ΑΠΟΨΕΙΣ

Η δύσκολη εξίσωση του 2023

Η δύσκολη εξίσωση του 2023

Σε μια δύσκολη εξίσωση καλούνται να απαντήσουν οι φορείς της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής διεθνώς το 2023. Οι νομισματικές αρχές εντείνουν τα μέτρα περιοριστικής νομισματικής πολιτικής προχωρώντας σε περαιτέρω άνοδο των επιτοκίων με ταυτόχρονη νομισματική σύσφιγξη. Επιδίωξη αποτελεί προφανώς η επαναφορά των τιμών στη σταθερότητα πέριξ του 2%, με τις λιγότερες δυνατές αρνητικές επιδράσεις στον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης και στην απασχόληση. Ζητούμενο αποτελεί, στο πλαίσιο αυτό, η τελική τιμή ανόδου των επιτοκίων για κάθε κεντρική τράπεζα αλλά και η χρονική διάρκεια παραμονής στο επίπεδο αυτό, ώστε η αναμενόμενη ύφεση να είναι ρηχή και σύντομη, η προσγείωση των οικονομιών ομαλή. Η νομισματική σύσφιγξη κινείται ήδη προς την ίδια κατεύθυνση, συρρικνώνοντας τους ισολογισμούς των κεντρικών τραπεζών, περιορίζοντας τη ρευστότητα διεθνώς. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αποκλιμάκωση του επίμονου πληθωρισμού που εμπεδώνεται συνεχώς αποτελεί τον απόλυτο στόχο της νομισματικής πολιτικής σήμερα.

Οι δημοσιονομικές αρχές από την άλλη υπόσχονται να βοηθήσουν στην προσπάθεια αυτή, αφήνοντας τον κυρίαρχο ρόλο στις νομισματικές αρχές, ασκώντας μια μάλλον λελογισμένη, στις περισσότερες περιπτώσεις συσταλτική πολιτική, γεγονός που σημαίνει στην πράξη συνετή δημοσιονομική διαχείριση και βεβαίως περιορισμένη έκδοση νέου χρέους.

Εν τω μεταξύ έχουν σχηματιστεί μια σειρά διαρθρωτικών σταθερών στην παγκόσμια οικονομία, οι οποίες πιέζουν ανοδικώς τις τιμές. Η επείγουσα ανάγκη αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, η αναδιάρθρωση των εφοδιαστικών αλυσίδων με βάση τη «γεωπολιτικά φιλική εγγύτητα» κι όχι την αποδοτικότητα, η δημογραφική επιδείνωση και η ανεπάρκεια του εργατικού δυναμικού είναι οι τρεις βασικοί και φανεροί λόγοι που οπωσδήποτε δυσκολεύουν την εύρεση από τις Αρχές της καλύτερης δυνατής ισορροπίας ανάμεσα στην καταπολέμηση του πληθωρισμού και την απώλεια προϊόντος και απασχόλησης. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο που δεν έχει ίσως επαρκώς τονιστεί. Η μεσαία τάξη της Ασίας του Ειρηνικού θα έχει διπλασιαστεί μέχρι το 2030 και οι αντίστοιχες δαπάνες της το ίδιο, προσεγγίζοντας τα 36 τρισ., πιέζοντας έτι περαιτέρω και σε μόνιμη βάση ανοδικώς τις τιμές των διεθνών αγαθών.

Γίνεται, δε, φανερό ότι θα υπάρξουν πιέσεις ώστε το «δημοσιονομικό καθεστώς» να συνεχίσει να είναι διευκολυντικό, ώστε να βοηθήσει δυτικές κυβερνήσεις όπου σημαντικό μέρος των ψηφοφόρων έρχεται αντιμέτωπο με μια σοβαρή επιδείνωση του επιπέδου ευημερίας. Το κανάλι μέσω του οποίου γίνεται αυτό σήμερα δεν είναι η παραδοσιακή λιτότητα, αλλά η «ακρίβεια».

Για το 2023 φαίνεται από τα πρώτα στοιχεία ότι οι δημοσιονομικές αρχές ιδίως στην Ευρωζώνη ετοιμάζονται να εκδώσουν υψηλότερο χρέος κατά $500 δισ. (ING) ή και $600 δισ. (PIMCO). Εάν λάβουμε υπόψη ότι η ΕΚΤ αναμένεται να περιορίσει τις αγορές της κατά τουλάχιστον 135 δισ. ευρώ, γίνεται κατανοητό ότι, πρώτον, οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων θα συνεχίσουν να κυμαίνονται σε υψηλά επίπεδα, με την προσφορά να αυξάνει και τη ζήτηση για τίτλους να περιορίζεται. Αυτό μπορεί να οδηγήσει οπωσδήποτε σε δυσκολίες δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς το κόστος αναχρηματοδότησης των εθνικών χρεών θα βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα επιδεινώνοντας τα δημοσιονομικά μεγέθη. Δυσμενέστερο όμως είναι ότι μια τέτοια απευκταία κατάσταση ενδέχεται να μας οδηγήσει σε έναν «δημοσιονομικό στασιμοπληθωρισμό». Εχω την εντύπωση ότι αυτός ο φόβος οδηγεί και τις νομισματικές αρχές σε μια τόσο ισχυρή, «γερακίσια» πολιτική και κυρίως φρασεολογία.

Και η Ελλάδα; Η άνευ προηγουμένου χρηματοδότηση από ευρωπαϊκά κονδύλια, οι ισχυρές καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων που δεν έχουν δαπανηθεί έως τώρα, αλλά και η ανοδική τροχιά σημαντικού μέρους της κτηματαγοράς που βοηθάει την εγχώρια δαπάνη μέσω της «επίδρασης πλούτου» εκτιμώ ότι μπορεί να κρατήσουν την ελληνική οικονομία σε θετικό έδαφος.

* Ο κ. Θεόδωρος Πελαγίδης είναι υποδιοικητής της ΤτΕ και καθηγητής οικονομικής ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.

** Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της Κυριακής.

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News