ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο Μητσοτάκης και οι κεντρώοι

Ο Μητσοτάκης και οι κεντρώοι

Η δημοσκοπική άνοδος του ΚΙΝΑΛ αναζωογόνησε το ζήτημα του κεντρώου χώρου στη δημόσια συζήτηση. 

Βέβαια, ο όρος «Κέντρο» χρειάζεται ορισμό για να προχωρήσει η συζήτηση. Βασικό πρόβλημα στον ορισμό αποτελεί το ότι το «κεντρώος» σήμερα σπανίζει ως αυτοχαρακτηρισμός ψηφοφόρων, αφού κάποιοι επιλέγουν το συγγενικό αλλά όχι ταυτόσημο «κεντροαριστερός», ενώ το ιστορικά καταλληλότερο «φιλελεύθερος» έχει πέσει θύμα της λαϊκίστικης προπαγάνδας. Παρά ταύτα, το Κέντρο περιγράφει μια διακριτή πολιτική νοοτροπία, που χαρακτηρίζει στην Ελλάδα ένα μεγάλο σώμα ψηφοφόρων. 

Από τον Ελευθέριο Βενιζέλο έως τη δικτατορία, το Κέντρο οριζόταν κυρίως από αντιθέσεις: αρχικά στην ανάμειξη του βασιλιά στην πολιτική και αργότερα και στον κομμουνισμό. Μέσα στην πολύπαθη ιστορία του τόπου, οι αντιθέσεις απέκτησαν ταυτοτική σημασία, ουσιαστικά ορίζοντας το Κέντρο ως πολέμιο των εχθρών της δημοκρατίας. Αυτός ήταν και ο λόγος που το Κέντρο ατόνησε μεταδικτατορικά, όταν αποκτήσαμε μια πρωτόγνωρη για τα μέτρα μας δημοκρατική πολιτεία. Οι προδικτατορικοί ψηφοφόροι του Κέντρου απορροφήθηκαν εξίσου από τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, αλλά με μεγάλο κόστος: οι παλαιοκομματικές και πελατειακές πολιτικές αυτών των κομμάτων, όπως και η κομματικοποίηση του κράτους και η διαπλοκή που άνθησαν μεταδικτατορικά, έμειναν χωρίς ουσιαστικό αντίπαλο. 

Το Κέντρο αναστήθηκε στην κρίση, με τα τεράστια προβλήματα των μεγάλων κομμάτων που ανέδειξε, όπως και την άνοδο του λαϊκισμού και των τερατογενέσεων που προκάλεσε. Όμως οι άνθρωποι που άναψαν ξανά τη φλόγα που μας επιτρέπει σήμερα να μιλάμε για κεντρώο χώρο δεν ήταν αυτή τη φορά πολιτικοί, αλλά κάποιοι σχολιαστές των κοινών, είτε επαγγελματίες δημοσιογράφοι είτε διανοούμενοι, είτε ενεργοί πολίτες από άλλους χώρους, που ένιωσαν την ανάγκη να υποστηρίξουν δημόσια τις απόψεις τους. Εκατό μη πολιτικοί, ίσως λίγο περισσότεροι, έδωσαν το οξυγόνο ώστε να υπάρχει σήμερα ξανά πολιτικό Κέντρο. 

Στην τωρινή μορφή, το Κέντρο ορίζεται από την αντίθεση στον παλαιοκομματισμό, τον πελατειασμό, τον φανατισμό και τον λαϊκισμό, ενώ απορρίπτει τους παλιούς χαρακτηρισμούς «αριστερός» και «δεξιός», που έχουν καταντήσει σήμερα σκέτες ταμπέλες. Ως θετικό πολιτικό όραμα, υποστηρίζει τη δημοκρατία δυτικού τύπου και το κράτος δικαίου, ως κύριο εργαλείο ανάλυσης δέχεται τον ορθό λόγο, προσαρμοσμένο στις ανάγκες του ρεαλισμού, ενώ κύριο κριτήριο επιλογής των πολιτικών θεωρεί την αξιοσύνη. 

