Business & Finance Σάββατο 14/08/2021, 20:00
ΕΡΕΥΝΑ MCKINSEY

Πώς θα ανακάμψουν οι αεροπορικές εταιρείες – 5 τάσεις μέχρι το 2024

Τί θα πρέπει να αλλάξει ο κλάδος της αεροπορίας στα επόμενα χρόνια και η σωστή ρύθμιση των μετακινήσεων από χώρα σε χώρα

Πώς θα ανακάμψουν οι αεροπορικές εταιρείες – 5 τάσεις μέχρι το 2024

«Μη αναστρέψιμη» είναι η αλλαγή που προκάλεσε η πανδημία στην καταναλωτική συμπεριφορά και βέβαια έχει αφήσει εμφανές αποτύπωμα στον αεροπορικό κλάδο, σύμφωνα με εκτιμήσεις της McKinsey.

Ειδικότερα, τα έσοδα των αεροπορικών εταιρειών ανήλθαν συνολικά στα 328 δισ. δολάρια, υποχωρώντας κατά 60% σε σχέση με το 2019. Παρότι οι εκστρατείες του εμβολιασμού και η χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων έχουν δώσει ώθηση στον κλάδο από την αρχή του έτους, η McKinsey προβλέπει πως πλήρης ανάκαμψη θα σημειωθεί μόνον μετά το 2024.

Προκειμένου να επισπευθεί η ανάκαμψη, αλλά και για να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες που ανέκυψαν από την επέλαση της πανδημίας, ο σχετικός κλάδος οφείλει να είναι προετοιμασμένος για τις νέες τάσεις της εποχής.

Πώς θα ανακάμψουν οι αεροπορικές εταιρείες – 5 τάσεις μέχρι το 2024-1

1) Ανάκαμψη χάρη στα ταξίδια αναψυχής

Όπως και σε προηγούμενες κρίσεις, έτσι και στην τρέχουσα, προβλέπεται πως τα ταξίδια αναψυχής θα είναι αυτά που θα δώσουν την πρώτη ώθηση στον κλάδο. Ιδίως διότι από την επέλαση της πανδημίας υιοθετήθηκε ευρέως ο θεσμός της τηλεργασίας και συνεπώς τα επαγγελματικά ταξίδια θα παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα ακόμη και για τα επόμενα τρία χρόνια. Συγκρεκριμένα, εκτιμήσεις τις McKinsey καταδεικνύουν ότι τα επαγγελματικά ταξίδια θα ανακάμψουν μόνον στο 80% μέχρι το 2024. Το εν λόγω στοιχείο προκαλεί κραδασμούς στην αεροπορική βιομηχανία, διότι τα επαγγελματικά ταξίδια συνεισέφεραν σε τεράστιο βαθμό στις αεροπορικές εταιρείες. Ενδεικτικά, όσον αφορά τις πολύωρες πτήσεις, τα κέρδη των αεροπορικών προέκυπταν ως επί το πλείστον από μία μικρή ομάδα επιβατών σε θέσεις business.

Κατά συνέπεια, οι αεροπορικές οφείλουν να επαναπροσδιορίσουν τις λειτουργίες τους, ιδίως τις μεγάλες πτήσεις. Για παράδειγμα, εφόσον όσοι ταξιδεύουν για αναψυχή προτείνουν το κόστος έναντι του χρόνου, τότε οι αεροπορικές θα μπορούσαν να εφαρμόσουν ένα διαφορετικό μοντέλο τιμών στις απευθείας πτήσεις και στις πτήσεις με ανταπόκριση. Δεύτερον, εφόσον οι κοντινοί προορισμοί είναι πλέον πιο ελκυστικοί, οι αεροπορικές ίσως μπορούν να μειώσουν τη χρήση των μεγάλων και κοστοβόρων αεροσκαφών. Τρίτον, θα μπορούσαν να επωφεληθούν από μία αναδιάταξη του εσωτερικού των αεροσκαφών, ώστε να ανταποκρίνονται στην αυξημένη ζήτηση των ταξιδιωτών αναψυχής. Ενδεχομένως να μπορούν να δημιουργήσουν διαβαθμίσεις μεταξύ επιβατών, με κατάλληλες θέσεις για οικογένειες ή μεγάλα γκρουπ.

