BUSINESS & FINANCE

Η Τουρκία και η διπλή κρίση της οικονομίας

Η Τουρκία και η διπλή κρίση της οικονομίας

Για περίπου μία διετία, η οικονομική πολιτική της Τουρκίας βρισκόταν στα χέρια του Μπεράτ Αλμπαϊράκ και του Μουράτ Ουισάλ. Ο πρώτος, γαμπρός του Τούρκου προέδρου, Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο δεύτερος διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Τουρκίας. Οι χειρισμοί του Αλμπαϊράκ σε συνδυασμό με τις γεωπολιτικές προκλήσεις από την απρόβλεπτη πολιτική του προέδρου Ερντογάν πυροδότησαν νέα συναλλαγματική κρίση. Στο ανελέητο σφυροκόπημα της λίρας ήλθε να προστεθεί η πανδημική κρίση, που οδήγησε σε ανώμαλη προσγείωση την τουρκική οικονομία.

Με τον διορισμό νέων προσώπων στο υπουργείο Οικονομικών και στο «τιμόνι» της κεντρικής τράπεζας, ο Ερντογάν εμφανίζεται επιτέλους διατεθειμένος να ασχοληθεί με τα πραγματικά προβλήματα και παθογένειες της οικονομίας, αντί να επιδίδεται σε «κυνήγι μαγισσών». Για να το καταφέρει, γνωρίζει πως χρειάζεται την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων, τα οποία θα έλθουν μόνο εάν κερδίσει και πάλι την εμπιστοσύνη των επενδυτών.

Οι ανορθόδοξες πολιτικές του Τούρκου προέδρου οδήγησαν σε φυγή των επενδυτών από τη λίρα και τις τουρκικές μετοχές και ομόλογα. Με τον Ερντογάν πολέμιο των υψηλών επιτοκίων, τα χέρια της κεντρικής τράπεζας παρέμεναν για πολύ καιρό δεμένα, παρά τη συνεχή κατρακύλα της λίρας σε ιστορικό ναδίρ και το διψήφιο ποσοστό πληθωρισμού(σχεδόν 12% τον Οκτώβριο). Μάταιες οι έμμεσες προσπάθειες των νομισματικών αρχών για τη στήριξη της λίρας, «καίγοντας» πολύτιμα συναλλαγματικά διαθέσιμα τουλάχιστον 140 δισ. δολαρίων. Από τις αρχές του έτους, το τουρκικό νόμισμα έχει χάσει περίπου το ένα τρίτο της αξίας του.

Ο νέος υπουργός Οικονομικών, Λουτφί Ελβάν, που ανέλαβε καθήκοντα στις 10 Νοεμβρίου, «κληρονόμησε» μια συναλλαγματική κρίση και μια οικονομία που χρειάζεται επειγόντως μεταρρυθμίσεις, σε μια εποχή που όλες οι οικονομίες του πλανήτη «λυγίζουν» μπροστά στο σαρωτικό πέρασμα του Covid-19. Στη μάχη για τη στήριξη της λίρας και την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού έχει σύμμαχο τον νέο διοικητή της κεντρικής τράπεζας, Νατσί Αγκμπάλ. Ο κ. Αγκμπάλ, στην πρώτη συνεδρίαση της κεντρικής τράπεζας με τον ίδιο στο «τιμόνι», ανακοίνωσε τη μεγαλύτερη αύξηση επιτοκίων της τελευταίας διετίας, ανεβάζοντας το κόστος δανεισμού κατά 475 μονάδες βάσης, στο 15% από 12,75%.

Η γενναία αύξηση πυροδότησε άλμα της λίρας και ικανοποίησε τους επενδυτές, που ερμήνευσαν την κίνηση ως μια πρώτη ένδειξη πως ο πρόεδρος Ερντογάν σκοπεύει να κάνει πράξη τη δέσμευση για προώθηση πολιτικών φιλικών προς τις αγορές. Η πανδημία έχει καταφέρει ισχυρό πλήγμα σε κλάδους που παραδοσιακά στηρίζουν το τουρκικό ΑΕΠ, ύψους 740 δισ. δολαρίων όπως ο τουρισμός, αυτοκίνητα και μεταποιητικά αγαθά. Την ίδια στιγμή, η προκλητική στάση του Ερντογάν σε διάφορα μέτωπα -από Ανατολική Μεσόγειο μέχρι τις δοκιμές των πυραυλικών συστημάτων  S-400- προκαλούν ένταση στις σχέσης της Άγκυρας με τους συμμάχους σε ΗΠΑ και Ευρώπη. «Μετέτρεψε την Τουρκία σε μια απρόβλεπτη οικονομία που είναι ολοένα και λιγότερο ανοικτή και καθόλου φιλική προς τους επενδυτές», επισημαίνει ο Ιμπραχίμ Τουρχάν, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Istinye της Κωνσταντινούπολης.

