Απόψεις Παρασκευή 17/12/2021, 09:43
ΑΝΑΛΥΣΗ

Η χθεσινή απόφαση της ΕΚΤ και το σταυρόλεξο επιτοκίων, πληθωρισμού και ανάπτυξης

Η χθεσινή απόφαση της ΕΚΤ και το σταυρόλεξο επιτοκίων, πληθωρισμού και ανάπτυξης

Από την αρχή της πανδημίας μέχρι σήμερα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει διοχετεύσει ρευστότητα πολλών τρισεκατομμυρίων ευρώ στις τράπεζες της Ε.Ε. και στα κράτη-μέλη της, για να δώσει την ευκαιρία στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, που δοκιμάζονται σκληρά. 

Τους τελευταίους μήνες, όμως, είχαμε σημαντικές εξελίξεις στο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, που πλέον θέτουν σε αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα αυτής της πολιτικής. 

Η μεγαλύτερη ανατροπή ήταν η απροσδόκητη αύξηση του πληθωρισμού πάνω από τα «όρια συναγερμού» (2%) της Ε.Ε. Ειδικά τον Νοέμβριο, ο τιμάριθμος έτρεχε ακόμη και η Γερμανία με 6%. 

Η οικονομική πρακτική μας λέει ότι για να κατεβάσεις τον πληθωρισμό πρέπει να μειώσεις το διαθέσιμο εισόδημα και να κάνεις το κεφάλαιο ακριβότερο. Με άλλα λόγια, όχι μόνο να μειωθεί δραστικά (ή να σταματήσει) η παροχή έκτακτης ρευστότητας από την ΕΚΤ αλλά και να αυξηθούν τα επιτόκια. Είναι καιρός όμως για τέτοιες λύσεις όταν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις, πριν ακόμη συνέλθουν από την παραλλαγή Δέλτα, καλούνται να αντιμετωπίσουν την (άγνωστη ακόμη) παραλλαγή Όμικρον; Μάλον όχι. Αυτή άλλωστε ήταν και η θέση της ΕΚΤ, που πρακτικά αποφάσισε (στη χθεσινή της συνεδρίαση) να κρατήσει τα μηδενικά επιτόκια και να συνεχίσει την πολιτική παροχής γενναιόδωρης ρευστότητας (οι μειώσεις που αποφάσισε είναι πολύ μικρές, έως συμβολικές). 

Πως θα καταπολεμηθεί, όμως ο πληθωρισμός αν δεν μειωθεί το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών; Η κα Λαγκάρντ μας είπε ότι οι τιμές θα πέσουνν σιγά-σιγά  και το πρόβλημα θα λυθεί μέχρι το τέλος του μεθεπόμενου χρόνου. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΕΚΤ, το 2021 θα κλείσει με πληθωρισμό 2,6%, το 2022  με 3,2% και από το 2023 και μετά θα επανέλθουμε στο ανεκτό όριο του 2%. 

Ας δούμε, όμως, αν δικαιολογείται μια τέτοια εκτίμηση. Να ξεκινήσουμε από τη διαπίστωση ότι, οι αλλεπάλληλες καραντίνες μείωσαν σημαντικά την παγκόσμια παραγωγή κατά τη διάρκεια της πανδημίας (οι αρρυθμίες του παραγωγικού τομέα συνεχίζονται και σήμερα, λόγω της διαταραχής της εφοδιαστικής αλυσίδας). Έτσι, δημιούργησαν ένα έλλειμμα προσφοράς, ενώ η ζήτηση παρέμεινε ισχυρή, λόγω των μεγάλης κλίμακας κρατικών ενισχύσεων, σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Η πιο πάνω ανισορροπία ήταν που ώθησε τον πληθωρισμό στα σημερινά επίπεδα. Το πρόβλημα έγινε ακόμη μεγαλύτερο από τις εξής δύο παράλληλες εξελίξεις: (α) Στην αγωνιώδη προσπάθεια τους να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος, οι παραγωγικές μονάδες αύξησαν απότομα τη ζήτηση πρώτων υλών, προκαλώντας μεγάλες ανατιμήσεις. (β) Η σταδιακή εφαρμογή της παγκόσμιας συμφωνίας για το κλίμα, έχει αυξήσει σημαντικά τη ζήτηση για καθαρή ενέργεια και έχει εκτοξεύσει στα ύψη τις τιμές φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού.  

