BUSINESS & FINANCE

Τζονγκ Σικ Κανγκ (ΔΝΤ): Η διάρθρωση των δαπανών, κλειδί για την Ελλάδα

Τζονγκ Σικ Κανγκ (ΔΝΤ): Η διάρθρωση των δαπανών, κλειδί για την Ελλάδα

Συγκράτηση μισθών και συντάξεων στον δημόσιο τομέα, ενίσχυση των δαπανών για υγεία και παιδεία, ταχύτερη εξυπηρέτηση του χρέους. Είναι το μείγμα που εισηγείται στο «Κ-Επιχειρείν», ως προς τη διάρθρωση των κρατικών δαπανών, ο επικεφαλής της αποστολής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην Ελλάδα, Τζονγκ Σικ Κανγκ. Ο ίδιος θέτει τρεις τομείς προτεραιότητας για μεταρρυθμίσεις, στην πλευρά της προσφοράς: ρυθμιστικό πλαίσιο, αγορά εργασίας, δικαιοσύνη. Ο αξιωματούχος του ΔΝΤ δεν βλέπει παρενέργειες για τις τράπεζες μέσα από τα οικονομικά των νοικοκυριών μετά το άλμα των τιμών στα ακίνητα. Τονίζει όμως ότι το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα θα πρέπει να αξιοποιήσει την επιστροφή στην κερδοφορία με στόχο να μειώσει την αναβαλλόμενη φορολογία στους ισολογισμούς του. Θα κτίσει έτσι για το μέλλον ενισχύοντας την ποιότητα των κεφαλαίων του.

Το ΔΝΤ είναι επιφυλακτικό στις προβλέψεις του για τους μακροπρόθεσμους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ελλάδα. Ένας βασικός λόγος είναι οι δυσμενείς προβολές στο δημογραφικό. Από την άλλη, η Ελλάδα ακόμη έχει σχεδόν 10% ανεργία και διαθέτει ευρύτερα ένα υψηλό ποσοστό αναξιοποίητου εργατικού δυναμικού σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Επιπλέον, υπάρχει δυνητικά και η συμβολή των μεταναστών όπου και όσο χρειάζεται – βλέπουμε ήδη συμφωνίες με άλλες χώρες για την εξεύρεση εργατικών χεριών. Τι λέτε για όλα αυτά;  

Aυτή είναι μια πραγματικά ενδιαφέρουσα ερώτηση. Η ελληνική οικονομία έχει εξέλθει από μια δεκαετία στασιμότητας μετά την κρίση του δημόσιου χρέους. Παρατηρούμε πλέον πολύ ισχυρή ανάκαμψη του τουρισμού, πολύ ισχυρές επενδύσεις που υποστηρίζονται από τη χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης και τις εισροές Άμεσων Ξένων Επενδύσεων, καθώς και καλή πρόοδο στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συνέβαλαν και βοήθησαν την ελληνική οικονομία να επανέλθει σε τροχιά σύγκλισης εισοδήματος με τις ομότιμες χώρες. Η ανάπτυξη στην Ελλάδα έχει αποκτήσει πλέον θετικό πρόσημο και από τη δική μας οπτική αναμένουμε ότι η χώρα σας θα συνεχίσει να αναπτύσσεται εύρωστα, φέτος και τα επόμενα 2 έως 3 χρόνια, λόγω της ιδιαίτερα ισχυρής εγχώριας ζήτησης. Μεσομακροπρόθεσμα ωστόσο οι δημογραφικές προοπτικές δεν είναι τόσο ευνοϊκές στην Ελλάδα, όπου προβλέπεται συρρίκνωση του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας. Επιπλέον, το 2026 λήγουν οι ροές χρηματοδότησης από το Ταμείο Ανάκαμψης. Παρ’ όλα αυτά, με ισχυρή εγχώρια ζήτηση και με συνεχιζόμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αναμένουμε ότι η δυνητική ανάπτυξη θα συνεχίσει να αυξάνεται μεσοπρόθεσμα λίγο πάνω από το 1% του ΑΕΠ. Αν οι μεταρρυθμίσεις επιταχυνθούν ακόμη περισσότερο τα χρόνια που θα ακολουθήσουν και αντιμετωπίσουν τα διαρθρωτικά εμπόδια στην πλευρά της προσφοράς, τότε οι αναπτυξιακές προοπτικές είναι σε θέση να βελτιωθούν περαιτέρω.  

