Ο πρόεδρος της Fed είπε ότι θα χρειαστούν κάποιες ακόμη επιτοκιακές αυξήσεις «για να φθάσουμε στο περιοριστικό επίπεδο, όμως δεν απέχουμε ακόμη πολύ από αυτό το επίπεδο».
Αυξάνονται οι κίνδυνοι για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, αλλά και οι πιθανότητες ύφεσης λόγω της επιθετικής πολιτικής σύσφιγξης, στην οποία έχει επιδοθεί η ΕΚΤ και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ.
Οι δύο κορυφαίες οικονομίες της Νότιας Αμερικής θα συζητήσουν το εν λόγω σχέδιο στη σύνοδο κορυφής στο Μπουένος Άϋρες αυτή την εβδομάδα και θα προσκαλέσουν και άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής για να συμμετάσχουν.
Εάν οι κεντρικές τράπεζες υποκύψουν στις πληθωριστικές πιέσεις, οι οικονομίες θα ξαναδούν ύφεση αντίστοιχη με τη δεκαετία του 1970, επιβαρύνοντας παράλληλα και τους εργαζομένους παγκοσμίως, δήλωσε ο πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Λάρι Σάμερς.
Σημείωσε ότι το άνοιγμα της Κίνας θα κλιμακώσει περαιτέρω τις πληθωριστικές πιέσεις στην Ευρώπη, καθώς αμφότερες οι περιοχές ανταγωνίζονται για διασφάλιση περισσότερων ενεργειακών πόρων.
Σύμφωνα με υπολογισμούς του Bloomberg, ο παγκόσμιος δείκτης των επιτοκίων θα κορυφωθεί στο 6% στο τρίτο τρίμηνο προτού υποχωρήσει στο 5,8% στα τέλη του 2023. Αυτό θα σηματοδοτήσει το υψηλότερο επίπεδο από το 2001, ενώ θα είναι υψηλότερο από το 5,2% στην αρχή του έτους.
Οι αξιωματούχοι της Fed συμφώνησαν σε μείωση του ρυθμού αύξησης των επιτοκίων, συνεχίζοντας μεν την αύξηση του κόστους των πιστώσεων για τον έλεγχο του πληθωρισμού αλλά με πιο σταδιακό τρόπο έτσι ώστε να περιοριστούν οι κίνδυνοι για την οικονομική ανάπτυξη, σύμφωνα με τα πρακτικά από τη συνεδρίαση στις 13-14 Δεκεμβρίου.
Μπορεί η κορύφωση του πληθωρισμού να είναι θετική είδηση για καταναλωτές, επιχειρήσεις και τραπεζίτες, είναι όμως πολύ νωρίς για να θεωρήσει κανείς ότι η Ευρώπη έχει διαφύγει τον κίνδυνο.