2) Υψηλά επίπεδα χρέους

Το 2020, η αεροπορική βιομηχανία δανείστηκε 180 δισ. δολάρια, περισσότερο από τα μισά της έσοδα κατά την ίδια χρονιά. Για την αποπληρωμή των χρεών, τα οποία θα συνεχίσουν να αυξάνονται, ενδέχεται να υπάρξει αύξηση των τιμών στα εισιτήρια κατά περίπου 3%, σύμφωνα με υπολογισμούς της McKinsey. Το φαινόμενο αυτό ίσως λάβει μεγάλες διαστάσεις βραχυπρόθεσμα, λόγω της αυξημένης ζήτησης για ταξίδια αναψυχής μετά τη χαλάρωση των περιορισμών κατά της COVID-19. Ήδη σημειώνεται ενισχυμένη παρέμβαση των κρατών στη διάσωση των εθνικών αερομεταφορέων, για παράδειγμα η TAP Air Portugal, η Lufthansa, η Air Baltic δέχθηκαν πακέτα διάσωσης με αντάλλαγμα μεγαλύτερα μερίδια των κυβερνήσεων στις εταιρείες.

Καθόσον λοιπόν θα οφείλουν να συνεργάζονται πιο στενά με τις δημόσιες αρχές, οι αεροπορικές μπορούν να εκμεταλλευτούν αυτή την ευκαιρία. Έχοντας ένα μόνον μέτοχο πλειοψηφίας, θα μπορούσαν να επιλύσουν μία μεγάλη γκάμα προβλημάτων. Για παράδειγμα, αναφορικά με τις εκπομπές αέριων ρύπων ή το διαμοιρασμό των εσόδων μεταξύ των εταιρειών και των αεροδρομίων.

3) Διαφορά απόδοσης μεταξύ αεροπορικών

Δεδομένου ότι η ανταπόκριση στην υγειονομική κρίση ήταν διαφορετική από κάθε αεροπορική, όσες εταιρείς δεν αναδιαμόρφωσαν προληπτικά τις λειτουργίες τους ενδέχεται να πληγούν περισσότερο σε βάθος χρόνου. Προκειμένου να ανακάμψουν, ίσως χρειαστούν επενδύσεις. Κατά την McKinsey, ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι επενδύσεις στην αυτοματοποίηση και την ψφιοποίσης, οι οποίες ήταν χαμηλές, σχεδόν στο 5% επί των εσόδων τους, πριν την επέλαση της πανδημίας. Ένα απλό παράδειγμα είναι η βελτίωση των υπηρεσιών check in και επιβίβασης.

4) Τεράστια διαθεσιμότητα αεροσκαφών

Αναμένοντας αύξηση της ζήτησης, οι κατασκευαστές αεροσκαφών ενίσχυσαν την παραγωγή πριν την επέλαση της πανδημίας. Ωστόσο, με τα νέα δεδομένα, ορισμένες αεροπορικές έφτασαν ακόμη και στο σημείο να επιστρέφουν καινούργια αεροσκάφη στους κατασκευαστές. Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν σε δραματική πτώση των τιμών των αεροσκαφών, ενώ τα νέα αεροπλάνα αναμένεται πως θα πωλούνται σε πενιχρές τιμές. Σύμφωνα με την McKinsey, οι αεροπορικές θα μπορούσαν να αγοράσουν προληπτικά ορισμένα αεροσκάφη, τα οποία υπό φυσιολογικές συνθήκες είναι εξαιρετικά κοστοβόρα, διαμορφώνοντας περίπου 10% -15% των συνολικών εξόδων τους.

