ΑΠΟΨΕΙΣ

Τα δύσκολα είναι μπροστά μας

Τα δύσκολα είναι μπροστά μας

Η πανδημία που πλήττει τον πλανήτη από τις αρχές του 2020 άλλαξε δραματικά και συνεχίζει ακόμα να προκαλεί σημαντικές αλλαγές στην οικονομία, στην κατανάλωση, στον τρόπο ζωής και φυσικά στον τουρισμό.

Το 2020 ήταν μια χρονιά πρωτοφανούς παγκόσμιας συρρίκνωσης, στη χώρα μας έφθασε στο 80%, έναντι του 2019, κατά την οποία ο ελληνικός τουρισμός κατάφερε να αντέξει τους τεράστιους κλυδωνισμούς που υπέστη. Το φετινό καλοκαίρι εξελίσσεται σύμφωνα με τα πιο αισιόδοξα σενάρια, προσφέροντας μια βαθιά ανάσα στην ελληνική οικονομία και συμβάλλοντας στην προς τα πάνω αναθεώρηση του ΑΕΠ. Οι λόγοι αυτής της αξιοσημείωτης αντοχής είναι πολλοί.

Ο πρώτος είναι ότι ο τουριστικός τομέας, επιχειρηματίες και εργαζόμενοι, έδειξαν αξιοθαύμαστη ωριμότητα και επαγγελματισμό, στοιχεία απαραίτητα για την αντιμετώπιση οποιασδήποτε κρίσης. Ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχει και η εμπειρία στη διαχείριση της μεγάλης οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του 2010, που έδωσε στον τομέα χαρακτηριστικά αντοχής, προσαρμοστικότητας, αλλά και μια πολύτιμη κουλτούρα συνεννόησης που συνειδητά καλλιεργήθηκε. Ο ΣΕΤΕ, και σε αυτήν τη μεγάλη κρίση, λειτούργησε καταλυτικά. Δούλεψε υπεύθυνα για να κρατήσει τον ελληνικό τουρισμό όρθιο στη δύσκολη περίοδο της πανδημίας και πραγματικό πρωταγωνιστή στη νέα, μετά την πανδημία, εποχή. Πίεσε και διεκδίκησε, με συγκεκριμένες ρεαλιστικές προτάσεις, την κυβέρνηση, ενίσχυσε τεχνοκρατικά με γνώση μέσω του ΙΝΣΕΤΕ την πολιτεία και τον τομέα, σχεδίασε και εφάρμοσε μέσω της Marketing Greece μια νέα αρχιτεκτονική στο branding των προορισμών αλλά και της χώρας συνολικά.

Ο δεύτερος λόγος αντοχής είναι οι άμεσες παρεμβάσεις της πολιτείας. Από τον πρώτο μήνα που ξέσπασε η πανδημία δημιουργήθηκε ένα ισχυρό δίχτυ ασφαλείας, με στοχευμένα μέτρα προστασίας επιχειρήσεων και εργαζομένων, υγειονομικά πρωτόκολλα ενίσχυσης της ασφάλειας που επιζητούσαν οι ταξιδιώτες και μια ξεκάθαρη θέση όλων των εμπλεκόμενων φορέων ότι ο τουρισμός στην Ελλάδα μπορεί να λειτουργήσει ακόμα και σε τόσο δύσκολες και πρωτόγνωρες συνθήκες όπως αυτές της πανδημίας. Τα μέτρα στήριξης ήταν πολλά και έχουμε επανειλημμένα αναφερθεί σε αυτά με απόλυτα θετικό πρόσημο. Σημαντική αποδείχθηκε επίσης και η φετινή στρατηγική της έγκαιρης δημοσιοποίησης των κανόνων ανοίγματος προς το εξωτερικό, όταν ακόμα η χώρα ήταν σε lockdown, δίνοντας ξεκάθαρο μήνυμα στις μεγάλες μας αγορές και αποκτώντας έτσι προβάδισμα απέναντι στους ανταγωνιστές μας.

