ΑΠΟΨΕΙΣ

Χαμένοι και κερδισμένοι στην πράσινη μετάβαση

Χαμένοι και κερδισμένοι στην πράσινη μετάβαση

Η μετάβαση στην πράσινη οικονομία θα μετριάσει τον κίνδυνο της κλιματικής αλλαγής. Έχει όμως κόστος. Ο βασικός πυλώνας της είναι η τιμολόγηση των εκπομπών άνθρακα που θα κάνει τα αγαθά και τις υπηρεσίες με υψηλό αποτύπωμα άνθρακα (βενζίνη, καύσιμα θέρμανσης) πιο ακριβά. Θα δημιουργηθούν ετσι κίνητρα για λιγότερο ρυπογόνο κατανάλωση και την χρήση καθαρής ενέργειας, προωθώντας ταυτόχρονα τις σημαντικές πράσινες επενδύσεις που απαιτούνται.

Η τιμολόγηση του άνθρακα έχει ωστόσο ανομοιόμορφη επίπτωση στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Τα φτωχότερα νοικοκυριά συνήθως ξοδεύουν μεγαλύτερο μερος του εισοδήματός τους στην ενέργεια, καθώς η θέρμανση και το μαγείρεμα είναι εκ των ουκ άνευ. Η κατανάλωσή τους γίνεται συνεπώς σχετικά πιο δαπανηρή, γεγονός που τα επιβαρύνει συγκριτικά περισσότερο. Οι επιχειρήσεις εντάσεως ενέργειας επιβαρύνονται επίσης αλλά εχουν την δυνατότητα μετακύλισης του κόστους στους καταναλωτές. Θα αντιμετωπίσουν όμως απαξίωση του κεφαλαίου και των φυσικών πόρων στους οποίους έχουν επενδύσει.

Η επίπτωση στα νοικοκυριά περιπλέκεται αν ληφθούν υπ όψιν οχι μόνο οι αυξήσεις της καταναλωτικής τους δαπάνης αλλά και οι συνέπειες στις αμοιβές της εργασίας και του κεφαλαίου απ όπου πηγάζει το εισόδημα τους. Η τιμολόγηση του άνθρακα μειώνει την ζήτηση, και άρα την παραγωγή, οχι μόνο στους κλάδους έντασης ενέργειας αλλά και γενικότερα στην οικονομία. Το ΔΝΤ εκτιμά την επίπτωση σε 3% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2030 και περίπου 5% το 2050 (αν και μαζικές πράσινες επενδύσεις μπορούν να δράσουν αντισταθμιστικά). Επέρχεται ετσι μείωση του εισοδήματος του κεφαλαίου και της εργασίας. Η μείωση της αμοιβής του κεφαλαίου είναι όμως ευρύτερη σε σχέση με τους μισθούς, λόγω της υψηλότερης από το μέσο όρο έντασης κεφαλαίου στους κλάδους υψηλού αποτυπώματος άνθρακα των οποίων η δραστηριότητα θα περισταλεί περισσότερο.

Το εισόδημα των μεσαίων και ανώτερων εισοδηματικών στρωμάτων επιβαρύνεται έτσι περισσότερο σε σχέση με τα φτωχότερα νοικοκυριά. Στις ΗΠΑ εκτιμάται οτι η επίδραση αυτή υπεραντισταθμίζει την επιβάρυνση της καταναλωτικής δαπάνης που αφορά κυρίως τα φτωχότερα νοικοκυριά. Η συνολική επίπτωση κατά εισοδηματικά κλιμάκια υπολογίζεται συνεπώς οτι είναι ουδέτερη και ενδέχεται να είναι μακροχρόνια ελαφρά προοδευτική.

Τι προκύπτει απο τις αναδιανεμητικές αυτές επιπτώσεις της τιμολόγησης του άνθρακα; Το κόστος που αφορά τη δαπάνη γίνεται αισθητό πρωτογενώς και βραχυπρόθεσμα. Επικεντρώνεται στην καταναλωτική δαπάνη των ασθενέστερων εισοδηματικά νοικοκυριών. Αντίθετα, η επίπτωση στο εισόδημα του κεφαλαίου και της εργασίας—που είναι προοδευτική ανά εισοδηματικά κλιμάκια—είναι δευτερογενής και πιο δύσκολο να ταυτοποιηθεί.