Το ποσοστό ανεργίας εξακολουθεί πράγματι να είναι πολύ υψηλό, γύρω στο 10%, και – όπως σημειώσατε – υπάρχει στην ελληνική οικονομία μια δεξαμενή αναξιοποίητου εργατικού δυναμικού. Επομένως, είναι πολύ, πολύ σημαντικό να διασφαλιστεί μεγαλύτερη συμμετοχή ιδίως των νέων, των ηλικιωμένων και των γυναικών, ώστε να αυξηθεί η προσφορά εργασίας. Η εμπειρία σε άλλες χώρες υποδηλώνει ότι μέτρα όπως η βελτίωση της διαθεσιμότητας και της οικονομικής προσιτότητας στην παιδική φροντίδα συμβάλλουν στην αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, ακόμη και βραχυπρόθεσμα. Σημειωτέον, η αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό είθισται να ασκεί πιέσεις για χαμηλότερους μισθούς και χαμηλότερο πληθωρισμό, ακόμη και μεσοπρόθεσμα.

Μια και το αναφέρετε, οι ανοδικές πιέσεις στις τιμές όπως αυτές εκδηλώθηκαν μέσα από τον υψηλό πληθωρισμό των τελευταίων ετών δημιουργούν αντιθέτως το ερώτημα κατά πόσο θα πρέπει να αυξηθούν πιο δραστικά οι μισθοί και οι συντάξεις. Ποια είναι η γνώμη σας, για την περίπτωση της Ελλάδας; 

Η ελληνική οικονομία γνωρίζει – όπως είπαμε – ισχυρή ανάπτυξη, πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ. Αυτά είναι πραγματικά καλά νέα. Είναι όμως πολύ σημαντικό να μην εφησυχάζουμε για όσα πρέπει ακόμα να γίνουν σε όρους μεταρρυθμίσεων. Μετά από μία δεκαετία στασιμότητας, υπάρχει ένα μομέντουμ το οποίο αποτελεί εξαιρετική ευκαιρία για την Ελλάδα να καταστήσει αυτήν την ανάπτυξη πιο βιώσιμη μακροπρόθεσμα. Τι σημαίνει αυτό; Χρειάζονται περισσότερες δημόσιες επενδύσεις για την πράσινη μετάβαση. Χρειάζεται επίσης να διατηρηθούν ή και να επεκταθούν κρίσιμες κοινωνικές δαπάνες, όπως η υγειονομική περίθαλψη και η εκπαίδευση, για ισχυρότερη ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς.

Για να απαντήσω όμως πιο άμεσα στην ερώτηση που μου απευθύνατε, η υγιής αύξηση των μισθών και των συντάξεων είναι αυτή καθαυτή μια καλή εξέλιξη. Όμως είναι πολύ σημαντικό να αποφευχθεί η υπερβολική αύξηση των μισθών ή των συντάξεων στον δημόσιο τομέα, καθότι εξακολουθούν να βρίσκονται σε υψηλό επίπεδο σε σύγκριση με άλλες χώρες. Όσον αφορά τις συντάξεις, ένας λογικός τρόπος εξισορρόπησης θα ήταν ίσως να διατηρηθεί η αύξηση προσαρμοσμένη στον τύπο τιμαριθμικής αναπροσαρμογής στην Ελλάδα, που σημαίνει το ελάχιστο του πληθωρισμού στον ΔΤΚ και του μέσου όρου της αύξησης ΔΤΚ και ΑΕΠ, χωρίς οποιεσδήποτε άλλες ad hoc προσαρμογές.

