ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο ρόλος των τραπεζών στη προσπάθεια ελέγχου του πληθωρισμού

Ο ρόλος των τραπεζών στη προσπάθεια ελέγχου του πληθωρισμού

Η περίοδος χαμηλού πληθωρισμού των αναπτυγμένων οικονομιών, συμπεριλαμβανομένου της Ελλάδας, έληξε απότομα και μάλιστα με εμφατικό τρόπο. Τα προγράμματα στήριξης της οικονομίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας σε συνδυασμό με την πολιτική χαμηλών επιτοκίων και ποσοτικής χαλάρωσης, την οποία ασκεί η ΕΚΤ για πάνω από μια δεκαετία, είχαν προετοιμάσει το έδαφος. Η ζήτηση για προϊόντα και υπηρεσίες είχε ήδη ανοδική πορεία από τις αρχές του 2021. Αυτό που χρειαζόταν για να βρεθεί ο πληθωρισμός ξανά σε διψήφια ποσοστά μετά από 20 και πλέον έτη ήταν ένα σοκ στην προσφορά. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα εξαιτίας της πανδημίας λειτούργησαν σαν τη σπίθα που ανάβει μέσα σε πυριτιδαποθήκη.

Η προσπάθεια ελέγχου της αύξησης των τιμών έχει ήδη ξεκινήσει με τις αυξήσεις των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες. Η άποψη ότι ο πληθωρισμός μπορεί να ελεγχθεί χωρίς να πειραχτεί η ζήτηση, και συνολικά η οικονομία, αποτελεί πλέον μια ψευδαίσθηση. Η άνοδος του κόστους χρήματος σημαίνει ότι οι οικονομίες θα μπουν σε ύφεση μέχρι να επανέλθει η ζήτηση στο επίπεδο εκείνο το οποίο δεν θα επηρεάζει τις τιμές. Στη προσπάθεια αυτή, οι τράπεζες μπορούν να αποτελέσουν ένα σημαντικό εργαλείο για την εξομάλυνσή των τιμών. 

Οι πρώτες μελέτες για τον ρόλο του τραπεζικού συστήματος στη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στην οικονομία εμφανίστηκαν στις αρχές της δεκαετία του 1990. Η άποψη ότι οι τράπεζες δεν έχουν ουσιαστικό ρόλο στη μετάδοση αυτή καταρρίφθηκε από την θεωρία της πιστωτικής διαμεσολάβησης (credit channel). Σύμφωνα με την θεωρία αυτή, όταν αυξάνονται τα επιτόκια, οι τράπεζες μειώνουν τον ρυθμό της πιστωτικής επέκτασης, εξαιτίας της αναμενόμενης αύξησης της αβεβαιότητας και του κινδύνου αθέτησης πληρωμών, οδηγώντας σε πτώση τη ζήτηση, και κατ’ επέκταση, τον πληθωρισμό. Με απλά λόγια, για να υπάρξει μείωση του πληθωρισμού θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να υπάρξει αντίστοιχη μείωση της χρηματοδότησης της οικονομίας.

Ωστόσο, δεν αρκεί οι τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια χορηγήσεων, διότι η αύξηση των ονομαστικών επιτοκίων σε περίοδο υψηλού πληθωρισμού δεν συνεπάγεται πάντα τη μείωση της πιστωτικής επέκτασης. Για να είναι πιο αποτελεσματική η πολιτική αυτή, ο στόχος θα πρέπει να είναι η απευθείας μείωση της χρηματοδότησης της κατανάλωσης και σε λιγότερο βαθμό των επενδύσεων. Πρακτικά αυτό σημαίνει μείωση των χορηγήσεων καταναλωτικών, ενδεχομένως και των στεγαστικών, δανείων με αυστηροποίηση των κριτηρίων αξιολόγησης. Στον αντίποδα, επενδύσεις οι οποίες θα βοηθήσουν τη προσφορά όπως π.χ. στον τομέα της ενέργειας ή της παραγωγής τροφίμων, θα πρέπει να συνεχιστούν απρόσκοπτα. Αντίστοιχα, επενδύσεις που στοχεύουν στην αύξηση της παραγωγικότητας θα πρέπει επίσης να χρηματοδοτηθούν, αφού η αύξηση της παραγωγικότητας μειώνει τις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών.  

Ένας επιπλέον παράγοντας, ιδιαίτερα σημαντικός για την ελληνική οικονομία, είναι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και συνολικά τα οικονομικά ευάλωτα νοικοκυριά. Με το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δάνειων να βρίσκεται ακόμα σε υψηλό επίπεδο, οι τράπεζες δεν έχουν το περιθώριο για νέα κόκκινα δάνεια. Αυτό πρακτικά σημαίνει την ανάληψη πρωτοβουλιών για πιο τολμηρούς διακανονισμούς με μείωση των δόσεων ώστε να αντανακλούν το πραγματικό επίπεδο διαβίωσης, και να δίνουν το περιθώριο στα ευάλωτα νοικοκυριά  να απορροφήσουν τις αυξήσεις τιμών εξαιτίας του πληθωρισμού. Παράλληλα, για να αποφευχθεί ο κίνδυνος επανάκαμψης των στρατηγικών κακοπληρωτών θα πρέπει οι παρεμβάσεις αυτές να είναι στοχευμένες και όχι οριζόντιες.

Σε μια εποχή όπου όλοι μιλούν για ανάπτυξη, η άποψη της ελεγχόμενης πιστωτικής συρρίκνωσης ακούγεται αντισυμβατική. Στη πραγματικότητα όμως εάν εφαρμοστεί σωστά και στοχευμένα, θα μπορούσε να μειώσει σημαντικά τον κίνδυνο ενός σπιράλ πληθωρισμού. Πολλές φορές μια ήπια αλλά έγκαιρη επιβάρυνση της οικονομίας μπορεί να είναι χρήσιμη για να αποφευχθεί μια μεγαλύτερη επιβάρυνση στο μέλλον. Στην Ελλάδα αυτό θα έπρεπε να το γνωρίζουμε εκ πείρας μετά την πρόσφατη οικονομική κρίση. Δυστυχώς αυτό που επίσης μάθαμε από τη κρίση αυτή είναι ότι το βραχυπρόθεσμο πολιτικό κόστος μιας ήπιας προσαρμογής πολλές φορές υπερβαίνει όλων των άλλων.  

* O Παναγιώτης Αβραμίδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο Alba Graduate Business School, The American College of Greece και μέλος του Institute for Hellenic Growth and Prosperity, The American College of Greece. 

 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News