ΑΠΟΨΕΙΣ

Οι αστοχίες που προετοιμάζουν τη νέα οικονομική κρίση

Οι αστοχίες που προετοιμάζουν τη νέα οικονομική κρίση

Η πανδημία της COVID-19 προκάλεσε ύφεση όταν η προσφορά στην οικονομία κατέρρευσε λόγω της διακοπής λειτουργίας των χώρων εργασίας, καθώς και των ανησυχιών στον τομέα της υγειονομικής ασφάλειας. Η κατάρρευση της προσφοράς στην οικονομία δημιούργησε πρόβλημα στη ζήτηση, ενώ μισθοί και άλλα εισοδήματα μειώνονταν λόγω της αυξανόμενης ανεργίας και των υποχρεωτικών αδειών άνευ αποδοχών. Η αναστάτωση στις σύνθετες αλυσίδες εφοδιασμού επιδείνωσαν το πρόβλημα, την ώρα που η πολιτική της Κίνας για μηδενική ανοχή στην COVID-19 συνεχίζει να καθυστερεί την πλήρη ανάκαμψη. Μέτρα ανακούφισης με τη μορφή επιδομάτων και άλλων πρακτικών εξαιτίας της πανδημίας στις Ηνωμένες Πολιτείες και ορισμένες άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, βοήθησαν στην αποκατάσταση της ζήτησης, αν και οι δαπάνες ήταν ασυνήθιστες – περιελάμβαναν περισσότερα αγαθά και λιγότερες υπηρεσίες, καθώς οι καταναλωτές απέφευγαν τη φυσική επαφή.

Η ύφεση από την COVID-19 αποδείχθηκε επομένως εντελώς ασυνήθιστη: προκλήθηκε από την κατάρρευση της προσφοράς, η οποία προκάλεσε την πτώση της ζήτησης. Και σήμερα βρισκόμαστε σε ένα σημείο που ενώ η ζήτηση έχει ανακάμψει σε μεγάλο βαθμό, η προσφορά δεν ανακάμπτει. Οι συνεχιζόμενες πληθωριστικές πιέσεις εξακολουθούν να προέρχονται κυρίως από την πλευρά της προσφοράς, κάτι που είναι χαρακτηριστικό τουλάχιστον στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Οι περίοδοι υψηλού πληθωρισμού από το 1970 και μετά, που οφείλονται κυρίως στις πιέσεις από την πλευρά της προσφοράς, παράγονται από τρία συστατικά: ενέργεια, τρόφιμα και στέγη (κυρίως ενοίκια και τεκμαρτά ενοίκια ιδιοκατοίκησης). Ετσι, ενώ η αιτία της ύφεσης αυτή τη φορά ήταν κάτι το ασυνήθιστο, ο πληθωρισμός που αντιμετωπίζουμε δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο φαινόμενο – οι ίδιοι τρεις παραπάνω ένοχοι κατευθύνουν τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ και την Ευρώπη σήμερα.

Πέρα από τις διαταραχές που σχετίζονται με την πανδημία, ο πόλεμος της Ουκρανίας επηρεάζει επίσης τις προμήθειες ενέργειας και τροφίμων και συνεπώς τις τιμές τους. Επιπλέον έχει σημασία η εκρηκτική αύξηση κερδοφορίας στην ενέργεια και τα περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες και κάπως λιγότερο οι επιπτώσεις που σχετίζονται με τις καιρικές συνθήκες στην παραγωγή (ειδικά των τροφίμων), λόγω παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής. Πρόσφατα στοιχεία στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε μερικές χώρες της Ευρώπης, όπως και στην Ελλάδα, δείχνουν ότι ο πληθωρισμός δεν επιταχύνεται και είναι πιθανόν να πέσει σταδιακά. Οι μισθοί όμως δεν συμβαδίζουν με τον πληθωρισμό, τουναντίον η αγοραστική αξία τους έχει κατά πολύ μειωθεί.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, προτού η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed) αρχίσει να αυξάνει τα επιτόκια, οι δαπάνες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης μειώνονταν σημαντικά και παρέσερναν προς τα κάτω το έλλειμμα. Πράγματι, ο προϋπολογισμός κατευθυνόταν προς το πλεόνασμα, αλλά αυτό καθιστούσε την οικονομία πολύ ευάλωτη για να αντιμετωπίσει τους ισχυρούς δημοσιονομικούς ανέμους, κι αυτό έφερε ως αποτέλεσμα τη μείωση της ζήτησης.

Κατά την άποψή μου η οικονομία είχε πάρει τον δρόμο της ύφεσης πριν από την αύξηση επιτοκίων από την Κεντρική Τράπεζα. Οι αυξήσεις των επιτοκίων όμως κάνουν τώρα την ύφεση ακόμη πιο πιθανή. Η αγορά κατοικίας έχει καταρρεύσει και η χρηματοπιστωτική αγορά συγκλονίζεται τόσο από τα υψηλότερα επιτόκια όσο και από τα προβλήματα που δημιουργούνται για την εξυπηρέτηση του χρέους και τη ρευστότητα, όπως αποδεικνύεται από την κατάρρευση των κρυπτονομισμάτων.

Ωστόσο, θα χρειαστεί χρόνος για να πέσει ο πληθωρισμός στο 2% που είναι ο στόχος της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Εκτιμώ ότι θα υποστούμε (και πάλι) στασιμοπληθωρισμό (αυξημένη ανεργία με πληθωρισμό), όπως συνέβη με την απότομη αύξηση επιτοκίων από τον πρόεδρο της Fed Πολ Βόλκερ στις αρχές της δεκαετίας του 1980.

