Business & Finance Δευτέρα 8/04/2024, 13:19
BUSINESS & FINANCE

Γ. Στουρνάρας: Δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού – Οι συστάσεις

Γ. Στουρνάρας: Δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού – Οι συστάσεις

Την ανάγκη να διαφυλαχθεί η αξιοπιστία της δημοσιονομικής πολιτικής, η οποία ανακτήθηκε κατά το έτος-ορόσημο του 2023, τονίζει στην ετήσια έκθεσή του ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας.

«Δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού», αναφέρει ο κεντρικός τραπεζίτης, προσθέτοντας ότι απαιτούνται συνετές οικονομικές πολιτικές, η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και η επίτευξη διατηρήσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων.

Όπως επισημαίνει, η υπεραπόδοση των δημοσιονομικών στόχων, με σημαντική διεύρυνση του πρωτογενούς πλεονάσματος χωρίς να πλήττεται η ανάπτυξη της οικονομίας, και η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αποτελούν σημαντικά επιτεύγματα της ασκούμενης πολιτικής. Ωστόσο, οι επιδόσεις αυτές δεν θα πρέπει να οδηγήσουν σε εφησυχασμό, αλλά να ωθήσουν σε συνέχιση της προσπάθειας για δημοσιονομική σύνεση και για περαιτέρω αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας. «Η προσήλωση στη δημοσιονομική υπευθυνότητα είναι κρίσιμη, ιδιαίτερα καθώς η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων μακροπρόθεσμα θα καταστεί δυσκολότερη, αφού προβλέπεται επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης, ενώ η θετική επίδραση του πληθωρισμού στα δημόσια οικονομικά σταδιακά θα εξαλειφθεί», τονίζει η έκθεση της ΤτΕ.

Στο πλαίσιο αυτό, ο κεντρικός τραπεζίτης τονίζει την ανάγκη, λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία από τη διαχείριση των κρίσεων του παρελθόντος, της άσκηση αντικυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής. Με αυτό τον τρόπο θα δημιουργούνται τα αναγκαία αποθέματα ασφαλείας στην ανοδική φάση του οικονομικού κύκλου και τα δημοσιονομικά περιθώρια τα οποία θα επιτρέπουν την άσκηση διακριτικής δημοσιονομικής πολιτικής σε έκτακτες συγκυρίες. Σε αυτό το πλαίσιο, εκτιμάται ότι απαιτείται πρωτογενές πλεόνασμα σε κυκλικά διορθωμένους όρους ύψους 2% του ΑΕΠ, ώστε να δημιουργείται το απαραίτητο δημοσιονομικό απόθεμα ασφαλείας, σημειώνει.

Ο μεσοπρόθεσμος σχεδιασμός ενισχύει την αξιοπιστία της ασκούμενης πολιτικής. Μια αξιόπιστη δημοσιονομική στρατηγική με μεσοπρόθεσμο ορίζοντα αποκτά καθοριστική σημασία σε ένα περιβάλλον αλλεπάλληλων κρίσεων και υψηλής αβεβαιότητας. Κρίσιμο στοιχείο στη χάραξη μεσοπρόθεσμης δημοσιονομικής πορείας αποτελεί η αξιολόγηση των κινδύνων βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών. Η ενίσχυση της βιωσιμότητας προϋποθέτει την έμφαση σε αναπτυξιακές πολιτικές. Η μεταβλητή που θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τη βιωσιμότητα όχι μόνο του δημόσιου, αλλά και του ιδιωτικού χρέους είναι η διαφορά μεταξύ του ονομαστικού έμμεσου επιτοκίου αναχρηματοδότησης του χρέους και του ρυθμού μεταβολής του ονομαστικού ΑΕΠ (“snowball effect”). Η διαφορά αυτή ήταν επί σειρά ετών αρνητική, δηλαδή το εν λόγω επιτόκιο ήταν χαμηλότερο από τον ονομαστικό ρυθμό ανάπτυξης, και συνέβαλλε στη χρηματοοικονομική σταθερότητα του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να κατανοήσουν τη σημασία αυτής της μεταβλητής και να διασφαλίζουν ότι έχει το σωστό πρόσημο, αν όχι πάντοτε, τουλάχιστον τις περισσότερες φορές. Μια ευνοϊκή διαφορά επιτοκίου-ρυθμού ανάπτυξης μπορεί να βοηθήσει τις οικονομίες να παραμείνουν ανθεκτικές κατά τη μετάβαση στη νέα κανονικότητα.

