ΑΠΟΨΕΙΣ

Οι σύγχρονες προκλήσεις της ανώτατης εκπαίδευσης

Αντιμετώπιση των σύγχρονων προκλήσεων της ανώτατης εκπαίδευσης

Οι σύγχρονες προκλήσεις της ανώτατης εκπαίδευσης

Στα 25 Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας μας λειτουργούν 430 Τμήματα. Από αυτά τα 275 έχουν μια πολυετή λειτουργία ενώ τα 155 λειτούργησαν την τελευταία τριετία εκ των οποίων αρκετά ως αποτέλεσμα της ‘ανωτατικοποίησης’ των ΤΕΙ. Δηλαδή είχαμε μια διεθνή πρωτοτυπία όπου με συνοπτικές διαδικασίες αυξήθηκαν τα ανώτατα πανεπιστημιακά τμήματα της χώρας κατά τουλάχιστον 50%. Αυτή η μεγάλη αναδιοργάνωση που σε οποιαδήποτε αναπτυγμένη χώρα η υλοποίηση της θα έπαιρνε αρκετά χρόνια με πολύ λεπτομερές πλάνο και διεθνείς επιστημονικές προδιαγραφές, στην δική μας επιβλήθηκε να υλοποιηθεί σε λίγους μήνες. Τα σοβαρότερα προβλήματα  που αντιμετωπίζουν αρκετά από αυτά τα νέα τμήματα είναι το πολύ εξειδικευμένο περιεχόμενο σπουδών τους, η έλλειψη ποιοτικού ακαδημαϊκού προσωπικού, ο κορεσμός του επιστημονικού αντικειμένου, οι αναγκαίες σύγχρονες υποδομές, οι φοιτητές με τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα και η επαγγελματική αποκατάσταση των αποφοίτων. Άρα θα πρέπει να δοθεί άμεση προτεραιότητα στην αξιολόγηση των πολλών δεκάδων αυτών τμημάτων που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια με αμφίβολες επιστημονικές τεκμηριώσεις. Αν χρειαστεί θα πρέπει να παρθούν γενναίες αποφάσεις γιατί η επιστήμη και εκπαίδευση είναι η βάση για την ανάπτυξη της κοινωνίας και οικονομίας, ενώ εμπεριέχουν βασικές αρχές της έννοιας της αριστείας. Ως επόμενο βήμα για τα τμήματα που θα αξιολογηθούν θετικά θα πρέπει να είναι η προσέλκυση ικανού αριθμού νέων υψηλού επιπέδου ακαδημαϊκών, που ευτυχώς υπάρχουν είτε εγκλωβισμένοι στην ελληνική πραγματικότητα ή από τις χιλιάδες Ελλήνων καθηγητών που διαπρέπουν σε πανεπιστήμια του εξωτερικού.

Πέρα όμως των προβλημάτων με τα νέα αυτά τμήματα θα πρέπει να αντιμετωπιστούν και τα χρονίζοντα προβλήματα στη τριτοβάθμια εκπαίδευση αξιοποιώντας βέλτιστες πρακτικές από το εξωτερικό. Μεταξύ των θεμάτων για αντιμετώπιση είναι η μη σύνδεση των προγραμμάτων σπουδών με την αγορά εργασίας με το τεράστιο πρόβλημα ανεργίας που αυτό συνεπάγεται αφού το 40% των αποφοίτων ΑΕΙ δεν βρίσκουν εργασία, και η έλλειψη ικανών ακαδημαϊκών δασκάλων και ερευνητών με σοβαρό επιστημονικό έργο διεθνώς αναγνωρισμένο. Στο άρθρο αυτό παρατίθενται κάποιες προτάσεις για την όσο το δυνατόν άμεση αντιμετώπιση των περισσότερων προκλήσεων.

