χρόνια προβλήματά της. Μεταξύ άλλων αναφέρουν τα εξής:

1. Παραμένει μια χώρα, στην οικονομία της οποίας κυριαρχούν σε μεγάλο βαθμό οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούμενοι, κάτι που μεταφράζεται σε μειωμένη παραγωγικότητα και σε χαμηλές αμοιβές. Το ποσοστό των αυτοαπασχολούμενων φτάνει το 27,9%, υπερδιπλάσιο του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, κάτι που της δίνει την πρώτη θέση. Μπορεί οι επενδύσεις να αυξήθηκαν σημαντικά τον προηγούμενο χρόνο και τους πρώτους μήνες φέτος, αλλά εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι συνεχίζεται και η αθρόα προσθήκη ατομικών επιχειρήσεων, καφετέριες, εστιατόρια κ.τ.λ. Ο τουρισμός παραμένει το μοναδικό μεγάλο όπλο της οικονομίας, κάτι που συνιστά, όμως, ταυτόχρονα κίνδυνο, όπως φάνηκε στην πανδημία. Επίσης, πληθαίνουν οι προβληματισμοί για τη μονοκαλλιέργεια αυτή και τις αρνητικές συνέπειές της στη ζωή των κατοίκων της χώρας.

2. Η φοροδιαφυγή παραμένει επίσης ακμαία, παρά την κάποια πρόοδο που σημειώθηκε τα τελευταία χρόνια. Το λεγόμενο «κενό ΦΠΑ», δηλαδή ο ΦΠΑ που δεν εισπράττεται, μειώθηκε πράγματι από 31,5% το 2017 σε 29% το 2018 και σε 25,8% το 2021. Ωστόσο, η χώρα παραμένει στη δεύτερη χειρότερη θέση μετά τη Ρουμανία (με 34,9%), ενώ ο μέσος όρος της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι στο 10,3%. Εν ολίγοις, το 2021 η χώρα έχασε έσοδα από ΦΠΑ 5,35 δισ. ευρώ, που θα μπορούσαν να είχαν κάνει τη διαφορά στην κάλυψη σημαντικών κοινωνικών αναγκών.

3. Τα δημοσιονομικά ξέφυγαν βεβαίως από την καταστροφική πορεία που είχαν πάρει το 2009, αλλά το δημόσιο χρέος παραμένει το πρώτο με διαφορά στην Ευρωπαϊκή Ενωση, φτάνοντας το 193,3% του ΑΕΠ, έναντι 88,1% του μέσου όρου της Ε.Ε. Μόνο χάρη στις ρυθμίσεις των δανειστών μας θεωρείται το χρέος αυτό βιώσιμο, αλλά οι ανησυχίες παραμένουν, όπως άλλωστε προκύπτει από το γεγονός ότι η χώρα δεν έχει ακόμη επενδυτική βαθμίδα και ότι το κόστος δανεισμού της είναι το υψηλότερο στην Ευρωζώνη – με την Ιταλία ενίοτε να παίρνει τα αρνητικά πρωτεία. Η απόδοση του 10ετούς ομολόγου κινείται στην περιοχή του 3,5%, ενώ το αντίστοιχο γερμανικό βρίσκεται στο 1%. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση εκμεταλλεύθηκε την άρση των περιορισμών του Συμφώνου Σταθερότητας, λόγω κορωνοϊού, για να πραγματοποιήσει μια από τις μεγαλύτερες δαπάνες στην Ε.Ε. για μέτρα στήριξης, με αποτέλεσμα να εκτοξεύσει το πρωτογενές έλλειμμα το 2021 στο 5% του ΑΕΠ (έναντι 3,3% μέσου όρου στην Ε.Ε.), δεν ενθουσίασε πολλούς από τους εταίρους μας, δεδομένου του παρελθόντος της χώρας. Γι’ αυτό και η επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα το 2023, που υπόσχεται τώρα η κυβέρνηση, θα είναι κρίσιμη, ιδίως για τις αγορές.

4. Στην αγορά εργασίας η βελτίωση είναι τεράστια, καθώς η ανεργία μειώθηκε από το 28% το 2013 στο 12,3% τον Ιούνιο, αλλά και πάλι το ποσοστό είναι το δεύτερο υψηλότερο μετά την Ισπανία στην Ε.Ε., όπου ο μέσος όρος είναι 6%. Επίσης, η Ελλάδα παραμένει η χώρα με το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης στην Ε.Ε. Μόνο το 62,7% του πληθυσμού 20-64 ετών συμμετέχει στην αγορά εργασίας, έναντι 73,1% κατά μέσο όρο στην Ε.Ε.

5. Οι ελληνικές τράπεζες κατάφεραν να μειώσουν δραστικά το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων από 48,5% τον Δεκέμβριο του 2016 σε 12,1% το πρώτο τρίμηνο φέτος, αλλά και πάλι το ποσοστό είναι το υψηλότερο στην Ευρωζώνη, όπου ο μέσος όρος είναι 2%. Το κυριότερο, όπως έχει πει κατ’ επανάληψη ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, είναι ότι τα κόκκινα αυτά δάνεια δεν εξαφανίστηκαν, απλώς μεταφέρθηκαν στις εταιρείες διαχείρισης και το ζητούμενο τώρα είναι να λειτουργήσουν οι τελευταίες αποτελεσματικά, αξιοποιώντας τη νομοθεσία για τη ρύθμιση οφειλών.

6. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επανεμφανίσθηκε δυναμικά με την ανάκαμψη της οικονομίας και με ποσοστό 8,3% του ΑΕΠ το 2021 είναι το υψηλότερο στην Ε.Ε., όπου το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 3%. Οι αναλυτές θυμούνται ότι τα δίδυμα ελλείμματα, δημοσιονομικό και εξωτερικό, θεωρήθηκαν υπεύθυνα για τη χρεοκοπία της χώρας και η επανεμφάνισή τους αποτελεί ασφαλώς πηγή ανησυχίας. Παρότι η χώρα βελτιώνει τις επιδόσεις της στον τομέα των εξαγωγών, οι εισαγωγές παραμένουν πολύ υψηλότερες σε όγκο και εύκολα εκτοξεύονται, μαζί με το έλλειμμα. Είναι το τίμημα που πληρώνει η χώρα κάθε φορά που αναπτύσσεται, καθώς η κατανάλωση, αλλά και οι επενδύσεις περνούν από τις εισαγωγές. Πόσο μάλλον τώρα, με την αλματώδη αύξηση των τιμών των καυσίμων.

7. Ο πληθωρισμός έχει γίνει ξανά εφιαλτικός και παρότι δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, η εκτόξευσή του πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (προβλέπεται στο 8,9% φέτος έναντι 8,3% στην Ε.Ε.) δημιουργεί επιπλέον προβλήματα, σε μια χώρα που βίωσε απώλεια του 25% του ΑΕΠ της στα μνημονιακά χρόνια, με αντίστοιχες μειώσεις μισθών και συντάξεων.

Διαβάστε επίσης: 

Κ. Μητσοτάκης για το τέλος της εποπτείας: Κλείνει ένας 12ετής κύκλος, όχι επιστροφή στα λάθη

Φον ντερ Λάιεν για τέλος της εποπτείας: Η Ελλάδα ατενίζει το μέλλον με αισιοδοξία

Χρ. Σταϊκούρας για έξοδο από την εποπτεία: Πιο κοντά η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας

 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News