ΑΠΟΨΕΙΣ

Για την πρόωρη αγορά χρέους

Για την πρόωρη αγορά χρέους

Για άλλη μια φορά η κυβέρνηση ανακοίνωσε πως θα προχωρήσει στην εξαγορά των υπολοίπων των δανείων ΔΝΤ και δύο ετήσιων δόσεων των διακρατικών δανείων του πρώτου μνημονίου (GLF) – σύνολο 7 δισ. ευρώ. Τα 4,2 δισ. ευρώ αφορούν υποχρεώσεις πέραν του οικονομικού έτους 2022. Το σύνολο θα χρηματοδοτηθεί από διαθέσιμα, η συντήρηση των οποίων κοστίζει περί το 2% και η αναπλήρωσή τους γίνεται από τις αγορές.

Οι κινήσεις έχουν αναγγελθεί από το καλοκαίρι. Τον Σεπτέμβριο στη ΔΕΘ το οικονομικό επιτελείο αναφερόταν στα «ακριβά δάνεια» του ΔΝΤ με επιτόκιο 3% και τα GLF με 2,5%. Τον Οκτώβριο ο ΥΠΟΙΚ στη Βουλή αναφέρθηκε στο σημαντικό οικονομικό όφελος από τις πρόωρες αγορές δόσεων δανείων ΔΝΤ. Κατά τον κ. Σταϊκούρα, οι εξαγορές εξοικονομούν 230 εκατ. (100 εκατ. Νοέμβριος 2019, 85 εκατ. Μάρτιος 2021, 45 εκατ. η επικείμενη). Η δε εναλλακτική με τα δάνεια EFSF/ESM είναι ασύμφορη, ως «φθηνότερα» και γιατί προβλέπονται πέναλτι πρόωρης εξαγοράς. Το ερώτημα «γιατί οι εξαγορές δεν έγιναν πριν από έξι ή οκτώ μήνες, που το κόστος δανεισμού της χώρας ήταν ελάχιστο;», παραμένει μετέωρο.

Η αντιμνημονιακή φιλολογία ήθελε τους «κακούς ξένους» να μας ληστεύουν με τους τόκους των δανείων. Με τις αλλεπάλληλες παρεμβάσεις των δανειστών το κόστος των δανείων έχει πέσει σημαντικά. Η ενημέρωση του οικονομικού επιτελείου στη ΔΕΘ τον Σεπτέμβριο περιείχε σειρά ανακριβειών:

• Το επιτόκιο των δανείων GLF είναι Euribor 3 μηνών + 0,5%. Από τον Σεπτέμβριο 2020 το επιτόκιο Euribor έχει πέσει κάτω από -0,5%, δηλαδή τα δάνεια GLF έχουν αρνητικό επιτόκιο. Κάθε άλλο παρά ακριβά.

• Η τελευταία επικαιροποίηση των υποχρεώσεων της Ελλάδας προς το ΔΝΤ παρουσιάζει το πρόγραμμα καταβολών που απομένουν. Ακόμη και εάν υποθέσουμε μηδενικές χρεώσεις, οι απομένουσες καταβολές αντιστοιχούν σε δάνειο με επιτόκιο κάτω από 1,1%. Καμιά σχέση με το αναφερόμενο «ακριβό 3%».

• Τα «φθηνά δάνεια» EFSF και ESM είναι ακριβότερα, με κόστος περίπου 1,2% και 1,3%, αντιστοίχως.

Τα δάνεια ΔΝΤ

Στον πίνακα του ΔΝΤ με τις προγραμματισμένες καταβολές, το σύνολο των τόκων/χρεώσεων εμφανίζεται 33 εκατ. ευρώ. Αυτό είναι το απολύτως μέγιστο της εξοικονόμησης που μπορεί να αποφέρει η πρόωρη εξαγορά. Αισθητά χαμηλότερη από τη δήλωση του ΥΠΟΙΚ μέσα στη Βουλή – το ίδιο ισχύει και για τις προηγούμενες αγορές χρέους. Ο ESM αναφέρεται σε όφελος 38 εκατ. από την πρώτη εξαγορά, ενώ το ΥΠΟΙΚ εκτιμούσε σε 80 εκατ. ευρώ το όφελος από τη δεύτερη. Μακράν των 100 εκατ. και 80 εκατ. ευρώ που καταθέτει ο ΥΠΟΙΚ στη Βουλή. Η πραγματική εξοικονόμηση από τις τρεις εξαγορές δανείων ΔΝΤ είναι περίπου η μισή αυτής που προπαγανδίζει το οικονομικό επιτελείο. Εάν συνεκτιμηθεί το κόστος δανεισμού από τις αγορές για την αναπλήρωση διαθεσίμων, το όφελος είναι ακόμη μικρότερο ή δεν υπάρχει.

