ΑΠΟΨΕΙΣ

Η ανοιχτή κούρσα των γαλλικών εκλογών

Η ανοιχτή κούρσα των γαλλικών εκλογών

Το περασμένο φθινόπωρο το αποτέλεσμα των γαλλικών προεδρικών εκλογών του Απριλίου ήταν λίγο-πολύ προεξοφλημένο. Ο Εμανουέλ Μακρόν θα αντιμετώπιζε στον δεύτερο γύρο την Μαρίν Λε Πέν, επαναλαμβάνοντας το σενάριο του 2017. Η επανεκλογή του απέναντι στην εκπρόσωπο της εθνικιστικής δεξιάς φαινόταν προδιαγεγραμμένη.

Η τράπουλα όμως ξαναμοιράστηκε με την είσοδο στην πολιτική αρένα του Ερίκ Ζεμούρ, πρώην πολιτικού σχολιαστή και συγγραφέα, σαν δεύτερου υποψήφιου στους κόλπους της εθνικιστικής δεξιάς. Ταυτόχρονα το κεντροδεξιό κόμμα των Ρεπουμπλικάνων (Les Républicains) επέλεξε ως υποψήφιο την Βαλερί Πεκρές, περιφεριάρχη της ευρύτερης ζώνης του Παρισιού (Île-de-France) και υπουργό στις κυβερνήσεις του πρώην προέδρου Σαρκοζί. Η Πεκρές χαίρει ευρύτερης συμπάθειας αλλά δεν θα μπορούσε να υπερισχύσει στον πρώτο γύρο της Λε Πέν καθώς η απήχηση της εθνικιστικής δεξιάς φθάνει το 35%. Η «σφήνα» Ζεμούρ αφαίρεσε όμως σημαντικό τμήμα ψηφοφόρων της Λε Πέν, φέρνοντάς την σε απόσταση αναπνοής απο την υποψήφιο της κεντροδεξιάς.

Ο πρώτος γύρος των εκλογών εμφανίζεται ετσι θεωρητικά ανοικτός, αν και η αριστερά είναι εκτός παιχνιδιού λόγω της φθίνουσας απήχησης και του κατακερματισμού της. Ο κεντρώος απερχόμενος πρόεδρος φαίνεται να διατηρεί το προβάδισμα αλλά ενδέχεται να αντιμετωπίσει την Πεκρές στον δεύτερο γύρο. Στο σενάριο αυτό μια πολιτική ανατροπή δεν θεωρείται απίθανη. Οι βαθύτερες αιτίες εστιάζονται σε ένα τετράπτυχο που τροφοδοτεί την δυσαρέσκια της κοινής γνώμης: (α) οικονομική καχεξία, (β) ανισότητες, (γ) μετανάστευση, (δ) ανασφάλεια.

Η υποχώρηση του κατά κεφαλή εισοδήματος στο 87% της Γερμανίας απεικονίζει γλαφυρά την οικονομική καχεξία της Γαλλίας—ή παρακμή κατά πολλούς (αριστερό γράφημα). Ταυτόχρονα η Γαλλία δεν κατάφερε να τιθασεύσει το χρέος, που σχεδόν άγγιξε το 100% του ΑΕΠ το 2019, ενώ αντίθετα η Γερμανία είχε μειώσει το χρέος στο 59% του ΑΕΠ. Η πανδημία εκτόξευσε το δημόσιο χρέος στο 115% του ΑΕΠ (δεξιό γράφημα).

Η ανοιχτή κούρσα των γαλλικών εκλογών-1

Προμηνύονται ετσι ακόμα περισσότερα φορολογικά βάρη σε μια χώρα που κατέχει την δεύτερη θέση στον ΟΟΣΑ στους φόρους, που φθάνουν το 45,4% του ΑΕΠ. Ταυτόχρονα η Γαλλία έρχεται δεύτερη στις δημόσιες δαπάνες που ξεπερνούν το 55% του ΑΕΠ. Ωστόσο η αποδοτικότητα των δαπανών αμφισβητείται. Μία ένδειξη είναι οι φθίνουσες γνωστικές ικανότητες των μαθητών που τοποθετούν τα γαλλικά σχολεία σε δυσμενή συγκριτικά θέση. Μία άλλη ένδειξη, που στοχοποιήθηκε έντονα κατά την πανδημία, είναι η απώλεια του 20% περίπου των κλινών των κρατικών νοσοκομείων την τελευταία εικοσαετία, λόγω κυρίως ελλείψεων νοσηλευτικού προσωπικού που επιτείνουν οι σχετικά χαμηλές αμοιβές.