Παρεμπιπτόντως, όταν η ελληνική κυβέρνηση υπερβαίνει τους στόχους των εσόδων, συνήθως αναδιανέμει το επιπλέον πλεόνασμα σε μέτρα στήριξης όπως τα επιδόματα. Εδώ υπάρχουν δύο σχολές σκέψεις: α) καλώς πράττει, στο πλαίσιο μιας αναγκαίας κοινωνικής πολιτικής β) κακώς πράττει, καθώς χρονοτριβεί στην αποπληρωμή του χρέους και συντηρεί τις ανάγκες για δανεισμό, υπονομεύοντας τις μελλοντικές γενιές. Ποια είναι η γνώμη σας;

Αυτό είναι πράγματι ένα σημαντικό θέμα. Καταρχάς, θα ήθελα να σημειώσω ότι τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας έχουν βελτιωθεί πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια – λόγω της πολύ ισχυρής ανάπτυξης και του υψηλού πληθωρισμού, ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ έχει ήδη μειωθεί κάτω από το προπανδημικό επίπεδο. Και, κατά τη γνώμη μας, ο κίνδυνος χρηματοδότησης του χρέους μεσοπρόθεσμα περιορίζεται, χάρη στην ιδιαίτερα ευνοϊκή δομή του χρέους – πολύ υψηλό μερίδιο της επίσημης συμμετοχής και πολύ χαμηλό, σταθερό επιτόκιο.

Με αυτήν την ισχυρή ανάκαμψη της οικονομίας, είναι πολύ σημαντικό να εφαρμοστεί ο σωστός συνδυασμός πολιτικών όχι μόνο για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, αλλά και για να επιτευχθεί υψηλότερη και πιο βιώσιμη ανάπτυξη, τελικά πετυχαίνοντας και τους δύο αυτούς στόχους. Θεωρούμε ότι είναι πολύ σημαντικό η δημοσιονομική εξυγίανση να εφαρμοστεί με τρόπο φιλικό προς την ανάπτυξη. Ως εκ τούτου, υποστηρίζουμε το σχέδιο της κυβέρνησης για το επόμενο έτος να αυξήσει το πρωτογενές πλεόνασμα κατά μία ακόμη ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ – σε περίπου 2,1%. Δεδομένης της πολύ ισχυρής ιδιωτικής εγχώριας ζήτησης, πιστεύουμε ότι αυτός ο ρυθμός εξυγίανσης του χρέους δεν θα εκτροχιάσει την ανάκαμψη.

Στο ίδιο πλαίσιο, πιστεύουμε ότι είναι σημαντικό να διατηρηθεί το πρωτογενές πλεόνασμα περίπου στο 2% του ΑΕΠ και μετά το 2025. Θα επιτευχθεί έτσι μια καλή ισορροπία μεταξύ της βιωσιμότητας του χρέους και της διασφάλισης χώρου για δημόσιες επενδύσεις και κρίσιμες κοινωνικές δαπάνες. Στην περίπτωση που η Ελλάδα θα έχει απόδοση εσόδων καλύτερη από την αναμενόμενη, τότε θα μπορεί να την αξιοποιήσει για περαιτέρω μείωση του χρέους, περισσότερες επενδύσεις και υψηλότερες κοινωνικές δαπάνες για ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς.