5) Υψηλότατη η ζήτηση για μεταφορά εμπορευμάτων

Οι υπηρεσίες cargo έχουν εκτιναχθεί από την επέλαση της πανδημίας. Ενδεικτικά, από 12%, η συνεισφορά των υπηρεσιών cargo στα έσοδα των αεροπορικών τριπλασιάστηκε το 2020. Η μεταβολή οφείλεται ιδίως στις ηλεκτρονικές πωλήσεις και ταυτόχρονα στην δραματική μείωση των επιβατικών πτήσεων, όπου συνήθως μεταφέρονταν πολλά προϊόντα. Συνεπώς, κατά τη McKinsey, οι αεροπορικές εταιρείες θα μπορούσαν να επενδύσουν στις υπηρεσίες cargo, καθώς οι μεταφορές μέσω επιβατικών αεροσκαφών δεν αναμένεται να ανακάμψουν σύντομα. Επισημαίνει όμως, ότι οι υπηρεσίες πρέπει να είναι ευέλικτες και έτοιμες για ταχείες μεταρρυθμίσεις και αλλαγές.

Ρύθμιση των μετακινήσεων

Στον απόηχο των περιοριστικών μέτρων, οι ταξιδιώτες έχουν να αντιμετωπίσουν μία σειρά από περίπλοκους και ασυνάρτητους κανόνες. Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ έχουν κλειστά τα σύνορα για τη Βρετανία και την Ε.Ε., οι οποίες έχουν τα υψηλότερα ποσοστά εμβολιασμένων παγκοσμίως, αλλά επιτρέπει την είσοδο των τουριστών από τη νοτιοανατολική Ασία, όπου η μετάλλαξη Δέλτα καλπάζει. Εν τω μεταξύ, όσες χώρες κατάφεραν να καταστείλουν τη μετάδοση του ιού ήταν είτε νησιά, είτε δικτατορίες και το πραγματοποίησαν σε βάρος των δικών τους ανθρώπων, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις δεν μπορούσαν να επιστρέψουν στις γενέτειρές τους. Πολλές όμως χώρες έχουν αρχίσει να χαλαρώνουν τους περιορισμούς για εμβολιασμένους ταξιδιώτες. Σύμφωνα με σχετικό ρεπορτάζ του Economist πρόκειται για ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά ακόμη και εκεί υπάρχουν ορισμένες εξαιρέσεις. Για παράδειγμα, η Βρετανία δέχεται μόνον όσους έχουν εμβολιαστεί πλήρως μέσω του εθνικού της συστήματος υγείας.

Σύμφωνα με τον Economist, για την καλύτερη ρύθμιση των μετακινήσεων απαιτούνται ανοιχτά σύνορα και η επιβολή περιορισμών μόνον στο βαθμό και στο χρόνο που είναι απαραίτητοι. Επισημαίνει ότι οι περιορισμοί αποσκοπούν στην επιβράδυνση της διάδοσης μεταλλάξεων. Επομένως, εφόσον η μετάλλαξη Δέλτα έχει εξαπλωθεί σχεδόν σε κάθε γωνιά της γης, τότε οι περιορισμοί είναι ανούσιοι. Δεύτερον, οι χώρες θα έπρεπε να δέχονται όλα τα εγκεκριμένα από τον ΠΟΥ εμβόλια. Λαμβάνοντας υπόψιν ότι ελάχιστοι έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν ποιο εμβόλιο θα κάνουν, τότε πρόκειται για αδικία, ενώ παράλληλα υποτιμά την παγκόσμια εκστρατεία εμβολιασμού, καθώς αφήνει να εννοηθεί ότι ορισμένα εμβόλια είναι λιγότερο αποδοτικά. Τέλος, οι περιορισμοί στα ταξίδια θα έπρεπε να είναι καθολικοί, διαφανείς και παγκόσμιοι. Στο σχετικό άρθρο του Economist αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «εάν οι δυτικές χώρες δείχνουν προτίμηση η μία στην άλλη, κρατώντας ξεχωριστά τον υπόλοιπο κόσμο, τότε ο υπόλοιπος κόσμος θα το παρατηρήσει και θα το θυμάται».

moneyreview.gr με πληροφορίες από McKinsey & Company και Economist

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News