Τα πιο πάνω προβλήματα, που ευθύνονται για την άνοδο του πληθωρισμού, θα αμβλυνθούν αναπόφευκτα, πολύ απλά γιατί η παγκόσμια ζήτηση θα κορεσθεί σιγά-σιγά και θα συναντήσει την προσφορά σε ένα νέο επίπεδο ισορροπίας. Βέβαια, για να γίνει αυτό, θα πρέπει η οικονομία να έχει μέχρι τότε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και να ανακτήσει την πολυπόθητη κανονικότητα. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να γίνει αν της αφαιρεθούν πόροι και αυξηθεί το κόστος κεφαλαίου. Να γιατί η χθεσινή απόφαση της ΕΚΤ, για τη συνέχιση της ποσοτικής χαλάρωσης και τη διατήρηση μηδενικών επιτοκίων, ήταν σωστή.

Ποιά, όμως, είναι η προοπτική της Χώρας μας μέσα σε αυτό το πλαίσιο; Η Ελλάδα έχει ανάγκη τη φθηνή ρευστότητα της ΕΚΤ, για δύο βασικούς λόγους: (α) Γιατί η οικονομία της έχει ήδη μπεί σε φάση ουσιαστικής ανάπτυξης και η φθηνή ρευστότητα της ΕΚΤ (μαζί με τις ειροές από ΕΣΠΑ και Ταμείο Ανάκαμψης) συμβάλλει σημαντικά στη διατήρηση της μεσοπρόθεσμης αναπτυξιακής προοπτικής της. Επίσης, γιατί οι τράπεζες μας (που μάχονται ακόμη με τα κόκκινα δάνεια) ενισχύουν τη ρευστότητα και την κερδοφορία τους. (β) Γιατί, όσο κρατά το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και τα ομόλογα μας αγοράζονται από την ΕΚΤ, τα επιτόκια παραμένουν χαμηλά και η εξυπηρέτηση του τεράστιου χρέους μας (390 δισ.) είναι λιγότερο οδυνηρή για τους φορολογούμενους. Αρκεί να σκεφθούμε ότι η αύξηση κατά μία εκατοστιαία μονάδα των επιτοκίων δανεισμού, αυξάνει τους τόκους που πρέπει να πληρώνουμε ετησίως, κατά 3,9 δισ.

Γι αυτό άλλωστε η ΕΚΤ απεφάσισε να μας εντάξει στην ποσοτική χαλάρωση κατ’ εξαίρεση, σαν να είχαμε επανέλθει στη επενδυτική βαθμίδα. Μας ευνοεί λοιπόν η χθεσινή απόφαση και μας επιτρέπει να συνεχίσουμε την πορεία μας χωρίς δυσάρεστες εκπλήξεις. Αρκεί βέβαια να μην έχουμε ανατροπές από την παραλλαγή Όμικρον και επανέλθουμε στις κρατικές ενισχύσεις ευρείας κλίμακας, που απορρόφησαν μέχρι σήμερα κάπου 40 δισ., αυξάνοντας ισόποσα το δανεισμό μας. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα ζήσουμε δυσάρεστες ανατροπές, γιατί η οικονομία μας δεν μπορεί να σηκώσει και δεύτερο γύρο ενισχύσεων. 

* Ο Μιχάλης Γκλεζάκος είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής 

Διαβάστε επίσης: 

Κ. Λαγκάρντ: Αργά και σταθερά το tapering στην Ευρωζώνη – Το σκεπτικό πίσω από την αναφορά στην Ελλάδα

Αγορές: Τα ελληνικά ομόλογα στους μεγάλους κερδισμένους των κεντρικών τραπεζών

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News