ΑΠΟΨΕΙΣ

Θεμέλιο για την Ελλάδα ο πρωτογενής τομέας

Θεμέλιο για την Ελλάδα ο πρωτογενής τομέας

Με την πολιτική συμφωνία για τη νέα ΚΑΠ στο Συμβούλιο Υπουργών στο Λουξεμβούργο ανοίγει ο δρόμος για την απρόσκοπτη υλοποίηση ενισχύσεων και επενδύσεων στον ελληνικό πρωτογεννή τομέα, ύψους 19,3 δισ. ευρώ μέχρι το 2027. Τα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν από την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευση αυτής είναι τρία: 

Πρώτον, η Ελλάδα πέτυχε να διατηρήσει τα χρήματα για τη νέα προγραμματική περίοδο στα ίδια επίπεδα με την προηγούμενη, παρά το γεγονός ότι ο προϋπολογισμός της ΚΑΠ μειώθηκε από το 37,6% του προϋπολογισμού της Ε.Ε. την περίοδο 2014-2020 στο 28,5% για την περίοδο 2021-2027.

Δεύτερον, οι αλλαγές που προωθήθηκαν σηματοδοτούν τη μεγαλύτερη μεταρρύθμιση της ΚΑΠ από το 1990 και ο τρόπος με τον οποίο θα λειτουργήσουν θα επηρεάσουν τον πρωτογενή τομέα για τις επόμενες δεκαετίες.

Τρίτον, η νέα ΚΑΠ καθιστά τον αγρότη πρωταγωνιστή στην επίτευξη περιβαλλοντικών, αναπτυξιακών και κοινωνικών στόχων, με μια φιλοσοφία, ωστόσο, που διαφέρει σημαντικά από όσα ίσχυαν μέχρι σήμερα. Η βασική διαφορά είναι ότι εστιάζει στη μετατόπιση από τη στήριξη του γεωργικού εισοδήματος στη στήριξη του παραγωγού, σε συνδυασμό όμως με την παραγωγή «δημόσιων αγαθών», όπως για παράδειγμα τα ασφαλή τρόφιμα, η προστασία του περιβάλλοντος και η αντιμετώπιση της  κλιματικής αλλαγής. Αυτήν τη λογική προσδιορίζουν η Πράσινη Συμφωνία και η πολιτική από το αγρόκτημα στο πιάτο (Farm 2 Fork). Ετσι, περισσότερα χρήματα θα πηγαίνουν σε όσους έχουν περισσότερα παραδοτέα σε σχέση με τη νέα ΚΑΠ και τα ζητούμενά της.

Εφόσον, λοιπόν, η κοινή γεωργική πολιτική αλλάζει φιλοσοφία, εμείς δεν μπορούμε να μείνουμε ίδιοι. Γιατί αν μείνουμε ίδιοι, οι αγρότες θα χάσουν χρήματα και ο πρωτογενής τομέας ακόμα περισσότερο έδαφος στον διεθνή ανταγωνισμό. Γιατί αν μείνουμε ίδιοι θα χάσουμε το τρένο που οδηγεί στο μέλλον.  

Ο σημαντικότερος όμως λόγος για τις επιδιωκόμενες μεταρρυθμίσεις είναι ότι η νέα ΚΑΠ μπορεί να αποτελέσει το πλαίσιο και παράλληλα την αφετηρία μιας συνεκτικής εθνικής αγροτικής πολιτικής, που δεν θα τρέχει πίσω από τα κοινοτικά προγράμματα. Η νέα εθνική αγροτική πολιτική θα αντιμετωπίζει στρεβλώσεις και θα ανοίγει νέους δρόμους για τον αγροδιατροφικό κλάδο, επηρεάζοντας καταλυτικά κρίσιμους τομείς της οικονομίας και του παραγωγικού μοντέλου της χώρας και αναδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο τη σπουδαιότητα του πρωτογενή τομέα για την πατρίδα και την κοινωνία.

Τέτοιοι τομείς αλλά και στόχοι θα μπορούσαν να θεωρηθούν:

Στο πεδίο της οικονομίας, η ενίσχυση του γεωργικού εισοδήματος ώστε το αγροτικό επάγγελμα να είναι ελκυστικό, ανθεκτικό και βιώσιμο. Η αύξηση της παραγωγικότητας του αγροδιατροφικού τομέα που ανάμεσα στα άλλα θα εξασφαλίσει και την επισιτιστική ασφάλεια και η εξωστρέφεια που θα οδηγήσει σε σημαντική βελτίωση του εμπορικού μας ισοζυγίου. 