Αποδέσμευση της αμφιμονοσήμαντης σχέσης του ενός τμήματος με το ένα πρόγραμμα προπτυχιακών σπουδών. Στην Ελλάδα έχουμε μια διεθνή πρωτοτυπία όπου ένα πανεπιστημιακό τμήμα μπορεί να προσφέρει μόνο ένα πρόγραμμα σπουδών. Η πρόταση είναι το πανεπιστημιακό τμήμα να έχει την δυνατότητα να προσφέρει πάνω από ένα ΠΠΣ (μόνο του ή σε συνεργασία με άλλο τμήμα), όπως συμβαίνει στα περισσότερα εκπαιδευτικά συστήματα του εξωτερικού. Αυτό μπορεί να αποτρέψει την τάση για δημιουργία νέων τμημάτων στο μέλλον αφού οι αναγκαίοι πόροι (χρόνος, χρήμα, άνθρωποι) δημιουργίας νέου τμήματος είναι πολλαπλάσιοι από την δημιουργία νέου προγράμματος σπουδών. Επίσης δίνει την δυνατότητα στα ακαδημαϊκά τμήματα να είναι πιο ευέλικτα και να ανταποκρίνονται άμεσα στις προκλήσεις ανάδειξης νέων επιστημονικών/επαγγελματικών ειδικεύσεων.

Εθνικό πρόγραμμα κινητικότητας φοιτητών. Χιλιάδες Έλληνες φοιτητές κάθε χρόνο συμμετέχουν στο Ευρωπαϊκό πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών Erasmus που τους επιτρέπει να φοιτήσουν για ένα εξάμηνο σε ένα Ευρωπαϊκό ΑΕΙ, ενώ αντίστοιχος αριθμός ευρωπαίων φοιτητών φοιτά σε ελληνικά ΑΕΙ. Δυστυχώς αυτή η κινητικότητα δεν επιτρέπεται μεταξύ Ελληνικών ΑΕΙ. Η πρόταση είναι να δοθεί η δυνατότητα οι φοιτητές/τριες να κάνουν ένα εξάμηνο σε ένα άλλο τμήμα ΑΕΙ, για παράδειγμα μια φοιτήτρια γεωπονικής σχολής να φοιτήσει σε σχολή διοίκησης και ένας φοιτητής φυσικομαθηματικής σχολής να φοιτήσει σε σχολή πληροφορικής. Αυτό θα ενισχύσει την αναγκαία πια διεπιστημονικότητα των σπουδών, θα δώσει την δυνατότητα σε χιλιάδες Έλληνες φοιτητές να συμπληρώσουν/αναβαθμίσουν τις δεξιότητες τους, αλλά και να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της ανεργίας που είναι τόσο έντονο στους πτυχιούχους πανεπιστημιακών σχολών.

Ο θεσμός των Joint Chairs για διακεκριμένους Έλληνες καθηγητές του εξωτερικού.  Σε αρκετά πανεπιστημιακά τμήματα υπάρχει σοβαρό πρόβλημα με το ποιοτικό ακαδημαϊκό προσωπικό λόγω της μικρής κινητικότητας, έλλειψης πόρων για νέες θέσεις, γραφειοκρατίας και προβληματικών διαδικασιών εκλογής. Η πρόταση είναι με ευέλικτο τρόπο να δίνεται η δυνατότητα στους πολλούς χιλιάδες Έλληνες καθηγητές πανεπιστημίων του εξωτερικού να έχουν μια θέση επισκέπτη καθηγητή σε ελληνικό ΑΕΙ για 1-3 μήνες τον χρόνο με φυσική παρουσία, που θα υποστηρίζει την έρευνα/επίβλεψη διδακτορικών, την εξειδικευμένη εκπαίδευση και γενικά την ποιοτική αναβάθμιση και συνεργασίες του τμήματος. Η χρονική διάρκεια της θέσης να είναι κατ’ ελάχιστον 3-5 έτη και ο καθηγητής θα έχει στον επιστημονικό του τίτλο και την ελληνική ακαδημαϊκή ιδιότητα (affiliation). Ο θεσμός αυτός θα αναβαθμίσει επίσης τα ελληνικά πανεπιστήμια στις διεθνείς αξιολογήσεις και άρα την δυνατότητα τους να συμμετέχουν ενεργά στα διεθνή οικοσυστήματα εκπαίδευσης, έρευνας και καινοτομίας.

