ΑΠΟΨΕΙΣ

Ενα νέο μοντέλο για τον ελληνικό τουρισμό

Ενα νέο μοντέλο για τον ελληνικό τουρισμό

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη εισαγωγή για να δικαιολογηθεί ότι ο τουρισμός είναι ένας από τους σημαντικότερους κλάδους για την ελληνική οικονομία και βασικός πυλώνας στον οποίον θα βασιστεί η ανάπτυξη ενός νέου, εξωστρεφούς υποδείγματος αειφόρας ανάπτυξης. Θα υποστηρίξω όμως ότι ο ίδιος ο κλάδος, για να πραγματώσει το τεράστιο δυναμικό του και να συμβάλλει τα μέγιστα στην ελληνική οικονομία και κοινωνία, πρέπει να συζητήσει για τις μελλοντικές του προτεραιότητες.

Την περασμένη χρονιά, παρά τους περιορισμούς της πανδημίας, ο τουρισμός υπερέβη τις προσδοκίες και κατέκτησε ένα επίπεδο εσόδων περί το 59% των αντίστοιχων του 2019, χρονιάς ρεκόρ σε αφίξεις και έσοδα. Εκείνη τη χρονιά, ο τουρισμός μέτρησε άνω των €18δις έσοδα και άνω των 30εκατ. Αφίξεων. Συνεισέφερε ευθέως το 10,4% του ελληνικού ΑΕΠ και, αν υπολογιστούν και οι δευτερογενείς διαχύσεις ζήτησης σε άλλους τομείς, το 20,3%. Πάνω από 330.000 θέσεις εργασίας εκείνη τη χρονιά αφορούσαν στον τουρισμό. Το σοκ του 2020, όταν ο τουρισμός απώλεσε σχεδόν το 80% των εσόδων του και η μεγάλη συνεισφορά που αυτό είχε στο γεγονός ότι η ελληνική οικονομία κατέγραψε ύφεση 9%, μία  από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη, μας έκανε να αναλογιστούμε τη σημασία του κλάδου αλλά και τα μειονεκτήματα της μονομερούς εξάρτησης του ΑΕΠ και του εξωτερικού ισοζυγίου από έναν κλάδο τόσο ευαίσθητο στις μεταβολές του διεθνούς περιβάλλοντος. Αυτό φυσικά δεν είναι λόγος για τον περιορισμό του μεγέθους του τουρισμού αλλά, αντίθετα, για την ανάπτυξη άλλων εξαγωγικών κλάδων που θα προσδώσουν στο ελληνικό ΑΕΠ μεγαλύτερη διαφοροποίηση.

Υπάρχουν όμως σημαντικοί λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι του τουρισμού, αλλά και οι ασκούντες την οικονομική πολιτική, πρέπει να ξανασκεφτούν την προτεραιοποίηση στόχων που αφορούν στον αριθμό των αφίξεων. Η προσέλευση ενός αριθμού ανθρώπων πολλαπλάσιου του εγχώριου πληθυσμού, και μάλιστα εντός ενός πολύ περιορισμένου χρονικού διαστήματος κάθε έτος λόγω εποχικότητας (65% των εσόδων κάθε έτους προκύπτουν το τρίμηνο Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος), δεν έχει μόνο οφέλη, έχει και κόστη: οδηγεί σε ανεπάρκειες των κοινωνικών και οικονομικών υποδομών (δρόμοι, δίκτυα επικοινωνιών, ύδρευσης, αποχέτευσης, ηλεκτρισμού κτλ), σε εξάντληση φυσικών και αγροδιατροφικών πόρων, σε υπερβολική δόμηση περιοχών μεγάλου φυσικού κάλλους και πολιτιστικού ενδιαφέροντος, σε αύξηση των τιμών των κατοικιών και των ενοικίων (οι οποίες εξαντλούν το εισόδημα των κατοίκων) λόγω εξώθησης της χρήσης για τουριστικούς σκοπούς, σε ρύπανση (φυσική, οπτική και ηχητική).