Ο τρίτος λόγος και ιδιαίτερα σημαντικός για την αντοχή του ελληνικού τουρισμού είναι το ισχυρό brand της χώρας. Σύμφωνα με την Ipsos, το ελληνικό τουριστικό brand είναι το 5ο ισχυρότερο παγκοσμίως. Ερευνα του Εθνικού Οργανισμού Τουρισμού της Ισπανίας, ένα χρόνο πριν, έδειξε ότι η Ελλάδα ήταν ο πρώτος προτιμώμενος προορισμός για τους Ευρωπαίους πολίτες που ήθελαν να επισκεφθούν μετά την πανδημία. Αντίστοιχα, μελέτη του Visit Britain επιβεβαίωσε τα παραπάνω, με την Ελλάδα να είναι στις θέσεις 2 έως 6 ως προτιμώμενος προορισμός στις ευρωπαϊκές αγορές που εξετάστηκαν. Επιπλέον, η ανταγωνιστικότητα του τουρισμού στην Ελλάδα ήταν και είναι καλύτερη απ’ ό,τι της ελληνικής οικονομίας γενικότερα: σύμφωνα με το World Economic Forum, η κατάταξη της χώρας στον τουρισμό είναι στη θέση 25 ανάμεσα σε 140 χώρες, ενώ ως προς την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της γενικά κατατάσσεται στην 59η θέση ανάμεσα σε 141 χώρες.

Ολα τα παραπάνω δείχνουν ότι ο ελληνικός τουρισμός ξεπέρασε ακόμα έναν μεγάλο σκόπελο. Η ανάκαμψή του τη φετινή σεζόν υπήρξε με διαφορά ισχυρότερη από αυτήν των ανταγωνιστών. Ομως τα πολύ δύσκολα είναι μπροστά μας. Και αυτό δεν είναι υπερβολή. Οι προκλήσεις που έχουμε να αντιμετωπίσουμε στο άμεσο μέλλον είναι τεράστιες. Ισως και μεγαλύτερες από αυτές που γέννησε η πανδημία. Η ομολογουμένως καλή φετινή χρονιά, σε πολλούς προορισμούς δοκίμασε τα όριά μας. Η χώρα, μέσω της ανταγωνιστικότητας και του ισχυρότατου brand του τουριστικού της προϊόντος, προσελκύει επισκέπτες που είναι τριπλάσιοι από τον συνολικό πληθυσμό της, ενώ στις κύριες τουριστικές περιοχές της οι επισκέπτες είναι από οκταπλάσιοι στην Κρήτη έως και τριαντακονταπλάσιοι στα Δωδεκάνησα. Ολα αυτά με υποδομές όμως που υστερούν σε πολύ σημαντικό βαθμό, αφού κατατάσσεται σε πολύ χαμηλότερη θέση έναντι των κύριων ανταγωνιστών της. Τόσο σε επιμέρους τομείς, όπως η ποιότητα λιμενικών υποδομών, δρόμων, διαχείρισης απορριμμάτων, μεταφορών, παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, υδροδότησης, διαχείρισης λυμάτων, όσο και στην ποιότητα της συνολικής υποδομής. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να μας ανησυχεί. Τα χρόνια που οι αφίξεις ήταν ο μόνος  δείκτης επιτυχίας έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί.