Ποια διαρθρωτική μεταρρύθμιση θα λέγατε ότι θα πρέπει να αποτελεί την πρώτη προτεραιότητα για την ελληνική κυβέρνηση σε αυτήν τη φάση; 

Αυτήν τη στιγμή είναι πραγματικά σημαντικό να αντιμετωπιστεί το διαρθρωτικό εμπόδιο στην πλευρά της προσφοράς και τελικά να αυξηθεί η ικανότητα και η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Κατά τη γνώμη μας, υπάρχουν τρεις βασικοί τομείς προτεραιότητας: Πρώτον, μεταρρύθμιση του ρυθμιστικού πλαισίου για την ενίσχυση του επιχειρηματικού δυναμισμού και της παραγωγικότητας. Δεύτερον, μεταρρύθμιση στην αγορά εργασίας αφενός για την υψηλότερη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό των νέων, των ηλικιωμένων και των γυναικών, αφετέρου για την επανεκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού ώστε να είναι καλύτερα εφοδιασμένο κατά τη μετάβαση στο πράσινο μοντέλο. Τρίτον, μεταρρύθμιση για ένα ακόμη πιο αποτελεσματικό δικαστικό σύστημα, το οποίο με τη σειρά του θα συμβάλει και στη μεγαλύτερη ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα, καθώς θα συντελέσει στην περαιτέρω μείωση των προβληματικών χρεών.

Η ελληνική κυβέρνηση επέβαλε ετήσιο τεκμαρτό εισόδημα στους ελεύθερους επαγγελματίες. Είναι αυτός ένας δίκαιος και σωστός τρόπος να καταπολεμήσει τη φοροδιαφυγή; 

Από τη δική μας οπτική γωνία, η προώθηση της δημοσιονομικής διαρθρωτικής μεταρρύθμισης είναι πολύ σημαντική. Σε αυτό το πλαίσιο, χαιρετίζουμε τη συνεχή προσπάθεια της Ελλάδας να αντιμετωπίσει τη φοροδιαφυγή, συμπεριλαμβάνοντας και περισσότερες μεταρρυθμίσεις για τους αυτοαπασχολούμενους και την αδήλωτη απασχόληση. Θεωρούμε ότι είναι πολύ σημαντικά μέτρα τα οποία όχι μόνο θα μειώσουν την άτυπη οικονομία και θα κινητοποιήσουν περισσότερα έσοδα, αλλά θα επιτύχουν και μια δικαιότερη κοινωνία. Θα πρέπει άλλωστε να δημιουργήσετε ίσους όρους ανταγωνισμού για μεγαλύτερη αύξηση της παραγωγικότητας. Στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της συλλογής εσόδων μπορούν να συμβάλουν επίσης η περαιτέρω προώθηση των ψηφιακών συναλλαγών και ο περαιτέρω εξορθολογισμός των φορολογικών κινήτρων.

Ανησυχεί το ΔΝΤ για τις προεκτάσεις από τις υψηλές τιμές των ακινήτων στην Ελλάδα; Αναφέρομαι στο στεγαστικό ζήτημα και στις πιέσεις που ασκεί στα οικονομικά των ελληνικών νοικοκυριών. 

Οι τιμές της κατοικίας στην Ελλάδα μειώθηκαν περισσότερο από 40% μετά την εκδήλωση της κρίσης. Τα τελευταία χρόνια, λόγω της πολύ ισχυρής οικονομικής ανάκαμψης, ανακτήθηκε περίπου το 50%. Ο ρυθμός αύξησης στις τιμές της κατοικίας ήταν κάπως ταχύτερος από εκείνον του διαθέσιμου εισοδήματος. Επομένως, καταλαβαίνω την ερώτηση. Όμως δεν πιστεύουμε ότι αυτό αποτελεί άμεσο κίνδυνο για την οικονομία, τα νοικοκυριά ή το χρηματοπιστωτικό σύστημα, σε αυτό το σημείο, καθώς οι ισολογισμοί των νοικοκυριών και των τραπεζών έχουν βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια. Το ελληνικό νοικοκυριό συνεχίζει να αποπληρώνει στεγαστικά δάνεια και η συνολική αύξηση του καθαρού στεγαστικού δανείου στην Ελλάδα ήταν αρνητική. Ωστόσο, θεωρούμε επίσης ότι υπάρχει η ανάγκη να ενισχυθεί περαιτέρω η ανθεκτικότητα των νοικοκυριών και να περιοριστούν τυχόν τρωτά σημεία του τραπεζικού συστήματος έναντι οποιουδήποτε δυνητικού αναδυόμενου κινδύνου, συμπεριλαμβανομένης της άνθισης του real estate. Γι’ αυτό και συνιστούμε στις αρχές να θεσπίσουν μέτρα με βάση τους δανειολήπτες στεγαστικών δανείων, όπως τα ανώτατα όρια του δείκτη δανείου προς την αξία ή τα ανώτατα όρια του δείκτη εισοδήματος προς την εξυπηρέτηση του χρέους.