Το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης προϋποθέτει ένα συνετό μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχεδιασμό με περιορισμούς ως προς τη λήψη έκτακτων μέτρων. Σύμφωνα με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, η εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών και η αποτελεσματική αντιμετώπιση των προβλημάτων δημοσιονομικής βιωσιμότητας αποτελούν πλέον αδιαμφισβήτητη προτεραιότητα μεσοπρόθεσμα, παράλληλα με τη διαφύλαξη των επενδυτικών προτεραιοτήτων της ΕΕ. Στον πυρήνα των νέων κανόνων είναι η μείωση του δημόσιου χρέους και ο μετριασμός των κινδύνων βιωσιμότητάς του μεσομακροπρόθεσμα, μέσω του ελέγχου του ρυθμού αύξησης των δημόσιων δαπανών. Η ανάδειξη του κανόνα δαπανών σε λειτουργικό κανόνα παρακολούθησης και συμμόρφωσης συνεπάγεται ότι τυχόν δημοσιονομικός χώρος θα αξιοποιείται για τη δημιουργία αποθεματικού ή/και για τη μείωση του δημόσιου χρέους, ενώ οποιοδήποτε έκτακτο δημοσιονομικό μέτρο στην πλευρά των δαπανών θα πρέπει να χρηματοδοτείται από μέτρο ισόποσης αύξησης των εσόδων. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον δημοσιονομικών περιορισμών, θα πρέπει να τεθούν ξεκάθαρες προτεραιότητες κατά τη λήψη πιθανών νέων στοχευμένων μέτρων στήριξης προς τις πιο ευάλωτες εισοδηματικές ομάδες.

Προτεραιότητα θα πρέπει επίσης να δοθεί στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, μέσω της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, και στην επαναξιολόγηση των υφιστάμενων φοροαπαλλαγών. Κάτι τέτοιο θα επιτρέψει παράλληλα την καλύτερη στόχευση της κοινωνικής πολιτικής και γενικότερα την προώθηση της φορολογικής δικαιοσύνης. Τα πρόσφατα μέτρα που θεσμοθετήθηκαν για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής αναμένεται να συμβάλουν θετικά στον αναπτυξιακό προσανατολισμό της φορολογικής πολιτικής. Εντούτοις, η ουσιαστική αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής των ελεύθερων επαγγελματιών απαιτεί και την παροχή ικανών κινήτρων προς τους καταναλωτές για μη απόκρυψη των συναλλαγών. Παράλληλα, η επαναξιολόγηση των υφιστάμενων φοροαπαλλαγών θα πρέπει να εστιάσει στην κοινωνική τους χρησιμότητα και στην κατάλληλη στόχευση. Καθώς τόσο το πλήθος όσο και το κόστος των φοροαπαλλαγών έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, μια επαναξιολόγηση κρίνεται αναγκαία προκειμένου να διαπιστωθεί η αναγκαιότητά τους στην τρέχουσα συγκυρία και να διασφαλιστεί η επίτευξη του σκοπού τους (στήριξη ευάλωτων ομάδων, ενίσχυση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, προώθηση της καινοτομίας κ.ά.). Μια τέτοια προσέγγιση, συνδυαστικά με την αύξηση των ελέγχων ως προς τη χρήση των φοροαπαλλαγών, θα ενίσχυε τη φορολογική δικαιοσύνη, ενώ παράλληλα θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των φορολογικών εσόδων. Με αυτό τον τρόπο η φορολογική πολιτική μπορεί να έχει αναπτυξιακό προσανατολισμό, κατανέμοντας παράλληλα το φορολογικό βάρος πιο δίκαια και αναλογικά.