Υπάρχει λύση ώστε να διατηρηθεί -και να αυξηθεί- η τεράστια συνεισφορά του τουρισμού στην εθνική οικονομία και τις τοπικές κοινωνίες αλλά να περιοριστούν δραστικά οι παρενέργειες: ο τουρισμός να στοχεύσει, όχι σε περαιτέρω αύξηση του αριθμού των αφικνυόμενων τουριστών αλλά στην αύξηση της κατά κεφαλήν δαπάνης του κάθε τουρίστα, δηλαδή στην πολυτραγουδισμένη προσέλκυση υψηλότερης στάθμης τουριστών. Το είδος τουριστικών προϊόντων στα οποία ειδικεύεται η Ελλάδα (κυρίαρχο το «ήλιος και θάλασσα») και οι αγορές στις οποίες κυρίως απευθύνεται, έχει ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να έχει μία από τις χαμηλότερες κατά κεφαλήν δαπάνες μεταξύ των ανταγωνιστριών χωρών: €575.4 μέση δαπάνη ανά ταξίδι μεταξύ Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2019. Το νούμερο αυτό αυξήθηκε σημαντικά την αντίστοιχη περίοδο του 2021 (€732.4) αλλά μόνο λόγω των ειδικών συνθηκών που επέβαλλε η πανδημία, αφού οι περιορισμοί στις μετακινήσεις και στις υγειονομικές απαιτήσεις είναι λογικό να επέδρασαν περισσότερο στα πιο οικονομικά ταξίδια και καταλύματα αντίστοιχα. Το πρόβλημα είναι δομικό όμως.

Το να στοχεύσουμε σε ποιοτικότερο τουρισμό μπορεί να ακούγεται απλό ως ιδέα αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα εξαιρετικά σύνθετο πρότζεκτ το οποίο θα επέβαλλε μεγάλες αλλαγές σε επιχειρηματικές πρακτικές, πολιτικές, επενδύσεις (δημόσιες και ιδιωτικές), αλλά και σε νοοτροπίες. Αν αποφασίσουμε ότι αυτή είναι η κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσουμε τα επόμενα χρόνια, πρέπει να αφήσουμε τους κενούς περιεχομένου ευφημισμούς που ακούγονται κάθε χρονιά («επιμήκυνση τουριστικής σεζόν», «εναλλακτικές μορφές» κτλ) και να προβούμε συντεταγμένα σε συγκεκριμένες δράσεις:

  • Προτεραιοποίηση από τους επιχειρηματίες του τουρισμού και χρηματοδοτική στήριξη από τις τράπεζες και την Πολιτεία ανέγερσης μονάδων υψηλότερης στάθμης και αναβάθμιση των υφιστάμενων: τα 5στερα και 4στερα ξενοδοχεία είναι πολύ μικρότερο ποσοστό των συνολικών κλινών σε σχέση με τον ανταγωνισμό
  • Αναβάθμιση των υποδομών που στηρίζουν τον ποιοτικό τουρισμό: δρόμοι, μαρίνες, γρήγορο διαδίκτυο, διαχείριση ενέργειας, νερού και απορριμμάτων, υπογειοποίηση καλωδίων δικτύων, προστασία παραδοσιακών οικισμών, ανάδειξη μνημείων και μουσείων, πολιτιστικές εκδηλώσεις, χιονοδρομικά κέντρα κτλ.
  • Κατάρτιση και αναβάθμιση δεξιοτήτων. Ο ποιοτικός τουρισμός απαιτεί υψηλής στάθμης προσωπικό (και αντίστοιχα δημιουργεί πιο καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας)
  • Συγκεκριμένα κίνητρα για εναλλακτικές μορφές τουρισμού με μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία: επισκέπτες υγείας, πολιτιστικός και θρησκευτικός τουρισμός, αγροτουρισμός, city breaks
  • Θέσπιση και συνεπής τήρηση της νομοθεσίας για την χωροθέτηση των μονάδων και την εναρμόνιση τους με το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον: όχι άλλα εκτρώματα (και μήπως να γκρεμίζαμε και τίποτα;), υποβαθμίζουμε μόνοι μας το τουριστικό μας προϊόν
  • Γενικότερα, περισσότερη ομορφιά στο αστικό και φυσικό περιβάλλον και περιορισμός της εκτός σχεδίου δόμησης: ό,τι είναι ωραίο για τους κατοίκους είναι και για τους επισκέπτες
  • Στήριξη πρακτικών αειφορίας και σχετικών πρωτοβουλιών (πχ. ίδρυση Co-Lab από την TUI στη Ρόδο) για τον πράσινο και ψηφιακό μετασχηματισμό χωρίς αποκλεισμούς. Στροφή προς μια κυκλική οικονομία και προστασία της βιοποικιλότητας και του οικοσυστήματος

Για να γίνουν όλα αυτά θα πρέπει ίσως να ξεβολευτούμε και να θέσουμε το μακροπρόθεσμο όφελος πάνω από το βραχυπρόθεσμο, κάτι για το οποίο δεν είμαστε ακριβώς διάσημοι ως χώρα. Είναι αυτός όμως ο τρόπος ώστε ο τουρισμός να βελτιώσει τη δυναμική του στο νέο, πιο απαιτητικό περιβάλλον που διαμορφώνεται μετά την πανδημία και να διασφαλίσει ότι θα έχει πάντα τις τοπικές κοινωνίες μαζί του, όχι απέναντί του.

* Ο κ. Τάσος Αναστασάτος είναι επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου Eurobank.

** Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της Κυριακής. 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News