ΑΠΟΨΕΙΣ

Οι μακροχρόνιες «πληγές» της νομισματικής σύσφιγξης

Οι μακροχρόνιες «πληγές» της νομισματικής σύσφιγξης

Στις 14 Σεπτεμβρίου η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αποφάσισε να αυξήσει για δέκατη συνεχόμενη φορά από τον Ιούλιο 2022 τα επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης εν μέσω αυξανόμενων ανησυχιών για την ανάπτυξη και την αργή πορεία του πληθωρισμού προς τον στόχο του 2%. Αντίθετα, οι κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου αποφάσισαν να αφήσουν τα επιτόκιά τους αμετάβλητα στις πρόσφατες συνεδριάσεις τους. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, οι αγορές προεξοφλούν ότι πρόκειται για την τελευταία αύξηση επιτοκίων στην Ευρωζώνη μετά από μια ιστορικά επιθετική πορεία νομισματικής σύσφιγξης που έφερε τα επιτόκια στο υψηλότερο επίπεδο από συστάσεως του κοινού νομίσματος. Σε αυτή τη συγκυρία η πλειονότητα των αναλύσεων επικεντρώνεται στην επίδραση των πολιτικών αυτών στον τρέχοντα οικονομικό κύκλο και συγκεκριμένα στο βάθος αλλά και το χρονικό σημείο εντός των επόμενων μηνών όπου μπορεί η οικονομία να βρεθεί σε ύφεση. Αλλωστε η οικονομική θεωρία υποδεικνύει πως μακροχρόνια η επίδραση που θα έχει η σύσφιγξη είναι ουδέτερη και δεν επηρεάζει το παραγόμενο προϊόν. Παρ’ όλα αυτά, νεότερες έρευνες παρουσιάζουν στοιχεία που δείχνουν ότι σε ορίζοντα δεκαετίας δεν είναι δεδομένο ότι η οικονομία θα βγει αλώβητη.

Αρχικά, για να γίνει κατανοητός ο λόγος που θεωρείται πως η νομισματική σύσφιγξη έχει μόνο βραχυχρόνια αποτελέσματα, αρκεί να κατανοήσουμε κάποια βασικά «κανάλια» μέσα από τα οποία αυτή λειτουργεί.

Ενα υψηλότερο επίπεδο επιτοκίων θα κάνει σχετικά ακριβότερη τη χρήση πιστωτικών καρτών, τη λήψη δανείων για κατοικίες ή καταναλωτικά αγαθά, ενώ και τα δάνεια που λαμβάνουν οι επιχειρήσεις για να επεκτείνουν την παραγωγή τους θα καταστούν ακριβότερα.

Τελικά, επενδύσεις και κατανάλωση στην οικονομία μειώνονται επιφέροντας την αναγκαία επιβράδυνση που απαιτείται για να τιθασευτεί ο πληθωρισμός. Αντίθετα, σε μακροχρόνιο ορίζοντα οι οικονομολόγοι θεωρούν στην πλειονότητά τους πως η ποσότητα της εργασίας, του κεφαλαίου αλλά και η τεχνολογία που τα συνδυάζει διαμορφώνουν το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, το οποίο μια οικονομία είναι ικανή να παράγει καθιστώντας το «χρήμα» ουδέτερο. Οσο περισσότερα μηχανήματα και εργαζόμενοι είναι διαθέσιμα, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η δυνητική παραγωγή της οικονομίας. Ο τρόπος που συνδυάζονται αυτά συνιστά τη συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας και συνεπάγεται πως όσο βελτιώνεται η παραγωγικότητα μπορούμε να παράγουμε περισσότερο με σταθερή ποσότητα εργαζομένων και κεφαλαίου. Ως εκ τούτου, η αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας είναι ένας κρίσιμος μοχλός της οικονομικής ανάπτυξης μακροχρόνια.

