ΑΠΟΨΕΙΣ

Κενά παραγωγικότητας

Κενά παραγωγικότητας

Η έννοια των κενών παραγωγικότητας περιγράφει την διαφορά της παραγωγικότητας μεταξύ συγκρινόμενων τομέων και κλάδων οικονομικής δραστηριότητας μιας οικονομίας, ή επιχειρήσεων ενός κλάδου. Μπορεί να υπάρχουν μεγάλα κενά (ή «χάσματα») παραγωγικότητας ακόμη και μεταξύ επιχειρήσεων και εργοστασίων στον ίδιο κλάδο. Είτε μεταξύ των τομέων είτε μεταξύ των εργοστασίων, αυτά τα κενά τείνουν να είναι πολύ μεγαλύτερα στις αναπτυσσόμενες χώρες παρά στις προηγμένες οικονομίες.

Τα κενά παραγωγικότητας είναι επίσης ενδεικτικά της αναποτελεσματικής, μη-αποδοτικής, κατανομής των πόρων. Η οποία  μειώνει την συνολική παραγωγικότητα και την παραγωγικότητα της εργασίας. Αν τα διευρυμένα κενά παραγωγικότητας είναι ένδειξη αναποτελεσματικής κατανομής, το «θετικό» αυτών των κατανομών είναι ότι η αντιμετώπιση τους δυνητικά μπορεί να αποτελέσει  μέθοδο αύξησης της συνολικής παραγωγικότητας, σημαντική κινητήρια δύναμη οικονομικής ανάπτυξης. Αναλύσαμε  αυτά τα κενά παραγωγικότητας στην μελέτη μας  «Γήρανση  και Οικονομία: 4η Βιομηχανική Επανάσταση» (με τον Δημήτρη Α. Ιωάννου) για λογαριασμό του Κέντρου Ερευνών Πανεπιστημίου Πειραιώς στα πλαίσια του έργου «Εκπόνηση Στρατηγικής για τη Γήρανση του Πληθυσμού».   

Όταν η εργασία και άλλοι πόροι μετακινούνται από λιγότερο παραγωγικές σε πιο παραγωγικές δραστηριότητες, η οικονομία αναπτύσσεται ακόμη και αν δεν υπάρχει αύξηση της παραγωγικότητας εντός των τομέων. Αυτό το είδος διαρθρωτικής αλλαγής που ενισχύει την συνολική παραγωγικότητα μπορεί να συμβάλει σημαντικά στη συνολική οικονομική ανάπτυξη. Εν προκειμένω στην ελληνική περίπτωση μπορεί να συμβάλλει και στην αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών της γήρανσης του πληθυσμού και συρρίκνωσης του εργατικού δυναμικού. Η ταχύτητα με την οποία λαμβάνει χώρα αυτός ο δομικός μετασχηματισμός είναι ο βασικός παράγοντας που διαφοροποιεί τις επιτυχημένες από τις αποτυχημένες χώρες.

Στην ΕΕ σχηματίζονται δυο ομάδες κρατών-μελών, αυτά του υψηλοτέρου εισοδήματος-παραγωγικότητας και  αυτά του χαμηλότερου εισοδήματος-παραγωγικότητας που έχουν και χαμηλή  μεταβλητότητα παραγωγικότητας. Η Ελλάδα βρίσκεται  στα όρια των δυο ομάδων, πλησιέστερα πλέον στην ομάδα του χαμηλού εισοδήματος που περιλαμβάνει  τα κράτη – μέλη της διεύρυνσης της ΕΕ του 2004 και  εντεύθεν.

Από την οπτική της μεταφοράς πόρων (εργασίας, σε άτομα ή ώρες) σε παραγωγικότερους κλάδους και της διαρθρωτικής αλλαγής έχει νόημα  να συγκρίνουμε τα επίπεδα παραγωγικότητας μεταξύ τομέων με δυνατότητα απορρόφησης εργασίας, όπως είναι  η μεταποίηση που έχει την 4η υψηλότερη παραγωγικότητα σε ΕΕ και Ζώνη του Ευρώ, και 10% έως 20% υψηλότερη της μέσης. Αντιστοίχως οι επιχειρηματικές υπηρεσίες (συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών τεχνολογίας), που είναι στην πρώτη τριάδα και σε επίπεδα υψηλοτέρα της μέσης παραγωγικότητας. 