Για να διατηρηθεί το brand του ελληνικού τουρισμού ισχυρό, και η ανταγωνιστικότητά του ψηλά, θα πρέπει ο επισκέπτης να γυρίζει στην πατρίδα του ικανοποιημένος. Και για να συμβεί αυτό προϋποθέτει την άμεση ενίσχυση των υποδομών ώστε να ανταποκριθούν στην αυξημένη ζήτηση που θα υπάρξει τα επόμενα χρόνια. Από την άλλη απαιτεί γενναίες κινήσεις και αποφάσεις, τόσο σε κεντρικό όσο και σε τοπικό επίπεδο. Αποφάσεις που αρχικά θα θεωρηθεί ότι έχουν κόστος, είναι εκείνες όμως που θα προστατεύσουν τη μελλοντική ποιότητα του προϊόντος. Ηδη, ανταγωνιστές μας σε όλη την Ευρώπη χρεώνουν την είσοδο σε προορισμούς και επιβάλλουν ανώτατα όρια ατόμων που μπορεί να εισέλθουν ανά ώρα σε εμβληματικά σημεία. Σε αντίθετη περίπτωση, η ζημία που θα υποστούμε θα είναι μεγάλη και δομική. Η επάρκεια και η ποιότητα των υποδομών αποτελούν τον όρο επιβίωσης και εξέλιξης ενός υγιούς και αποδοτικού τουριστικού μοντέλου ανάπτυξης. Χωρίς αυτές θα μιλάμε για το χρονικό μιας μεγάλης προαναγγελθείσας κρίσης. Γι’ αυτό και το Ινστιτούτο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων από τον Σεπτέμβριο του 2020, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου, κατέθεσε αναλυτική μελέτη που περιλαμβάνει συγκεκριμένες προτάσεις για επενδύσεις σε έργα υποδομών σε ολόκληρη την Ελλάδα. Διότι αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση για τον ελληνικό τουρισμό σήμερα. Η επείγουσα ανάγκη δημόσιος και ιδιωτικός τομέας να προχωρήσουν σε μεγάλες επενδύσεις που στοχεύουν στη δημιουργία ενός νέου, βιώσιμου αειφόρου μοντέλου ανάπτυξης του ελληνικού τουρισμού. Η επένδυση όμως πρέπει να αφορά και τη συνεργασία. Και η συνεργασία δεν εξασφαλίζεται με κοινότοπες θεσμικές παρεμβάσεις. Η λειτουργία DMO’s, που προβλέπεται στο σ/ν του υπουργείου Τουρισμού, μπορεί να συμβολίζει το ενδιαφέρον της πολιτείας επί του ζητήματος, όμως δυστυχώς η ύπαρξη θεσμικού πλαισίου δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε ικανή συνθήκη για τη δημιουργία και καλή λειτουργία DMO’s. Οι DMO’s προϋποθέτουν κουλτούρα συνεργασίας όλων των εμπλεκομένων του τουρισμού, καθώς και τεχνογνωσία και εξειδίκευση και όχι απαραίτητα θεσμικό πλαίσιο. Συνεπώς, χωρίς κουλτούρα συνεργασίας, χωρίς τεχνογνωσία, χωρίς κονδύλια αντίστοιχα της σημασίας του τουρισμού ανά προορισμό της χώρας, χωρίς τους ιδιώτες παρόντες διά των θεσμικών ενώσεών τους απλώς δημιουργείται άλλη μία από τις πολλές «στρώσεις» της δημόσιας διοίκησης με δικαιώματα, χωρίς όμως υποχρεώσεις. Και αυτό πρέπει να γίνει πλήρως κατανοητό!

Κάθε επένδυση στον τουρισμό επιστρέφει στην ελληνική οικονομία, πολλαπλάσια. Η ανταπόδοση μπορεί να είναι εντυπωσιακή. Και αυτή η νέα κατεύθυνση, το νέο μοντέλο ανάπτυξης, σημαίνει προστασία του περιβάλλοντος, ισόρροπη ανάπτυξη, κοινωνική ανταποδοτικότητα, ρευστότητα στην οικονομία, ενίσχυση της τοπικής απασχόλησης, κοινωνική συνοχή, διατήρηση και ανάδειξη του τοπικού πολιτισμού, διαφύλαξη του μέτρου και της ισορροπίας. Η ολιστική βιώσιμη ανάπτυξη είναι η αναγκαία προϋπόθεση, ο μόνος δρόμος για να μπορέσει η Ελλάδα να πρωταγωνιστήσει με αξιώσεις και την επόμενη, μετά την πανδημία, μέρα. Αν διστάσουμε να προχωρήσουμε, σύντομα θα το πληρώσουμε ακριβά. Ας τολμήσουμε λοιπόν να αντιμετωπίσουμε άμεσα τη νέα μεγάλη πρόκληση που έχουμε μπροστά μας.

* Ο κ. Γιάννης Ρέτσος είναι πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ). Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στην Καθημερινή της Κυριακής.

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News