Πώς μπορεί συνεπώς η αύξηση των επιτοκίων να έχει μακροχρόνια αρνητική επίδραση στο δυνητικό συνολικό παραγόμενο προϊόν μιας οικονομίας; Η πρώτη απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα έρχεται μέσα από τις επενδύσεις, και συγκεκριμένα τις δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη (R&D).

Το υψηλότερο κόστος δανεισμού που αντανακλά τη νομισματική σύσφιγξη εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών μπορεί να αποθαρρύνει τις επιχειρήσεις να επενδύσουν σε έρευνα και ανάπτυξη. Πράγματι αυτό μπορεί να γίνει πολύ εύκολα αντιληπτό αν παρατηρήσουμε τη σημαντική πτώση στις επενδύσεις από κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών (Venture Capital) μέσα στο 2022, που θα επηρεάσουν κυρίως την ανάπτυξη νέων καινοτόμων τεχνολογιών. Ιστορική έρευνα σε πνευματική ιδιοκτησία και αριθμό πατεντών σε περιόδους νομισματικής σύσφιγξης φανερώνει παρόμοιες επιδράσεις. Δεύτερον, όταν οι εργαζόμενοι στερούνται απασχόλησης σε περιόδους ύφεσης, το ανθρώπινο κεφάλαιό τους απαξιώνεται όσο περισσότερο μένουν εκτός αγοράς εργασίας. Παρότι τα επίπεδα ανεργίας στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, εντούτοις μια επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας λόγω υψηλότερων επιτοκίων θα ήταν ικανή να επιφέρει μείωση του συνολικού επιπέδου δεξιοτήτων στην οικονομία. Από τα παραδείγματα αυτά γίνεται εμφανές πως μπορεί μια νομισματική σύσφιγξη να επηρεάσει μακροχρόνια την οικονομία μέσω του παράγοντα της συνολικής παραγωγικότητας που αναφέρεται παραπάνω.

Φυσικά, τα νέα αυτά στοιχεία δεν θέτουν σε αμφισβήτηση την αναγκαιότητα σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών, ειδικά σε μια συγκυρία που ο πληθωρισμός κινείται παρατεταμένα σε μη ανεκτά επίπεδα, διαβρώνοντας την αγοραστική δύναμη και διαταράσσοντας τις πληθωριστικές προσδοκίες.

Η νομισματική πολιτική άλλωστε έχει ως πρώτιστο στόχο τη σταθερότητα των τιμών και δεν είναι πάντα εύκολο να εξισορροπηθεί με παράγοντες όπως η ανεργία, η κλιματική αλλαγή και ενδεχομένως η παραγωγικότητα. Δημιουργείται όμως πρόσφορο έδαφος για την εκκίνηση μιας συζήτησης σχετικά με το μείγμα πολιτικών (δημοσιονομικών, ρυθμιστικών) που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την καινοτομία για όσο διάστημα τα επιτόκια παραμένουν σε περιοριστικά επίπεδα. Ενώ οι βασικότερες κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο (ΗΠΑ, Ευρώπη και Ηνωμένο Βασίλειο) φαίνεται, μέχρι στιγμής, να έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο ανόδου των επιτοκίων, οι οικονομίες παραμένουν απροσδόκητα ανθεκτικές στην ύφεση και ο πληθωρισμός αρκετά επίμονος.

Αυτό σημαίνει ότι είναι πιθανό τα υψηλά επιτόκια να διατηρηθούν για καιρό και άρα η συζήτηση για ένα μείγμα πολιτικών που θα τονώνει την παραγωγικότητα και θα ενισχύει την προσφορά είναι αναγκαίο να συμπεριληφθεί στους μεσοπρόθεσμους στόχους οικονομικής πολιτικής.

 

* Το άρθρο συνυπογράφουν ο Σταύρος Δ. Μαλκίδης, Hayek fellow στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, και ο Στυλιανός Φουντάς, καθηγητής Οικονομετρίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Αρχικά, δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή της  Κυριακής.

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News