Σε μια χώρα με χρονίζουσες πολιτικές παθολογίες, το Κέντρο είναι από τη φύση του μεταρρυθμιστικό. Άρα, ως βασική πολιτική αρετή –εφ’ όσον τηρούνται οι υπόλοιπες προϋποθέσεις– ορίζεται το θάρρος. Και εδώ ακριβώς μπαίνει στη συζήτηση ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Γιατί οι λιγοστοί πολιτικοί που αξιολογούνταν θετικά από τους κεντρώους στο διάστημα 2015-2019 κρίνονταν από πράξεις προγενέστερες, πριν πάρουν την εξουσία οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Ο Μητσοτάκης, αντίθετα, ξεχώρισε για μια πράξη του στην αρχή της ζοφερής αυτής εποχής: την απόφασή του να παρακούσει στο κόμμα του και να μην ψηφίσει τον Προκόπη Παυλόπουλο ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ήταν πράξη θαρραλέα, δυνητικά με μεγάλο πολιτικό κόστος, και άρα εντελώς ασυνήθιστη για φιλόδοξο πολιτικό. Με αυτήν, ο Μητσοτάκης μπήκε για πρώτη φορά στο περισκόπιο των κεντρώων. 

Η νίκη του στις εσωκομματικές εκλογές ήταν αναπάντεχη –θυμίζω ότι οι δημοσκοπήσεις τον έφερναν αρχικά τελευταίο– αλλά εκ των υστέρων εξηγήσιμη. Ο βασικός λόγος της ήταν η συμπάθεια των κεντρώων, που έστειλε στις κάλπες πολλούς ανθρώπους που δεν είχαν έως τότε καν ψηφίσει Νέα Δημοκρατία. Και τους έστειλε ξανά στις εθνικές εκλογές του 2019, καθώς είδαν στο αναγεννημένο κόμμα του Μητσοτάκη χώρο για μια νοοτροπία διαφορετική και από τη λεγόμενη «λαϊκή Δεξιά» αλλά και από το παλαιοκομματικό μόρφωμα που όριζαν τα έως τότε πρώτα ονόματα της Νέας Δημοκρατίας. Δεν είναι υπερβολικός ο ισχυρισμός ότι οι κεντρώοι έκαναν τον Μητσοτάκη πρωθυπουργό. 

H κυβέρνηση παρασκεύασε έως τώρα πολλά καλά πολιτικά εδέσματα. Αλλά, εάν δεν σπάσει αυγά, οι μεγάλες αλλαγές στις οποίες ήλπισε ο κεντρώος χώρος δεν θα γίνουν. 

Ύστερα από δυόμισι χρόνια διακυβέρνησης αναρωτιόμαστε: σε ποιο βαθμό ο Μητσοτάκης ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες του κεντρώου χώρου, και άρα αν και σε τι ποσοστό ο χώρος θα τον στηρίξει στις επόμενες εκλογές; 

Δίνω τη δική μου απάντηση, που αν και εμπεριέχει πολλές απόψεις που διαπιστώνω από διαβάσματα και συζητήσεις με ομόφρονες, παραμένει αυστηρά προσωπική. 

Ο κεντρώος χώρος συνολικά αποτιμά θετικά έως πολύ θετικά την κυβέρνηση Μητσοτάκη, σε τρεις τομείς: στην αντιμετώπιση των πολλών και σοβαρών αναπάντεχων κρίσεων που αντιμετώπισε, στη διεύρυνση και ενδυνάμωση των διεθνών συμμαχιών της χώρας, αλλά και στην ενίσχυση όψεων της οικονομίας που είχαν πληγεί σοβαρά την τελευταία δεκαετία, αλλά και νωρίτερα, ως θύματα της διαπλοκής και του παλαιοκομματισμού. 

