ΑΠΟΨΕΙΣ

Οι συνέπειες του μποϊκοτάζ στις εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου

Οι συνέπειες του μποϊκοτάζ στις εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου

Η ενεργοποίηση στις 5 Φεβρουαρίου 2023 της δεύτερης φάσης του ευρωπαϊκού μποϊκοτάζ στις εξαγωγές ρωσικών πετρελαϊκών προϊόντων ολοκληρώνει τον «βομβαρδισμό» της ρωσικής ενεργειακής βιομηχανίας που ξεκίνησε σχεδόν από την επόμενη ημέρα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και κορυφώθηκε με την επιβολή μέτρων που στην ουσία έχουν καταστρέψει τη βασική –έως τον Φεβρουάριο του 2022– αγορά απορρόφησης του ρωσικού πετρελαίου.

Σε αντίθεση μάλιστα με το μποϊκοτάζ στις εξαγωγές ρωσικού αργού που τέθηκε σε εφαρμογή στις 5 Δεκεμβρίου 2022, τώρα δεν θα υπάρξει καμία εξαίρεση για καμία ευρωπαϊκή χώρα πλην της Κροατίας, όπου η εξαίρεση είναι μερική και ισχύει για περίπου ένα έτος. Παράλληλα, στις 4 Φεβρουαρίου η Ε.Ε., η Αυστραλία και οι χώρες του G7 επέβαλαν πλαφόν στις εξαγωγές ρωσικών πετρελαιοειδών που θα εκτελούνται για λογαριασμό χωρών που δεν συμμετέχουν στο αντιρωσικό μποϊκοτάζ, μέσω μη ρωσικών δεξαμενοπλοίων τα οποία θα κάνουν χρήση υπηρεσιών εκτελωνισμού και κυρίως αντασφάλισης φορτίου (P&I Insurance) από δυτικές εταιρείες.

Ως πλαφόν για τα προϊόντα χαμηλής διυλιστικής αξίας έχουν τεθεί τα 45 δολ./βαρέλι, ενώ για τα προϊόντα υψηλότερης ποιότητας, όπως οι βενζίνες υψηλών οκτανίων και το ντίζελ, το πλαφόν φτάνει ακόμη και στα 100 δολ./βαρέλι. Η στρατηγική λογική όλων αυτών των μποϊκοτάζ και των πλαφόν, με τα δεύτερα ειδικότερα να έχουν εξαγριώσει τον ΟΠΕΚ και τη Σαουδική Αραβία, είναι ότι η επιβολή των πλαφόν θα μειώσει τα ρωσικά έσοδα, ενώ οι απώλειες των ευρωπαϊκών αγορών θα μειώσουν τους ρωσικούς όγκους των εξαγωγών.

Οι δύο στόχοι υποτίθεται ότι είναι αλληλοσυμπληρωματικοί, αλλά στην πραγματικότητα ισχύει το ακριβώς αντίθετο, εκτός φυσικά και εάν βρεθεί κάποιος που θα υποκαταστήσει τις αποκλειόμενες ρωσικές εξαγωγές με την αύξηση της δικής του παραγωγής. Το πρόβλημα βεβαίως είναι ότι η Σαουδική Αραβία, και δευτερευόντως οι άλλες χώρες του ΟΠΕΚ, που έχουν την πλεονασματική παραγωγική δυνατότητα να υποκαταστήσουν το ρωσικό αργό, κάνουν το ακριβώς αντίθετο. Αφαιρούν πετρέλαιο από τις αγορές σε μια σαφή έκφραση αλληλεγγύης προς τη Ρωσία.

Μέχρι στιγμής οι ρωσικές εξαγωγές έχουν επιδείξει μια αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα. Πέρυσι, παρά τα προαναγγελθέντα από τον Μάιο του 2022 ευρωπαϊκά μποϊκοτάζ, οι Ρώσοι πέτυχαν να αναπληρώσουν πρωτίστως στην Ασία και δευτερευόντως στην Αφρική το μεγαλύτερο μέρος των μεριδίων αγοράς που έχασαν στην Ευρώπη, αυξάνοντας τα καθαρά κέρδη τους κατά 20% σε σχέση με το 2021.