Σταδιακή υποχρεωτικότητα της πρακτικής άσκησης. Ο θεσμός της πρακτικής άσκησης είναι ο κύριος σύνδεσμος της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας, ενώ παράλληλα αναβαθμίζει σε μεγάλο βαθμό τις αποκτηθείσες δεξιότητες των φοιτητών. Σε λίγα τμήματα που είναι υποχρεωτική, τουλάχιστον 1 στους 3 φοιτητές βρίσκει δουλειά πριν ακόμα πάρει το πτυχίο, ενώ στην ουσία οι απόφοιτοι έχουν μηδενική ανεργία. Η αντίστοιχη μάλιστα ζήτηση από τις εταιρίες για πρακτική άσκηση είναι τεράστια. Δυστυχώς όμως μόνο 2 στους 10 αποφοίτους ΑΕΙ κάνει πρακτική άσκηση ως μέρος της απόκτησης του πτυχίου τους. Πέρα της σταδιακής υποχρεωτικότητας στην πλειοψηφία των ακαδημαϊκών τμημάτων, θα πρέπει να αναβαθμιστεί το ελλιπές υπάρχον θεσμικό πλαίσιο που δυστυχώς δεν καλύπτει πλήρως μετά από τόσα χρόνια μια τόσος σημαντικής δράσης/πρωτοβουλίας για τους νέους.

Αναβάθμιση των μεταπτυχιακών προγραμμάτων. Στις αναπτυγμένες χώρες η πανεπιστημιακή εκπαίδευση δεν πραγματοποιείται μόνο στην αρχή της επαγγελματικής καριέρας σε προπτυχιακό επίπεδο αλλά τουλάχιστον ακόμη μια φορά, σε μεταπτυχιακό επίπεδο λόγω των σημαντικών γνωσιακών εξελίξεων σε όλους τους επιστημονικούς κλάδους αλλά και γιατί προσφέρουν την αναγκαία εξειδίκευση σε προπτυχιακές σπουδές γενικού περιεχομένου, πιθανόν μια δεύτερη ευκαιρία για σωστή επιλογή επιστημονικού κλάδου και την βάση για σοβαρές διδακτορικές σπουδές. Για αυτό τον λόγο σε αυτές τις χώρες υπάρχει πρόνοια ότι κατ ελάχιστον τα μεταπτυχιακά προγράμματα να προσφέρουν τουλάχιστον τις θέσεις, σε αριθμό, αυτών που αποφοιτούν από τα προπτυχιακά. Δυστυχώς στην Ελλάδα, πάρα τα σημαντικά βήματα που έγιναν τα τελευταία χρόνια και την λειτουργία πάνω από 1000 μεταπτυχιακών προγραμμάτων, είμαστε πολύ μακριά από αυτό τον στόχο αφού τα προγράμματα αυτά προσφέρουν ετησίως το ένα τρίτο των θέσεων που προσφέρονται για προπτυχιακές σπουδές. Άρα είναι αναγκαίο η ολοκληρωμένη αξιολόγηση των υπαρχόντων μεταπτυχιακών προγραμμάτων, η διεθνοποίηση τους μέσω κοινών προγραμμάτων, η λειτουργία νέων προγραμμάτων σε τομείς σημαντικούς σε επιστημονικό και αναπτυξιακό επίπεδο (π.χ. ψηφιακές τεχνολογίες) και τέλος ένα στρατηγικό πλάνο δεκαετίας για σταδιακή αύξηση και παροχή θέσεων φοίτησης σε αριθμό τουλάχιστον αυτού των αποφοίτων από τα προπτυχιακά προγράμματα.

* Ο κ. Γεώργιος Ι. Δουκίδης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στην «Καθημερινή της Κυριακής».

 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News