ΑΠΟΨΕΙΣ

Αβολες αλήθειες και η ενεργειακή κρίση του σήμερα

Αβολες αλήθειες και η ενεργειακή κρίση του σήμερα

Χωρίς αμφιβολία αυτό που βιώνουμε σήμερα αποτελεί την πλέον σοβαρή ενεργειακή κρίση από αυτήν του 1973, όταν σε μόλις τρεις μήνες (Οκτώβριος – Δεκέμβριος) πενταπλασιάστηκε η τιμή του πετρελαίου, για να παραμείνει έκτοτε σε υψηλά επίπεδα και να καθορίσει τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις των δεκαετιών που ακολούθησαν. Τις υψηλές τιμές πετρελαίου ακολούθησε ανεξέλεγκτος πληθωρισμός, όπως τώρα, και μετά τον διαδέχθηκε στασιμοπληθωρισμός που κράτησε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και στάθηκε σοβαρό εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη.

Το μακρινό 1973 το πετρέλαιο, μαζί με τον άνθρακα και το φυσικό αέριο, αποτελούσε το βασικό ενεργειακό αγαθό, και μαζί ευθύνοντο για το 87% της παγκόσμιας ενεργειακής κατανάλωσης, με το πετρέλαιο να αντιστοιχεί στο 46%, το φυσικό αέριο στο 16%, τον άνθρακα στο 25% και το υπόλοιπο 13% να καλύπτεται από βιομάζα και φυτικά κατάλοιπα (η μεγάλη τότε και τώρα ενεργειακή πηγή των αναπτυσσόμενων χωρών), λίγα υδροηλεκτρικά και ελάχιστη πυρηνική ενέργεια. Σχεδόν 50 χρόνια αργότερα η ενεργειακή εικόνα του πλανήτη δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά, αφού σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία, που δημοσιεύθηκαν στις 30/6 από την ΒΡ, στο ετήσιο Statistical Review of World Energy, οι υδρογονάνθρακες μαζί με τον άνθρακα καλύπτουν το 82,3% της παγκόσμιας πρωτογενούς ενεργειακής κατανάλωσης. Με την κατανάλωση ενέργειας του πλανήτη μέσα στα τελευταία 50 χρόνια να έχει υπερδιπλασιαστεί από τα 254 EJ που ήταν το 1973 στα 606 EJ που έφθασε το 2019, ενώ το 2021 λόγω πανδημίας σημείωσε μικρή πτώση στα 595 ΕJ.

Σύμφωνα με την ανωτέρω έκθεση της ΒΡ, το 2021 οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) σε παγκόσμιο επίπεδο κάλυψαν μόνο το 6,7% της ενεργειακής κατανάλωσης, αν και σημαντικά αυξημένη η εισφορά τους στα 39,9 EJ σε σύγκριση με το 2020, όπου συνεισέφεραν 34,8 ΕJ. Ομως τη μερίδα του λέοντος καλύπτουν οι συμβατικές μορφές ενέργειας όπως το πετρέλαιο στα 184,21 EJ (31,0%), το φυσικό αέριο στα 145,35 EJ (24,4%), ο άνθρακας στα 160,10 EJ (26,8%), τα πυρηνικά στα 25,31 (4,3%) και τα υδροηλεκτρικά στα 40,26 EJ (6,8%). Τα ανωτέρω στοιχεία είναι λίαν αποκαλυπτικά ως προς τη σύνθεση του παγκόσμιου ενεργειακού μείγματος και φανερώνουν αν μη τι άλλο την τεράστια αδράνεια που χαρακτηρίζει τη διαχρονική εξέλιξή του.

Εάν λάβουμε υπόψη την επικρατούσα κατάσταση στην Ευρώπη –όπου τα ορυκτά καύσιμα καλύπτουν το 69% της ενεργειακής κατανάλωσης της Ε.Ε. 27 (στοιχεία Eurostat 2020)– και τη σημερινή κατάσταση ομηρίας του ευρωπαϊκού ενεργειακού συστήματος από τις βουλές του προέδρου Πούτιν και της ηγετικής ομάδας του Κρεμλίνου, οδηγούμεθα σε ορισμένες άκρως δυσάρεστες διαπιστώσεις ως προς τη δομή του σημερινής ενεργειακής αγοράς και τις προοπτικές της βάσει της ακολουθούμενης μονοδιάστατης πολιτικής της Ε.Ε. Μιας πολιτικής η οποία δεν αποβλέπει στην ενδυνάμωση συνολικά της δομής του ευρωπαϊκού ενεργειακού συστήματος, μέσω της ανάπτυξης όλων ανεξαιρέτως των πηγών ενέργειας, και όχι μόνο των ΑΠΕ, αλλά επιχειρεί να ανταλλάξει μια μορφή εξάρτησης (από το εισαγόμενο μέσω αγωγών ρωσικό αέριο) με μια άλλη, που είναι οι αθρόες εισαγωγές διά θαλάσσης υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG). Από την παράθεση των ανωτέρω στοιχείων προκύπτουν ορισμένες άβολες, για ορισμένους, αλήθειες.