Αντιθέτως, η δυνατότητα απορρόφησης εργασίας σε ορισμένους κλάδους υψηλής παραγωγικότητας μπορεί να είναι περιορισμένη.  Για παράδειγμα, οι (και στρατηγικής σημασίας) εξορυκτικές δραστηριότητες είναι κλάδος που σε πολλές χώρες έχει παραγωγικότητα πολλαπλάσια της μέσης του συνόλου της οικονομίας, στην Ζώνη του Ευρώ έχει την υψηλότερη  και στην ΕΕ την 3η υψηλότερη παραγωγικότητα. Όμως το να έχει μια οικονομία εξορυκτική δραστηριότητα εξαρτάται από την διαθεσιμότητα των φυσικών πόρων. Επίσης συνήθως ο κλάδος έχει πολύ μικρά μερίδια απασχόλησης, συνήθως κάτω του 0,3% και στις λίγες χώρες της ΕΕ που είναι μεγαλύτερο (Πολωνία, Εσθονία, Βουλγαρία) είναι σε κάθε περίπτωση μικρότερο του 1%.

Από τα κενά παραγωγικότητας στην ΕΕ και τα κράτη-μέλη διαπιστώνουμε, μεταξύ άλλων, ότι η Ελλάδα έχει το μικρότερο μερίδιο απασχόλησης σε ώρες εργασίας στην μεταποίηση (7,9%), χαμηλότερο έχει μόνο το Λουξεμβούργο (7,6%), ακόμη και η Κύπρος (8,2%) και η Μάλτα (9,1%) έχουν υψηλότερα μερίδια, όταν π.χ. στην Τσεχία είναι 25% και στην Γερμανία 18%. Στο «Factory Europe», που τώρα  αντιμετωπίζει υπαρξιακές προκλήσεις,  η Γερμανία ηγούνταν παγκόσμιας αλυσίδας αξίας έχοντας γύρω της «εργοστάσια» όπως η Τσεχία, η Πολωνία κλπ. Όμως η μεταποίηση στην Ελλάδα έχει υπερδιπλάσια παραγωγικότητα από τις κατασκευές, το χονδρικό και λιανικό εμπόριο, την εστίαση, τα καταλύματα, και σχεδόν τριπλάσια από τον αγροτικό τομέα.

Μάλιστα στην Ελλάδα το μερίδιο της μεταποίησης στην απασχόληση σε απασχολούμενα άτομα είναι κατά τι χαμηλότερο (7,7%) του μεριδίου σε ώρες εργασίας. Τα μερίδια της απασχόλησης τροποποιούνται ελαφρά, καθώς μετρώνται άτομα στην απασχόληση τα οποία άλλα είναι σε μερική απασχόληση, άλλα απασχολούνται υπερωριακά κοκ, ενώ το ίδιο ισχύει και για τους κλάδους, άλλοι βασίζονται στην πλήρη απασχόληση μισθωτών, άλλοι έχουν ευρείς κατηγορίες μερικώς απασχολουμένων, οι δε αυτοαπασχολούμενοι έχουν ιδιαίτερα ωράρια εργασίας.

Στην Ελλάδα το 56% του μεριδίου της απασχόλησης σε ώρες εργασίας απασχολείται σε κλάδους που έχουν παραγωγικότητα ανά ώρα χαμηλότερη της μέσης παραγωγικότητας της χώρας. Με το μερίδιο της απασχόλησης μετρούμενο σε απασχολούμενα άτομα το μερίδιο των κλάδων που έχουν παραγωγικότητα ανά απασχολούμενο χαμηλότερη της (χαμηλής) μέσης παραγωγικότητας της χώρας ανεβαίνει στο 79,8%.    

Η συνέπεια αυτών των εκτιμήσεων είναι, είτε στην μια περίπτωση εκτίμησης είτε στην άλλη, ότι για να  αυξηθεί η παραγωγικότητα στην ελληνική οικονομία υπάρχουν δύο οδοί: πρώτον να αυξηθεί η παραγωγικότητα εντός τον κλάδων,  δεύτερον, να υπάρξει μεταφορά πόρων ώστε η απασχόληση να γίνεται σε παραγωγικότερες οικονομικές  δραστηριότητες. Ή και, στην καλύτερη περίπτωση, και τα δύο.

Υπάρχουν δύο μηχανισμοί κινητοποίησης  αυτής της αναγκαίας μεταφοράς πόρων (εργασίας, σε άτομα ή ώρες). Πρώτον, οι επενδύσεις,  που αυτές κατευθύνονται. Δεύτερον, οι σχετικές αμοιβές της εργασίας, του αναγκαίου ανθρωπίνου κεφαλαίου.

* Ο Χρήστος Α. Ιωάννου  είναι οικονομολόγος. 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News