Τα δάνεια GLFΗ πρόωρη εξαγορά των δανείων ΔΝΤ υπηρετεί το αφήγημα της «πραγματικής απαλλαγής» από τα μνημόνια, σε συνδυασμό με την επικείμενη λήξη του καθεστώτος ενισχυμένης εποπτείας. Ομως, είναι το επάρατο ΔΝΤ που προχώρησε σε ειδικό πανδημικό δανεισμό τον Αύγουστο 2021, με την Ελλάδα να λαμβάνει 2,8 δισ. ευρώ. Τα κεφάλαια αυτά έχουν το ίδιο ακριβώς στάτους με αυτά που άντλησε ο Βαρουφάκης από το πουθενά τον Ιούνιο 2015 για να καλυφθεί η δόση του ΔΝΤ και που αναπληρώθηκαν με ρητή αναφορά στην πρώτη εκταμίευση-γέφυρα του μνημονίου Τσίπρα. Για το νέο allocation της χώρας (ορολογία ΔΝΤ) ο ΥΠΟΙΚ είχε δηλώσει «από οφειλέτης, γινόμαστε δανειστής του ΔΝΤ» – τόσο ισχυροί έχουμε γίνει! Η λεπτομέρεια είναι πως τα κεφάλαια αυτά συμπληρώνουν τα διαθέσιμα που παρουσιάζει ο ΟΔΔΗΧ στην επενδυτική κοινότητα, η Ελλάδα δε έχει υποχρέωση συνεννόησης με το ΔΝΤ για τη χρήση τους.

Κατά την «καθαρή έξοδο» του 2018, ο τότε ΥΠΟΙΚ προχώρησε σε συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίου (interest rate swaps, IRS) με τους κύριους διαπραγματευτές της ελληνικής δευτερογενούς αγοράς χρέους και τέσσερις τράπεζες, για να μετατραπεί το κυμαινόμενο επιτόκιο των δανείων GLF σε σταθερό, μέχρι το 2029. Εγινε ανταλλαγή του (κυμαινόμενου) Euribor 3 μηνών με σταθερό 0,95%. Το 2018 το επιτόκιο Euribor κυμάνθηκε από -0,30% έως -0,32%, τελευταία φορά δε που είχε φθάσει το 0,95% ήταν τον Μάρτιο 2012. Στις συμβάσεις IRS προβλέπεται προκαταβολή τόκων. Ετσι, από το 2018 το Δημόσιο έχει καταβάλει σχεδόν 4,5 δισ. ευρώ στους αντισυμβαλλομένους, ενώ η υποχρέωσή του προς τους δανειστές ήταν (σωρευτικά) μικρότερη από 200 εκατ. ευρώ. Το αξιοπερίεργο είναι πως, αντί η σημερινή κυβέρνηση με το βουνό των οικονομικών προβλημάτων μπροστά της, να χτυπάει σαν χταπόδι τους Τσακαλώτο και Τσίπρα, θεωρεί πως ήταν κινήσεις «βέλτιστης διαχείρισης διαθεσίμων» – επί λέξει αναφορά στις εισηγητικές εκθέσεις των προϋπολογισμών. Δυστυχώς οι συμβάσεις IRS ισχύουν ανεξαρτήτως του υπο-κειμένου περιουσιακού στοιχείου – των δόσεων των δανείων GLF. Οι τόκοι είναι καταβλητέοι (ή έχουν ήδη καταβληθεί προκαταβολικά), ακόμη και εάν υπάρξει πρόωρη αγορά χρέους. Η επιλογή εξαγοράς δανείων GLF όχι μόνο δεν προσπορίζει όφελος στο Δημόσιο, αλλά θα πληρώνονται πανάκριβα ασφάλιστρα δόσεων που θα έχουν εξοφληθεί. Οι αντιστοιχούντες τόκοι (μετά τα IRS) για τις δόσεις διετίας των 5,3 δισ. είναι περίπου 80 εκατ. ευρώ. Βέλτιστη διαχείριση διαθεσίμων θα πει, λοιπόν, να αναλίσκεις διαθέσιμα για να αγοράζεις χρέος και να εξακολουθείς να πληρώνεις τους τόκους! Οι οποίοι δεν απαιτούνται από τους δανειστές (αντίθετα, πληρώνουν τα αρνητικά επιτόκια), αλλά οφείλονται χάρις στις συνακόλουθες της «καθαρής εξόδου» αστοχίες.