Η πρώτη άβολη αλήθεια είναι ότι παρά τα 3 τρισ. δολ. που έχουν επενδυθεί τα τελευταία 50 χρόνια για την ανάπτυξη των ΑΠΕ, αυτές σήμερα καλύπτουν μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό του παγκόσμιου ενεργειακού ισοζυγίου. Μπορεί στην Ε.Ε. τα πράγματα για τις ΑΠΕ να είναι ελαφρώς καλύτερα, με αυτές να καλύπτουν το 16% της ενεργειακής κατανάλωσης, αλλά το ίδιο αμείλικτα τίθεται το ερώτημα. Δηλαδή θα μπορέσουν μέσα στα επόμενα 20-25 χρόνια οι ΑΠΕ, έστω και με ισχυρή χρηματοδότηση, από το σημερινό μικρό ποσοστό τους να φθάσουν να καλύψουν άνω του 70% της συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης, όπως προβλέπουν τα περισσότερα μαθηματικά μοντέλα βάσει των οποίων η Ε.Ε. στηρίζει τις πολιτικές της; Η απάντηση είναι σαφώς αρνητική για τον απλούστατο λόγο ότι η συμβολή των ΑΠΕ ενέχει σοβαρούς περιορισμούς, καθότι η βασική συνεισφορά τους είναι σε ηλεκτρισμό και η αύξησή τους εξαρτάται από τον μετασχηματισμό του ενεργειακού συστήματος σε έναν απόλυτο ηλεκτρικό φορέα. Κάτι που δεν είναι αυτονόητο, ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο οι δυσκολίες είναι ακόμα μεγαλύτερες αφού η εξάπλωση ηλεκτρικών δικτύων (κεντρικών ή micro grids) και ο ηλεκτρικός μετασχηματισμός εξαρτώνται από τη γενικότερη οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας.

Η δεύτερη αλήθεια αφορά τις προοπτικές ραγδαίας εξέλιξης των ΑΠΕ και ότι αυτές πρέπει να ανταγωνισθούν με αρκετά φθηνότερες και πλέον καθιερωμένες μορφές ενέργειας που προσφέρουν άμεση πρόσβαση στα δισεκατομμύρια καταναλωτών στις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Η έλλειψη υποδομών δικτύων στις περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες ευνοεί τη χρήση των ορυκτών καυσίμων. Επιπλέον, πολλές αναπτυσσόμενες χώρες διαθέτουν βεβαιωμένα κοιτάσματα υδρογονανθράκων τα οποία είναι αποφασισμένες να αναπτύξουν παρά τις δυσκολίες χρηματοδότησης από διεθνείς τραπεζικούς οργανισμούς (λ.χ. World Bank, ΕΙΒ) που προσπαθούν να επιβάλουν περιορισμούς, υποσκάπτοντας όμως στην πράξη την οικονομική ανάπτυξη πολλών φτωχών χωρών.

Η τρίτη αλήθεια σχετίζεται με την τεράστια αύξηση στην κατανάλωση ενέργειας που παρατηρείται και τρέχει με ετήσιο ρυθμό +1,5% περίπου, και είναι αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης πληθυσμιακής αύξησης και της διαρκούς βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου εκατομμυρίων νοικοκυριών σε όλο τον κόσμο. Ενας από τους βασικούς λόγους που δεν μπορούν να εξαπλωθούν πιο γρήγορα και σε μεγαλύτερο ποσοστό οι ΑΠΕ έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι συνολικές πλανητικές ενεργειακές ανάγκες τρέχουν πολύ γρηγορότερα από τον ρυθμό αύξησης των εφαρμογών ΑΠΕ, που επιπλέον περιορίζονται στην ηλεκτροπαραγωγή και άρα εξαρτώνται από τα ελλιπή ηλεκτρικά δίκτυα και την αδυναμία πρόσβασης σε αυτά. Ετσι, παρά τη δυναμική που έχουν αποκτήσει οι ΑΠΕ και την ευρεία υποστήριξή τους, η κυριαρχία των ορυκτών καυσίμων σε επίπεδο διεθνούς ενεργειακού μείγματος θα εξακολουθήσει για πολλά χρόνια ακόμα.

Τις τελευταίες εβδομάδες καθώς οξύνεται η ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη με τις τιμές του ηλεκτρικού στο επίπεδο των 300 ευρώ/mwh, δηλαδή τρεις φορές ακριβότερες από πέρυσι, και τις τιμές του αερίου στα 180 ευρώ/ MWH (έξι φορές ακριβότερες) και το πετρέλαιο Brent στα 100 δολ. ανά βαρέλι (δύο φορές πάνω από το 2021), κυβερνήσεις και καταναλωτές ψάχνουν απεγνωσμένα για λύσεις. Μια ψύχραιμη ανάλυση δείχνει ότι οι υψηλές τιμές και η αδυναμία ελέγχου τους οφείλονται στο γεγονός ότι η Ευρώπη, μη έχοντας αναπτύξει τους δικούς της ενεργειακούς πόρους, άγεται και φέρεται από τις εξελίξεις στις διεθνείς αγορές, από ωμούς εκβιασμούς και πολιτικές συνθήκες που η ίδια δεν μπορεί να ελέγξει.

Προκειμένου να ενισχύσει την ασφάλεια ενεργειακής προμήθειας και να επιτύχει ανταγωνιστικές τιμές, η Ε.Ε. οφείλει σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα να αναπτύξει όλες ανεξαιρέτως τις ενεργειακές πηγές που διαθέτει στοχεύοντας σε έναν εξορθολογισμό του ενεργειακού της ισοζυγίου με σαφώς μεγαλύτερη συμμετοχή των ΑΠΕ, των πυρηνικών αλλά και του φυσικού αερίου. Να σημειωθεί ότι τα συνολικά βεβαιωμένα κοιτάσματα αερίου στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο (βλέπε Βόρεια Θάλασσα, Μαύρη Θάλασσα, Αδριατική, Ιόνιο, Ανατολική Μεσόγειος) ξεπερνούν τα 10 τρισ. κυβ. μέτρα, και είναι ικανά να καλύψουν τις ανάγκες των επόμενων 50 και κάτι ετών.

* Ο κ. Κωστής Ν. Σταμπολής είναι σύμβουλος Στρατηγικής στην Ενέργεια και πρόεδρος του Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ).

** Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της Κυριακής. 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News