Η «τρύπα» στο έλλειμμα και η ύφεση λόγω κορωνοϊού

Οι αλλαγές στο οικονομικό επιτελείο και η πρόσφατη αύξηση επιτοκίων θεωρούνται ως βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση «θεραπείας» των χρόνιων παθογενειών της τουρκικής οικονομίας, όπως η «τρύπα» στο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, που αναμένεται να μεγαλώσει λόγω της ύφεσης. Σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπει για φέτος ύφεση 5% και ανεργία στο 14,6%, ενώ για το 2021 αναμένεται ανάκαμψη με ρυθμούς 5% και υποχώρηση της ανεργίας στο 12,4%. Ο πληθωρισμός θα τρέξει και φέτος και το 2021 με διψήφιο ποσοστό(11,9% από 15,2% το 2019).

Τα τουριστικά έσοδα αποτελούν βασική πηγή ξένου συναλλάγματος για μια χώρα που χρειάζεται εισροές κεφαλαίων για να ισοσκελίσει το εμπορικό της έλλειμμα. Πέρυσι επισκέφθηκαν Τουρκία περίπου 45 εκατ. επισκέπτες, αποφέροντας έσοδα 34,5 δισ. δολαρίων. Φέτος όμως, οι εισπράξεις ήταν μειωμένες πάνω από 70% στο τρίτο τρίμηνο, μόλις στα 4 δισ. δολάρια, από 14 δισ. δολάρια στο αντίστοιχο τρίμηνο του 2019.

Παρά τις ελπίδες ότι η μείωση των ενεργειακών τιμών θα αναπλήρωνε τη δραματική πτώση των τουριστικών εσόδων και την υποχώρηση άλλων εξαγωγών, όπως τα κλωστοϋφαντουργικά και αυτοκίνητα, τα έλλειμμα της Τουρκίας μεγαλώνει, φθάνοντας σχεδόν στα 17 δισ. δολάρια στους πρώτους πέντε μήνες του έτους. Οι προβλέψεις για το σύνολο του έτους ποικίλλουν, όμως οι αναλυτές της Barclays αναμένουν έλλειμμα 30 δισ. –περίπου στο 4% του ΑΕΠ.

Οι προκλήσεις για την τουρκική οικονομία

Η πρόκληση για την Τουρκία είναι να εστιάσει στη μακροοικονομική σταθερότητα και όχι σε πολιτικές που εξασφαλίζουν βραχυπρόθεσμα ανάπτυξη μέσω πιστωτικής επέκτασης, πολιτικές που γύρισαν μπούμεραγκ την εποχή του κορωνοϊού, αναφέρει το Ινστιτούτο Brookings σε ανάλυσή του. Κλειδί σε αυτές τις προσπάθειες είναι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των επενδυτών. «Σε έναν κόσμο όπου ο ανταγωνισμός για ξένα κεφάλαια θα είναι μεγάλος, η προσήλωση στη μακροοικονομική σταθερότητα θα μπορούσε να έχει θετικά αποτελέσματα στις εισροές κεφαλαίων, σταθερότητα της λίρας και χαμηλότερο premium ρίσκου», επισημαίνεται στην έκθεση.

Δεν είναι η πρώτη φορά που η Τουρκία βρίσκεται μπροστά σε μια κρίση. Το σοκ εξαιτίας του κορωνοϊού θα μπορούσε να είναι μια ευκαιρία εφαρμογής των αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, που θα επιτρέψουν στη χώρα  τις εντυπωσιακές αναπτυξιακές επιδόσεις που είχε εμφανίσει στις αρχές του 21ου αιώνα.

 

 

 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News