Ταυτόχρονα, υπάρχουν συγκεκριμένες πολιτικές υπουργών του Μητσοτάκη που έχουν την πλήρη αποδοχή του μεταρρυθμιστικού κέντρου. Αναφέρω τρεις από τις σημαντικότερες: το έργο του Πιερρακάκη στην ψηφιακή μεταρρύθμιση, του Χρυσοχοΐδη στη διάλυση απαράδεκτων νησίδων ανομίας αλλά και στον νόμο που –αν και εφ’ όσον εφαρμοστεί όπως σχεδιάστηκε, που παραμένει αμφίβολο– θα προστατεύσει επιτέλους τα πανεπιστήμιά μας από την τυραννία της βίας, όπως και της Κεραμέως με τις ήδη υπαρκτές και εφαρμοσμένες μεταρρυθμίσεις στην παιδεία. Η τελευταία, σημειωτέον, είναι από τα πιο επιτυχημένα στην πράξη και ταυτόχρονα το λιγότερο επιτυχημένο στην επικοινωνία στέλεχος της κυβέρνησης – αλλά οι κεντρώοι προτιμούν την πράξη από την επικοινωνία. 

Βέβαια, για το άριστο έργο κάποιων υπουργών του, τους επαίνους δικαιούται να διεκδικεί ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Αλλά εφ’ όσον το κάνει, πρέπει αναγκαστικά να χρεωθεί τις ελλείψεις και τις αποτυχίες των υπολοίπων – και υπάρχουν δυστυχώς πολλές. Εδώ εντοπίζεται η κύρια κριτική των κεντρώων στη μέχρι τώρα διακυβέρνηση. Πολλά κυβερνητικά στελέχη είναι από μέτρια έως άθλια, παλαιοκομματικοί πολιτικάντες, ανίκανοι, φαύλοι, με αρκετούς και αρκετές να βάζουν συστηματικά τρικλοποδιές στα άξια στελέχη, εμποδίζοντας το έργο τους. Με τέτοιο πολιτικό υλικό, όμως, πώς θα γίνουν οι βαθιές αλλαγές που πρέπει να γίνουν, στην υγεία, στη Δικαιοσύνη, στα πανεπιστήμια, και σε άλλους ζωτικούς χώρους; 

Το λεγόμενο «επιτελικό κράτος» δεν αποτελεί πανάκεια. Αν συντονίζει το έργο άξιων στελεχών, τους οποίους ο πρωθυπουργός επιλέγει αξιοκρατικά και αφήνει να λειτουργούν με πρωτοβουλία –γιατί ποιος άξιος άνθρωπος θα δεχθεί να γίνει μαριονέτα;– μπορεί να κάνει χρήσιμο έργο. Αλλιώς είναι δώρον άδωρον. Με σκάρτους αξιωματικούς, τι να σου κάνει το επιτελείο; Η αξιοκρατία που σωστά κηρύσσει ο Μητσοτάκης πρέπει να αρχίσει από την κυβέρνησή του. 

Όταν ο συγγραφέας Παναΐτ Ιστράτι γύρισε από επίσκεψη στη Σοβιετική Ένωση το 1927, ενώ ήταν έως τότε κομμουνιστής, αλλαξοπίστησε, με την υπέροχη διαπίστωση: «Είδα πολλά σπασμένα αυγά, σύντροφοι. Ομελέτα δεν είδα». Κατ’ αντιστροφή, η κυβέρνηση Μητσοτάκη παρασκεύασε έως τώρα πολλά καλά πολιτικά εδέσματα. Αλλά, εάν δεν σπάσει αυγά, οι μεγάλες αλλαγές στις οποίες ήλπισε ο κεντρώος χώρος δεν θα γίνουν. Η τόλμη του Μητσοτάκη, με την οποία γοήτευσε αρχικά το Κέντρο, πρέπει να αναδειχθεί πάλι ως κυρίαρχη πολιτική αρετή του. Αυτό μόνο κέρδος θα φέρει και στον ίδιο και στον τόπο. 

* Ο κ. Απόστολος Δοξιάδης είναι συγγραφέας.

** Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της Κυριακής.

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News