Η στόχευση των κοινωνικών δαπανών σε οικονομίες όπως η ελληνική, στις οποίες υπάρχει εκτεταμένη απόκρυψη των εισοδημάτων, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη κριτήρια πέραν των φορολογικών δηλώσεων. Η συνήθης πρακτική χορήγησης επιδομάτων με βάση μόνο τα δηλωθέντα εισοδήματα σε μια οικονομία με αυξημένη φοροδιαφυγή οδηγεί σε ανορθολογική και άδικη χρησιμοποίηση των δημόσιων πόρων. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής των κοινωνικών δαπανών στην Ελλάδα είναι χαμηλός, το οποίο υποδηλώνει ότι οι δαπάνες αυτές διαχέονται σε ευρύτερα εισοδηματικά στρώματα και δεν καταλήγουν στοχευμένα στα κατώτερα κλιμάκια της εισοδηματικής κατανομής. Επομένως, κρίνεται αναγκαία η θέσπιση προσεκτικών κριτηρίων επιλογής των δικαιούχων κοινωνικών παροχών, πέραν των φορολογικών δηλώσεων. Η ενθάρρυνση της χρήσης ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής και τα εν εξελίξει μέτρα ενίσχυσης του τεχνολογικού οπλοστασίου των φορολογικών αρχών συμβάλλουν στον περιορισμό της φοροδιαφυγής και ως εκ τούτου βελτιώνουν τη δυνατότητα στόχευσης των παροχών.

Αγορά εργασίας

Η αύξηση της συμμετοχής ανδρών και γυναικών και ιδίως των νέων στο εργατικό δυναμικό έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς η γήρανση του πληθυσμού ενδέχεται να υπονομεύσει τη βιωσιμότητα των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης.

Η παρατηρούμενη στενότητα της αγοράς εργασίας απαιτεί πρωτοβουλίες ώστε να μη διαταραχθεί η πορεία ανάκαμψης της οικονομίας. Η συνεχής αύξηση της απασχόλησης και η μείωση του ποσοστού ανεργίας έχουν περιορίσει σημαντικά τη δεξαμενή του διαθέσιμου προς πρόσληψη προσωπικού από τις επιχειρήσεις, όπως φαίνεται από την αύξηση των δεικτών στενότητας της αγοράς εργασίας, και αφορά τόσο το ειδικευμένο όσο και το ανειδίκευτο προσωπικό. Για την αντιμετώπιση της στενότητας στην αγορά εργασίας, είναι απαραίτητη η περαιτέρω ενίσχυση της τεχνικής εκπαίδευσης των εργαζομένων, η συνεχής ανάπτυξη και χρήση των δεξιοτήτων των εργαζομένων σε όλη τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου, καθώς και η κατάρτιση των μακροχρόνια ανέργων σε νέες δεξιότητες.

Παράλληλα, η αύξηση του μισθολογικού κόστους καθιστά επιτακτική την ανάγκη μείωσης ή επιδότησης των ασφαλιστικών εισφορών για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων και τη διατήρηση των θέσεων εργασίας. Τέλος, κρίσιμος παράγοντας είναι και η αναστροφή της “διαρροής εγκεφάλων” (brain drain) και η προσέλκυση, μέσω κινήτρων και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας, των νέων που έφυγαν στο εξωτερικό.

Μεταρρυθμίσεις

Συνέχιση και ενίσχυση των μεταρρυθμίσεων, ιδιαίτερα σε τομείς με χρόνιες δυσλειτουργίες, όπως για παράδειγμα η απονομή της δικαιοσύνης.

Η περαιτέρω βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος θα ενισχύσει τις επενδύσεις και την παραγωγικότητα της εργασίας. Δράσεις προς αυτή την κατεύθυνση περιλαμβάνουν την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και τον ψηφιακό μετασχηματισμό της δημόσιας διοίκησης, την ταχεία ολοκλήρωση του κτηματολογίου, αλλά και τη βελτίωση της φορολογικής διοίκησης και την απλοποίηση του φορολογικού συστήματος που θα μπορούσε να ενισχύσει την ασφάλεια δικαίου για τους επενδυτές και να βοηθήσει στην αντιμετώπιση του επενδυτικού κενού.

Επιπλέον, κρίνεται αναγκαία η επιτάχυνση της απορρόφησης και η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NGEU και του ΕΣΠΑ 2021-27.

Οι μισθολογικές αυξήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις εξελίξεις στην παραγωγικότητα της εργασίας, ώστε να μην επιδεινωθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Η περαιτέρω αύξηση των εξαγωγών απαιτεί τη διαφοροποίηση των εξαγώγιμων αγαθών και υπηρεσιών και την έμφαση σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας.

Διαβάστε επίσης: 

ΤτΕ: Προβλέπει ανάπτυξη 2,3% και πληθωρισμό 2,8% το 2024

ΤτΕ: Οι κλάδοι που εκτόξευσαν τα περιθώρια κέρδους σε επίπεδα-ρεκόρ

ΤτΕ: Βλέπει ανάπτυξη 2,3% για το 2024 – Ποιοι παράγοντες στηρίζουν την οικονομία

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News