Η Ευρώπη βρίσκεται σε μια κάπως διαφορετική κατάσταση λόγω των σοβαρών διαταραχών του πολέμου στην Ουκρανία. Οι πληθωριστικές πιέσεις είναι μεγαλύτερες στην Ευρώπη παρά στις Ηνωμένες Πολιτείες εξαιτίας της μεγάλης εξάρτησης ενέργειας και τροφίμων από τις άμεσα εμπλεκόμενες χώρες (Ρωσία και Ουκρανία). Περιμένουμε έναν κρύο χειμώνα με περιορισμένη ενέργεια, που θα επηρεάσει όχι μόνο τους πολίτες, αλλά ταυτόχρονα την παραγωγή συνεχίζοντας τα προβλήματα από την πλευρά της προσφοράς. Ενα μεγάλο ποσοστό του κόσμου διεθνώς αναμένει ύφεση, καθώς οι αυξήσεις των επιτοκίων στις ΗΠΑ προκάλεσαν πτώση των νομισμάτων έναντι του δολαρίου. Αυτό ανάγκασε άλλες κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο να αυξήσουν τα δικά τους επιτόκια για τη διατήρηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Επιπλέον τα κράτη που έχουν χρεωθεί και εξακολουθούν να χρεώνονται σε δολάρια έχουν πληγεί από προβλήματα χρέους – τα οποία θα γίνονται όλο και πιο σοβαρά, καθώς τα βάρη εξυπηρέτησής τους θα μεγαλώνουν. Το Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, έχει ήδη αντιμετωπίσει προβλήματα στον χρηματοπιστωτικό τομέα, καθώς οι αγορές τιμολογούνται με υψηλότερα επιτόκια.

Πολύπλοκες και περίεργες συνδέσεις κινητών χρηματιστηριακών προϊόντων δημιουργούν προβλήματα, όταν μια κατηγορία περιουσιακών στοιχείων προκαλεί πώληση και κατάρρευση τιμών μιας άλλης κατηγορίας περιουσιακών στοιχείων. Μια άλλη παγκόσμια οικονομική κρίση, όπως αυτή του 2007-09, είναι και πάλι πιθανή εξαιτίας της υπερμόχλευσης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που προσπαθούν να αποδεσμευθούν από επικίνδυνα ρίσκα.

Μερικοί ισχυρίζονται άστοχα ότι οι πολιτικές της σύγχρονης θεωρίας χρήματος (Modern Money Theory) είναι αυτές που οδήγησαν στις δαπάνες ανακούφισης της COVID-19 στις ΗΠΑ και αλλού, οι οποίες δαπάνες έχουν προκαλέσει υψηλούς πληθωρισμούς. Η αλήθεια είναι ότι το Κογκρέσο στις ΗΠΑ ψήφισε δύο πακέτα δαπανών, που ανήλθαν συνολικά σε 5 τρισεκατομμύρια δολάρια, χωρίς αύξηση των φόρων. Την ίδια δημοσιονομική χαλάρωση ακολούθησαν και άλλες χώρες, όπως και η Ελλάδα. Στις ΗΠΑ μεγάλο μέρος των δαπανών ανακούφισης είχε τη μορφή ταχυδρομικών επιταγών σε κάθε νοικοκυριό.

Ομως πολλοί υποστηρικτές της σύγχρονης θεωρίας χρήματος αντιτάχθηκαν σε τέτοιες μορφές δαπανών προτείνοντας, αντίθετα, στοχευμένες δαπάνες, που θα κατευθύνονταν προς την υποστήριξη πολιτών που έχασαν τη δουλειά τους, που δεν μπορούσαν να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους (ενοίκιο, διατροφή, ηλεκτρικό, θέρμανση, κ.ά.) και γενικότερα που αντιμετώπιζαν προβλήματα που δημιουργήθηκαν από την πανδημία.

Το κρίσιμο σημείο είναι ότι η ανακούφιση θα έπρεπε να είχε επικεντρωθεί στην αποκατάσταση και βελτίωση της προσφοράς της οικονομίας και όχι στην αποκατάσταση της ζήτησης ενόψει των ελλείψεων από την πλευρά της προσφοράς. Αυτό θα μπορούσε να μετριάσει τις πληθωριστικές πιέσεις, να εξαλείψει την πίεση στην Κεντρική Τράπεζα και να αποτρέψει την αύξηση επιτοκίων, μειώνοντας έτσι την πιθανότητα οικονομικής κρίσης σε παγκόσμια κλίμακα.

Εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε σημαντικούς περιορισμούς εφοδιασμού, εν μέρει λόγω της COVID-19, αλλά και λόγω υποεπενδύσεων σε υποδομές και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην παρανόηση των πραγματικών περιορισμών και τη φύση των πληθωριστικών πιέσεων που προήλθαν από την πλευρά της προσφοράς. Η πεποίθηση ότι το πρόβλημα ήταν η υπερβολική ζήτηση οδήγησε στην υιοθέτηση αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής και αύξησης επιτοκίων.

Ας εγκαταλείψουμε λοιπόν την επικίνδυνη και άστοχη ιδέα της λιτότητας και ας την αντικαταστήσουμε με καλοσχεδιασμένες επενδύσεις και στοχευμένες κοινωνικές δαπάνες, που θα μπορέσουν, όχι μόνο να μειώσουν τις πληθωριστικές πιέσεις, αλλά να αποκαταστήσουν την ανάπτυξη και να μετατρέψουν την οικονομία μας, κάνοντάς την περιβαλλοντικά, κοινωνικά και οικονομικά βιώσιμη.

* Ο κ. Δημήτρης Παπαδημητρίου είναι πρόεδρος του Levy Economics Institute και καθηγητής στο Bard College, Νέα Υόρκη, ΗΠΑ, τ. υπουργός.

** Το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτα στην Καθημερινή της Κυριακής. 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News