Τα οφέλη απο την περικοπή των εκπομπών είναι σημαντικά καθώς η κλιματική αλλαγή θα επιφέρει μακροχρόνιο πλήγμα στην ανάπτυξη. Ταυτόχρονα όμως τα οφέλη μοιράζονται ευρέως και αφορούν ιδίως τις επόμενες γενιές. Η διάχυτη φύση των ωφελειών, τόσο ανάμεσα στον πληθυσμό όσο και διαχρονικά, παράλληλα με την εστίαση των ορατών απωλειών σε ορισμένους κλάδους και στρώματα του πληθυσμού, εξασθενούν τα κίνητρα για ανάληψη πιο «επιθετικής» δράσης. Ο λόγος είναι οτι η δημόσια στήριξη για τις πολιτικές περιορισμού των εκπομπών άνθρακα είναι μεν ευρεία αλλά ρηχή. Ενώ σημαντική πλειοψηφία πολιτών εκφράζει ανησυχία για την κλιματική αλλαγή, η προθυμία καταβολής του κόστους για την αποφυγή της είναι στην πράξη περιορισμένη όπως δείχνουν έρευνες της κοινής γνώμης στις ΗΠΑ και την ΕΕ, αλλά και ο συναγερμός που σήμανε με τις πρόσφατες ενεργειακές αυξήσεις. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η αποτυχία επιβολής μιας επαρκούς τιμής στις εκπομπές άνθρακα. Εκτιμάται οτι, παρά τις φιλόδοξες προθέσεις και διακηρύξεις, το 87% των παγκοσμίων εκπομπών άνθρακα εξακολουθεί να μην υπόκειται σε τιμολόγηση.

Ο δίκαιος καταμερισμός του κόστους της πράσινης μετάβασης είναι το κλειδί για την ευρύτερη αποδοχή των αναγκαίων μέτρων για να επιτευχθεί ο στόχος μηδενικών καθαρών εκπομπών περί το 2050. Η επιβάρυνση των νοικοκυριών μπορεί να μετριαστεί σημαντικά επιστρέφοντας μέρος, ή και το σύνολο, των εσόδων της τιμολόγησης άνθρακα με εισοδηματικές μεταβιβάσεις. O απλούστερος τρόπος είναι το λεγόμενο «μέρισμα άνθρακα» (carbon dividend), που ανακυκλώνει τα έσοδα μέσω ισόποσων κατά κεφαλή μεταβιβάσεων. Η επίπτωση ενός τέτοιου μερίσματος θα είναι προοδευτική αφού ισόποσες πληρωμές αντιστοιχούν σε μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματος των φτωχότερων νοικοκυριών σε σχέση με τα πλουσιότερα. Η εκτιμώμενη ουδέτερη συνολική επίπτωση της τιμολόγησης άνθρακα κατά κλιμάκιο εισοδήματος θα δικαιολογούσε ενα τέτοιο σχεδιασμό του μερίσματος άνθρακα.

Υπάρχουν βέβαια εναλακτικές επιλογές για την ανακύκλωση των εσόδων άνθρακα, όπως η κατά προτεραιότητα στήριξη του εισοδήματος των φτωχότερων νοικοκυριών, ή η μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης που επιβαρύνουν την εργασία και τις συντάξεις. Η μείωση των άμεσων φόρων εισοδήματος δεν θα ήταν ιδιαίτερα προοδευτική καθώς τα φτωχότερα νοικοκυριά εμπίπτουν συνήθως στο αφορολόγητο όριο. Το ίδιο ισχύει για ενδεχόμενη μείωση του ΦΠΑ αφού τα αγαθά μαζικής κατανάλωσης περιλαμβάνονται συχνά στις κατηγορίες μειωμένων συντελεστών. Η πρόταση για την σύσταση Κοινωνικού Ταμείου για το Κλίμα στην ΕΕ βρίσκεται την σωστή κατεύθυνση, αν και η κινητοποίηση μόνο του 25% των πόρων του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών άνθρακα φαίνεται περιορισμένης εμβέλειας. Ο δίκαιος καταμερισμός του κόστους της πράσινης μετάβασης θα απαιτήσει τον τολμηρό σχεδιασμό πολιτικών προσαρμοσμένων στις εθνικές ιδιομορφίες, αλλά και την μεγιστοποίηση των πόρων που μπορούν να κινητοποιηθούν απο κοινού.

* Ο Αριστομένης Βαρουδάκης είναι οικονομολόγος, πρώην Καθηγητής Πανεπιστημίου του Στρασβούργου, πρώην ανώτερο στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Ο.Ο.Σ.Α.

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News