Σε οτι αφορά τις ανισότητες, παρά τις υπερμεγέθεις κοινωνικές δαπάνες που δίνουν στη Γαλλία την «πρωτιά» στον ΟΟΣΑ, ο «κοινωνικός ανελκυστήρας» έχει μπλοκάρει λόγω των εντεινόμενων ανισοτήτων των ευκαιριών. Το επιβεβαιώνει η συσχέτιση του εισοδήματος των παιδιών με αυτό των γονέων. Ο ΟΟΣΑ εκτιμά οτι χρειάζονται περίπου έξι γενεές για να ανελιχθούν τα παιδιά μιας οικογένειας χαμηλού εισοδήματος στο μέσο εισόδημα της χώρας, ιδιαίτερα λόγω των ποιοτικών κενών του εκπαιδευτικού συστήματος που δρούν εις βάρος των φτωχότερων. Πρόκειται για τη χαμηλότερη σχεδόν κοινωνική κινητικότητα στις χώρες του ΟΟΣΑ. Τροφοδοτείται ετσι η κοινωνική ένταση και αντιδράσεις όπως το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων».

Οι ανισότητες των ευκαιριών εντείνονται στις υποβαθμισμένες περιοχές που πιέζονται απο τη μετανάστευση. Εκτιμάται οτι οι μετανάστες αυξήθηκαν το 2020 στο 10,2% του πληθυσμού, απο 7,3% το 2000. Σχεδόν το ήμισυ προέρχεται από την Βόρεια και Υποσαχάρια Αφρική, συναντώντας σημαντικές δυσκολίες κοινωνικής ένταξης λόγω πολιτισμικών και θρησκευτικών χασμάτων αλλά και περιορισμένων ευκαιριών απασχόλησης. Είναι χαρακτηριστικό οτι μόνο το 59% των μεταναστών είναι απασχολούμενοι—ένα απο τα χαμηλότερα ποσοστά στον ΟΟΣΑ—έναντι 71% στη Γερμανία και 75% στη Βρετανία. Πληθαίνουν ετσι οι απόψεις οτι οι εκτός ΕΕ μετανάστες έλκονται στη χώρα κυρίως απο τις γενναιόδωρες κοινωνικές παροχές, για τις οποίες οι υποψήφιοι της εθνικιστικής δεξιάς προτείνουν να δοθεί προτεραιότητα στους Γάλλους πολίτες.

H ανασφάλεια οξύνει την περιρρέουσα δυσαρέσκεια. Τα εγκλήματα κατά της σωματικής ακεραιότητας έχουν αυξηθεί σχεδόν κατά 50% σε σχέση με το 2014. Οι επιθέσεις κατά της αστυνομίας είναι συχνές, ενώ τα υποβαθμισμένα προάστια θεωρούνται απρόσιτα και περίπου εκτός νόμου. Η εγκληματικότητα συσχετίζεται ως ένα βαθμό και με την μετανάστευση, καθώς το 23% των εγκλείστων στις φυλακές είναι ξένοι υπήκοοι.

Ο μεταρρυθμιστής Μακρόν έχει στο ενεργητικό του μια οριακή οικονομική βελτίωση πρίν απο την πανδημία, και μια ελαφρά μείωση της ανεργίας, κατά μια μονάδα, στο 8%. Όμως τα δομικά προβλήματα της οικονομίας παραμένουν και επιτείνονται από την αύξηση του χρέους. Στα θέματα των ανισοτήτων, της μετανάστευσης και της ανασφάλειας ο απολογισμός είναι αρνητικός στην εκτίμηση της κοινής γνώμης. Η εκλογή του Μακρόν το 2017 οφειλόταν στη δημιουργία ενός συνασπισμού για το μπλοκάρισμα της Λε Πέν, όχι σε ευρύτερη αποδοχή των μεταρρυθμίσεων όπως απέδειξε το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων». Η πανδημία θεωρείται οτι λειτούργησε πολιτικά κάπως σαν «απο μηχανής θεός», ενισχύοντας την συσπείρωση ευρύτερων στρωμάτων της κοινής γνώμης στους υγειονομικούς περιορισμούς της κυβέρνησης. Οι 90 περίπου ημέρες που απομένουν ως τον δεύτερο γύρο των εκλογών θα είναι κρίσιμες για την έκβαση της αναμέτρησης.

* O Αριστομένης Βαρουδάκης είναι Οικονομολόγος, Πρώην Καθηγητής Πανεπιστημίου του Στρασβούργου, πρώην ανώτερο στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΟΟΣΑ. 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News