Απόψεις Παρασκευή 15/09/2023, 00:01
ΑΠΟΨΕΙΣ

Επιστήμη και πράξη για την κλιματική αλλαγή

Επιστήμη και πράξη για την κλιματική αλλαγή

Την περασμένη Κυριακή η «Κ» δημοσίευσε επτά απαντήσεις στο ερώτημα «Πώς θα είναι η Ελλάδα το 2033;». Μου έκανε εντύπωση πόσο διαφορετικό ήταν το κείμενο του καθηγητή Π. Κουτράκη από τα υπόλοιπα. Ο κ. Κουτράκης είναι διευθυντής του Κέντρου Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης, Κλιματικής Αλλαγής και Ενέργειας στο Χάρβαρντ. Οι άλλοι έξι είναι διακεκριμένοι πανεπιστημιακοί ή στελέχη περιβαλλοντικών οργανώσεων που εργάζονται στην Ελλάδα.

Ο Π. Κουτράκης προβλέπει προσαρμογές που θα γίνουν από πολλούς παραγωγούς και καταναλωτές, αξιοποιώντας τεχνολογίες έτοιμες ή υπό ανάπτυξη: καλλιέργειες μέσα σε κτίρια, πολύ περισσότερες μονάδες αφαλάτωσης, οικιακά φωτοβολταϊκά, οικιακές συσκευές με μπαταρίες, κλιματισμός και φίλτρα καθαρισμού αέρα σε όλα τα σπίτια και γραφεία, λιγότερη κυκλοφορία στις πόλεις, περισσότερος ορεινός τουρισμός.

Οι άλλοι αρθρογράφοι περιορίστηκαν κυρίως σε προειδοποιήσεις, χωρίς να προβλέπουν ή να προτείνουν συγκεκριμένες προσαρμογές (με λίγες εξαιρέσεις). Η έμφαση ήταν στην ανάγκη για κρατική ή συλλογική δράση, αλλά χωρίς εξειδίκευση. Τονίστηκε ορθώς από τον καθηγητή Μ. Πλειώνη η ανάγκη για «επιστημονική εμπειρογνωμοσύνη» αλλά με έναν τρόπο, κατά τη γνώμη μου, μη λειτουργικό: «με τη συντεταγμένη επιστημονική κοινότητα, μέσω του εθνικού δικτύου CLIMPACT στο οποίο συμμετέχουν 24 ερευνητικοί και ακαδημαϊκοί φορείς». Και άλλοι αναφέρθηκαν στους φορείς που πρέπει να συμμετέχουν στις λύσεις, αλλά δεν θέλησαν να προδιαγράψουν ποιες μπορεί να είναι αυτές.

Τι δείχνει αυτή η διαφορά στις προσεγγίσεις; Στα κορυφαία αμερικανικά πανεπιστήμια οι καθηγητές δεν είναι μόνο καλοί ερευνητές. Εχουν διαρκή αλληλεπίδραση με αυτούς που υλοποιούν επιχειρηματικά και επιχειρησιακά σχέδια, στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα. Αυτό τους δίνει μια αίσθηση του εφικτού που δεν την αποκτάς στο εργαστήριο, και τους ωθεί να επικοινωνούν καλύτερα με το ευρύ κοινό. Ξέρουν, επίσης, ότι η επιστημονική μέθοδος από μόνη της δεν βρίσκει λύσεις σε προβλήματα πρωτοφανή, όταν δεν υπάρχουν χιλιάδες προηγούμενες παρόμοιες περιπτώσεις για να μελετήσουν συστηματικά τη σχέση αιτίου και αποτελέσματος. Και κατανοούν ότι καμία λύση δεν είναι λύση αν απαιτεί τόσο πολλή ανθρώπινη εργασία και κεφάλαια που κανένας δεν πρόκειται να διαθέσει.

Στην Ελλάδα, ακόμα και οι καλύτεροι επιστήμονες δυσκολεύονται να διακρίνουν το επιθυμητό από το εφικτό και αυτό περιορίζει την αξία του λόγου τους. Οι δασολόγοι που μίλησαν αυτές τις μέρες συμφωνούν ότι τα μεσογειακά δάση μπορούν να προστατευτούν από τις μεγάλες πυρκαγιές μόνο αν κάθε χρόνο, πριν από το καλοκαίρι, απομακρύνεται μεγάλο μέρος της καύσιμης ύλης που συσσωρεύεται στο δάσος την άνοιξη. Δεν είδα όμως στον δημόσιο λόγο μια ποσοτική εκτίμηση για τα εργατικά χέρια που χρειάζονται να γίνει αυτό στα 40 εκατ. στρέμματα δάσους της χώρας (ή έστω στα 14 εκατ. στρέμματα που προορίζονται κυρίως για προστασία της βιοποικιλότητας ή στο υποσύνολο του 1,1 εκατ. στρεμμάτων των Εθνικών Δρυμών). Αν, όπως εικάζω από τους δικούς μου μπακάλικους λογαριασμούς, χρειάζονται 100.000 εργάτες για τρεις μήνες για τους Εθνικούς Δρυμούς, αυτή η μέθοδος προστασίας δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε μεγάλη κλίμακα. Μπορεί να πέφτω πολύ έξω, αλλά θα έπρεπε οι ειδικοί να μας το έχουν πει δημόσια.

Αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει μοιρολατρικά να δεχτούμε ότι θα καούν όλα τα δάση ή ότι ο κάμπος της Θεσσαλίας θα γίνει βάλτος από τους κατακλυσμούς. Σημαίνει μια πιο πρακτική, «αμερικάνικη», προσέγγιση όπου μαζί με τους επιστήμονες και τη δημόσια διοίκηση θα δράσουν άνθρωποι του επιχειρείν (κοινωνικού ή κερδοσκοπικού), για να δοκιμάσουν στο πεδίο νέες τεχνολογίες και μορφές οργάνωσης. Οι μεγάλες βελτιώσεις στην ποιότητα ζωής τα τελευταία εκατό χρόνια από τέτοιες δραστηριότητες προέκυψαν. Το κράτος ας δώσει κίνητρα για πολλά πιλοτικά έργα για την προστασία του περιβάλλοντος ή την προσαρμογή μας στις αλλαγές του. Και οι επαγγελματίες της γκρίνιας ας σωπάσουν κι ας σηκώσουν τα μανίκια.

Την αίσθηση του εφικτού δεν την αποκτάς στο εργαστήριο. Καμία λύση δεν είναι λύση αν απαιτεί τόσο πολλή ανθρώπινη εργασία και κεφάλαια που κανένας δεν πρόκειται να διαθέσει.

* Ο κ. Αρίστος Δοξιάδης είναι εταίρος στο κεφάλαιο επενδύσεων τεχνολογίας Big Pi.

** Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της Κυριακής. 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News