BUSINESS & FINANCE

Λίγες τράπεζες, πολλή ρευστότητα – Γιατί είναι καθηλωµένα τα επιτόκια καταθέσεων

Λίγες τράπεζες, πολλή ρευστότητα – Γιατί είναι καθηλωµένα τα επιτόκια καταθέσεων

Η μεγάλη συγκέντρωση στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα και η υψηλή διαθεσιμότητα καταθέσεων που διαθέτουν τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές τράπεζες έχουν περιορίσει τη μετάδοση των μεταβολών των επιτοκίων της ΕΚΤ στα επιτόκια καταθέσεων των νοικοκυριών κατά τον τρέχοντα ανοδικό κύκλο, με συνέπεια τα επιτόκια των καταθέσεων να μην ακολουθούν τις αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ.

Συγκεκριμένα, το επιτόκιο των καταθέσεων προθεσμίας έως ένα έτος προς τα νοικοκυριά έχει αυξηθεί κατά 164 μονάδες βάσης, ενώ η μεταβολή του επιτοκίου καταθέσεων ταμιευτηρίου είναι μηδενική. Κάνοντας τη σύγκριση με τον προηγούμενο ανοδικό κύκλο των επιτοκίων μεταξύ Δεκεμβρίου 2005 και Ιουλίου 2008, η ΤΤΕ διαπιστώνει ότι οι αυξήσεις στον τρέχοντα ανοδικό κύκλο «είναι περιορισμένες συγκριτικά με την αντίστοιχη μεταβολή του επιτοκίου πολιτικής κατά το ίδιο διάστημα, ανεβάζοντας τη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου της ΕΚΤ και του μέσου επιτοκίου καταθέσεων των νοικοκυριών σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, δηλαδή στις 413 μονάδες βάσης».

Στην έκθεσή της για τη νομισματική πολιτική, η ΤΤΕ σημειώνει ότι ενώ η υψηλή συγκέντρωση στο τραπεζικό σύστημα αποτελεί ένα διαρθρωτικό παράγοντα, οι περιορισμένες αυξήσεις στα επιτόκια καταθέσεων αποδίδονται σε μεγάλο βαθμό στην υψηλή διαθεσιμότητα καταθέσεων που έχουν τα τελευταία χρόνια οι τράπεζες σε σχέση με τον δανεισμό προς την οικονομία, που τους έχει δώσει μέχρι στιγμής την ευχέρεια στον τρέχοντα ανοδικό κύκλο να διατηρήσουν τα επιτόκια καταθέσεων ταμιευτηρίου αμετάβλητα σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η σημασία των καταθέσεων στις συνολικές υποχρεώσεις των τραπεζών από εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης, όπως η Κεντρική Τράπεζα, η διατραπεζική αγορά και τα εκδοθέντα τραπεζικά ομόλογα έχει αυξηθεί αισθητά την τελευταία οκταετία.

Το μερίδιο συμμετοχής των καταθέσεων αυξήθηκε από 51% στα μέσα του 2015 σε 81% στις αρχές του 2020 (πριν από την πανδημία) και σε 84% τον Σεπτέμβριο του 2023, που είναι το υψηλότερο ποσοστό με βάση τα ιστορικά στοιχεία από την ένταξη της χώρας στη Ζώνη του Ευρώ.

«Οταν όμως η διαθεσιμότητα καταθέσεων στις τράπεζες είναι μεγάλη και η σχέση τους σε ό,τι αφορά τον δανεισμό της οικονομίας είναι μικρή, οι τράπεζες δεν έχουν σημαντικό κίνητρο να αυξήσουν τα επιτόκια ώστε να προσελκύσουν νέες καταθέσεις. Το ίδιο συμβαίνει αν η ρευστότητα που προσφέρεται προς τις εμπορικές τράπεζες από την κεντρική τράπεζα είναι άφθονη. Κατά συνέπεια, η μετάδοση των μεταβολών των επιτοκίων πολιτικής εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ανάγκες που έχουν οι τράπεζες για την άντληση πόρων μέσω καταθέσεων ή άλλων πηγών», σημειώνει η έκθεση.

Η διαδικασία συρρίκνωσης του ισολογισμού της ΕΚΤ, που είναι σε εξέλιξη, είναι πιθανόν να ενισχύσει τη σημασία των καταθέσεων ως πηγή ρευστότητας για τις τράπεζες τους επόμενους μήνες, επιταχύνοντας τη μετάδοση των αυξήσεων των επιτοκίων πολιτικής στα επιτόκια καταθέσεων, συμπεραίνει η ΤΤΕ. Την ίδια στιγμή οι τράπεζες είναι πιθανόν να αντιμετωπίσουν αυξανόμενο ανταγωνισμό από εναλλακτικά προϊόντα που απευθύνονται σε αποταμιευτές και έχουν υψηλότερες αποδόσεις, όπως τα έντοκα γραμμάτια του ελληνικού Δημοσίου, μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων ή καταθέσεις στο εξωτερικό, οι αποδόσεις των οποίων μπορεί να προσαρμόζονται αμεσότερα σε μεταβολές του επιτοκίου πολιτικής.

Διαβάστε επίσης: 

Τράπεζες: Τι βρήκε η Επ. Ανταγωνισμού στις χρεώσεις – Πώς φτάσαμε στο πρόστιμο

ΤτΕ: Ανάπτυξη 2,5% το 2024 και το 2025 – Οι προκλήσεις και οι προτάσεις

Τράπεζες: Μεγάλωσε το χάσμα μεταξύ επιτοκίων δανείων και καταθέσεων

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News