Σύμφωνα με στοιχεία της ΙΕΑ που πρόσφατα δημοσιεύθηκαν από τους New York Times, το ρωσικό κράτος συγκέντρωσε πέρυσι 218 δισ. δολ. από τις εξαγωγές πετρελαίου και 138 δισ. δολ. από τις εξαγωγές φυσικού αερίου (μια αύξηση της τάξης του 80% συγκριτικά με το 2021). Το δε National Wealth Fund της Ρωσίας, που λειτουργεί ως αποταμιευτικός μηχανισμός για τα υπερκέρδη των εξαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου, διαθέτει περί τα 150 δισ. δολ. στις αρχές του 2023, δηλαδή περίπου το 50% των περιουσιακών στοιχείων αξίας 300 δισ. δολ. της ρωσικής κεντρικής τράπεζας που είναι «παγωμένα» σε δυτικές χώρες.

Το 2023 οι ρωσικές εξαγωγές αργού είχαν απώλειες, αλλά όχι δραματικές, και ό,τι έχασαν σε όγκο το υπεραναπλήρωσαν σε κέρδη λόγω των πολύ υψηλών τιμών που σε μεγάλο βαθμό θα καθορίσουν και την επιτυχία του μηχανισμού του πλαφόν μέσα στο 2023. Είναι αξιοσημείωτο ότι την περασμένη εβδομάδα το ΔΝΤ εκτίμησε ότι ο μηχανισμός επιβολής του πλαφόν, που ενορχήστρωσε το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών, δεν πρόκειται να επηρεάσει αρνητικά τα ρωσικά πετρελαϊκά έσοδα, προβλέποντας μάλιστα αύξηση του ρωσικού ΑΕΠ κατά 0,3% το 2023.

Δεν μπορεί ωστόσο να ειπωθεί το ίδιο, και με την ίδια μάλιστα βεβαιότητα, για τις ρωσικές εξαγωγές προϊόντων που πέρυσι κάλυψαν σχεδόν το 40% των ευρωπαϊκών αναγκών σε ντίζελ, παρέχοντας συνολικά στην Ε.Ε. 700.000 βαρέλια/ημέρα. Οι εξαγωγές αυτές ισοδυναμούν με το περίπου 11% του συνόλου των ρωσικών πετρελαϊκών εξαγωγών για το 2022. Ο λόγος δεν σχετίζεται με την καλύτερη λειτουργία του μηχανισμού του πλαφόν. Ασιατικές διυλιστικές δυνάμεις, με σημαντικότερη την Ινδία, εισάγουν τεράστιες ποσότητες ρωσικού αργού και για την κάλυψη των αναγκών τους αλλά και για εξαγωγές και δεν θα δώσουν χώρο με ευκολία σε ρωσικά πετρελαϊκά προϊόντα.

Ενας βαθμός μετεξαγωγών ρωσικών προϊόντων προς την Ε.Ε. από τις χώρες της Βόρειας Αφρικής και του Κόλπου δεν μπορεί να αποκλείεται, αλλά δεν θα λύσει από μόνο του το πρόβλημα για τη Μόσχα, η οποία θα πρέπει να συγκρουστεί με τους μεγαλύτερους εισαγωγείς ρωσικού αργού πετρελαίου στην Ασία για μερίδιο των αγορών πετρελαιοειδών της Ασίας και της Αφρικής.

Η ίδια η Ε.Ε. δεν αναμένεται να αντιμετωπίσει άμεσο πρόβλημα έως τουλάχιστον τον Μάιο, όταν θα ξεκινήσει η υψηλή εποχική περίοδος ζήτησης. Το μποϊκοτάζ της 5ης Φεβρουαρίου έχει μια μεταβατική περίοδο έναρξης λειτουργίας έως την 1η Απριλίου για φορτία πετρελαιοειδών που είχαν φορτωθεί στα δεξαμενόπλοια πριν από την 5η Φεβρουαρίου, ενώ όλοι οι μεγάλοι Ευρωπαίοι καταναλωτές είχαν αυξήσει κατά πολύ τις εισαγωγές ντίζελ πριν από την έναρξη του μποϊκοτάζ. Συν τω χρόνω, ασιατικά και αμερικανικά διυλιστήρια θα καλύψουν το κενό του ρωσικού ντίζελ στην Ε.Ε., αλλά αυτό θα έρθει σε σαφώς αυξημένο κόστος της τάξης του 15%-25%, που ωστόσο θα παραμείνει διαχειρίσιμο όσο εξακολουθεί να παραμένει στη χειμερία νάρκη της COVID η κινεζική οικονομία.

* O δρ Θεόδωρος Τσακίρης είναι αναπληρωτής καθηγητής Γεωπολιτικής και Ενεργειακής Πολιτικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας.

** Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή. 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News