Η σημασία των εξαγορών

Είναι εμφανές πως το όφελος από τις πρόωρες αγορές χρέους που επιλέγει η κυβέρνηση είναι οριακό – στην περίπτωση των GLF έχουμε καθαρή ζημία. Με ανακρίβειες περί «ακριβών δανείων» και φουσκωμένα οφέλη, επιχειρείται η ανάδειξη των επιλογών ως οικονομικά βέλτιστων. Η σχετική φιλολογία επιχειρεί να κατοχυρώσει την άποψη πως το αξιόχρεο της χώρας αναβαθμίζεται έτσι στα μάτια των επενδυτών. Είναι αληθές για την Ισπανία, η οποία μέχρι το 2018 είχε εξαγοράσει το 43% του χρέους της προς τον ESM, η εξόφληση του οποίου αρχίζει το 2024. Είναι ενδεχομένως αληθές και για την Πορτογαλία, η οποία το 2019 άρχισε να αγοράζει χρέος προς τον EFSF, η εξόφληση του οποίου προβλεπόταν για το 2025 – δεν συνέχισε λόγω της υγειονομικής κρίσης. Η Ελλάδα όμως αγοράζει χρέος πολύ κοντά στη λήξη του. Δεν πρόκειται για εξαγορές που κάνουν τη διαφορά – όπως, π.χ., της Ισπανίας και της Πορτογαλίας που εξοικονομούν τόκους επτά έως δέκα ετών. Οι κινήσεις αξιολογούνται από τις αγορές – οι ενδείξεις είναι πως δεν έχουν ουσιαστική επίδραση στις επιλογές των επενδυτών, ούτε και τα θηριώδη διαθέσιμα άλλωστε. Η πρόσφατη τότε εξαγορά δανείων ΔΝΤ και τα υψηλά διαθέσιμα δεν συγκράτησαν τα spread τον Μάρτιο 2020, τα οποία εκτινάχθηκαν πάνω από τις 420 μονάδες. Οι ανακοινώσεις εξαγοράς χρέους του φθινοπώρου και τα σε ύψος-ρεκόρ διαθέσιμα δεν συγκράτησαν τα spread μετά τις αμφίσημες δηλώσεις Λαγκάρντ τον Οκτώβριο – 70 μονάδες βάσης η αύξηση από την πρόσκαιρη αβεβαιότητα, τώρα πια διπλάσια στις 140. Πνίγεται η οικονομία με τα υψηλά διαθέσιμα, μέρος των οποίων κατευθύνεται σε αγορές χρέους και όταν χρειάζεται η στήριξη, αυτή απλώς δεν υπάρχει.

Το ερώτημα πλέον τίθεται: Γιατί οι συγκεκριμένες επιλογές; Στη συγκυρία, η Ελλάδα έχει ανάγκη να μειώσει το χρέος της, το οποίο μέχρι τον Σεπτέμβριο είχε αυξηθεί κατά 30 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2019. Οι συγκεκριμένες επιλογές είναι επικοινωνιακά βολικές. Διώχνουμε το επάρατο ΔΝΤ, βαφτίζουμε ακριβά τα δάνειά του. Αγοράζουμε χρέος του κακού πρώτου μνημονίου από τους κακούς δανειστές – βαφτίζουμε ακριβά και αυτά τα δάνεια και στην πορεία βγάζουμε λάδι τους Τσίπρα – Τσακαλώτο για τη μνημειώδη αστοχία του 2018. Μας κοστίζει κάτι παραπάνω, αλλά δεν χάθηκε ο κόσμος!

* Ο κ. Γιώργος Προκοπάκης είναι σύμβουλος επιχειρήσεων.

** Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της Κυριακής. 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News
TAGS