Πώς αξιολογείτε ευρύτερα τις προοπτικές των ελληνικών τραπεζών και σε ποιον βαθμό η υψηλή αναβαλλόμενη φορολογία αναιρεί το αφήγημα για την ανθεκτικότητά τους; 

Αυτή είναι μια καίρια ερώτηση. Το τραπεζικό σύστημα στην Ελλάδα παρέμεινε ιδιαίτερα ανθεκτικό τα τελευταία χρόνια βελτιώνοντας τους ισολογισμούς του. Ο δείκτης ΜΕΔ των συστημικών τραπεζών είναι ακόμη και κάτω από το 5%. Επιπλέον, έχουν υψηλότερο καθαρό περιθώριο επιτοκίου, το οποίο έχει συμβάλει πολύ ισχυρά στην κερδοφορία τους, αυξάνοντας την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Ο δείκτης κεφαλαίου Tier 1 στο τραπεζικό σύστημα έχει αυξηθεί σχεδόν στο 15%. Ταυτόχρονα, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα διατηρεί ένα αρκετά μεγάλο ποσό αποθεμάτων ρευστότητας, παρότι υλοποιεί ένα σημαντικό ποσό αποπληρωμών από τις ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες.

Ωστόσο, όπως πολύ σωστά επισημάνατε, παρά τη βελτίωση της κεφαλαιακής επάρκειας, εξακολουθεί να παραμένει κάτω από τον μέσο όρο και την ποιότητα της ζώνης του ευρώ σε όρους DTC. Η αναβαλλόμενη πίστωση φόρου βελτιώθηκε οριακά μόνο τα τελευταία χρόνια, εξακολουθώντας να αντιπροσωπεύει περισσότερο από το ήμισυ του προληπτικού κεφαλαίου. Για να αυξηθεί περαιτέρω η τραπεζική ανθεκτικότητα στο μέλλον, θεωρούμε ότι αυτά τα τραπεζικά κεφάλαια θα πρέπει επίσης να αποκατασταθούν σταδιακά, ώστε να να βελτιωθεί η ικανότητα απορρόφησης της πίστωσης των ζημιών τους. Από αυτή την άποψη, το ισχυρό κέρδος που έχουν αυτήν τη στιγμή οι τράπεζες θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας και την αποκατάσταση των κεφαλαίων τους. Ταυτόχρονα, είναι επίσης σημαντικό να διασφαλιστεί ότι οι τράπεζες επιδεικνύουν μια βιώσιμη κερδοφορία, προσαρμοσμένη στο μεταβαλλόμενο επιχειρηματικό περιβάλλον, ενισχύοντας τη διαχείριση κινδύνου. Από τη στιγμή που θα έχουν βιώσιμη κερδοφορία, θα μπορούν να χρησιμοποιούν αυτό το κέρδος για να αυξάνουν το κεφάλαιό τους και να βελτιώσουν την ποιότητά του.

Διαβάστε επίσης:

Αλλάζουν όλα στα τεκµήρια διαβίωσης – Θα πέσουν κάτω από τα 5 δισ. ευρώ

DBRS: Πρωταθλήτρια στη μείωση των NPLs η Ελλάδα – Οι κίνδυνοι του 2024

ΔΝΤ: SOS για κρίσεις ρευστότητας στις χώρες που δανείστηκαν πολλά στην πανδημία

 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News
TAGS