Στο πεδίο του φυσικού οικοσυστήματος, η μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος στις καλλιεργητικές μεθόδους, ο μετριασμός των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής και κυρίως η ορθολογική αξιοποίηση των φυσικών πόρων και ιδιαίτερα του νερού. Η αντιστροφή της καταστροφικής αναλογίας στη χρήση υπόγειων έναντι επιφανειακών υδάτων. Πρόκειται για μια επιτακτική ανάγκη, αν θέλουμε να προλάβουμε τον κίνδυνο ερημοποίησης μεγάλων εκτάσεων, αφού η χώρα μας αντλεί τα περισσότερα νερά ανά ha καλλιεργούμενης γης σε σχέση με τις εννέα χώρες με την υψηλότερη αγροτική παραγωγή στην Ε.Ε. αξιοποιώντας μόλις το 11% της ετήσιας βροχόπτωσης.

Στο πεδίο της ισόρροπης ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής,  η ενίσχυση του κοινωνικοοικονομικού ιστού της ελληνικής περιφέρειας. Η συγκράτηση και η προσέλκυση πληθυσμού στις αγροτικές περιοχές, η βελτίωση του επιπέδου των υποδομών και υπηρεσιών στην ύπαιθρο, η δημιουργία ευκαιριών απασχόλησης και τοπικής ανάπτυξης στα χωριά και στις κωμοπόλεις της επαρχίας.

Στο πεδίο της καινοτομίας και των νέων τεχνολογιών, η προώθηση και διάδοση νέας γνώσης, καινοτομίας και ψηφιοποίησης στη γεωργία και τις αγροτικές περιοχές. Η γεφύρωση του χάσματος ανάμεσα στην επιστήμη και την εφαρμογή των αποτελεσμάτων της έρευνας και των καινοτόμων προσεγγίσεων στην πράξη. 

Μόνο από την αναφορά σε αυτούς τους τέσσερις τομείς αντιλαμβάνεται κανείς τη σημασία που έχει για τη χώρα και τους Ελληνες μια συγκροτημένη και ολιστική αγροτική πολιτική. Αν στο στοιχείο αυτό προσθέσουμε και το ότι στις εννέα από τις δεκατρείς περιφέρειες της χώρας ο πρωτογενής τομέας είναι από τους μεγαλύτερους εργοδότες, καταλαβαίνουμε πόσο σημαντική είναι η νέα ΚΑΠ ως πλαίσιο και εργαλείο για αυτήν την πολιτική. Μια πολιτική που δεν θα βάζει το κάρο μπροστά από το άλογο, ούτε θα αναλώνεται σε σημειακές βελτιώσεις, σε αφηρημένες διαπιστώσεις και σε αποσπασματικές παρεμβάσεις.

Με πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης, το ΠΔΕ και το ΠΑΑ που συνολικά θα προσεγγίσουν τα 2 δισ., θα προχωρήσει η κατασκευή σύγχρονων αρδευτικών δικτύων, φραγμάτων, ταμιευτήρων και λιμνοδεξαμενών.

Oι 6 κεντρικές προτεραιότητες που επιδιώκουμε στο πλαίσιο της νέας ΚΑΠ

Λόγος γίνεται για μια ολοκληρωμένη αγροτική πολιτική που θα αντιλαμβάνεται τον πρωτογενή τομέα σαν μια ενιαία αλυσίδα αξίας και οι προτεραιότητες θα ξεκινούν από την αρχή: από την ανάγκη αύξησης της παραγωγής και τις προϋποθέσεις που χρειάζονται για να επιτύχουμε την αύξηση αυτή.  Οι προϋποθέσεις αυτές αφορούν τη χρηματοδότηση, την εκπαίδευση, τη γεωργία ακριβείας, την έρευνα, τις απαραίτητες υποδομές τη μείωση του κόστους παραγωγής κ.ά. Στη συνέχεια, τη στρατηγική επιλογή συγκεκριμένων κλάδων για να μπορέσουμε να πάρουμε τη μεγαλύτερη δυνατή προστιθέμενη αξία από τα μοναδικά τους χαρακτηριστικά και τη μεταποίηση και την τυποποίηση που θα ακολουθήσει. Αμέσως μετά, έπεται η θωράκιση της ταυτότητάς τους έναντι της νοθείας και των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών και τέλος η στρατηγική επανατοποθέτησής τους στις αγορές της Ελλάδας και του εξωτερικού.

Για αυτή την πολιτική η νέα ΚΑΠ αποτελεί από τη μια πλευρά το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα υλοποιήσουμε τις αναγκαίες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις και από την άλλη, μαζί με το Ταμείο Ανάκαμψης, τα χρηματοδοτικά εργαλεία υποστήριξης αυτών των παρεμβάσεων.

Στην κατεύθυνση, επομένως, τόσο της προσαρμογής στις απαιτήσεις της νέας ΚΑΠ όσο και των αλλαγών που επιδιώκουμε υπάρχουν 6 κεντρικές προτεραιότητες: 

1. Δικαιότερος καταμερισμός των ενισχύσεων με προτεραιότητα τους νέους, στις μικρές και μεσαίες γεωργικές εκμεταλλεύσεις και εκείνους που παράγουν πραγματικά. Αλλά και σε όσους συμπεριφέρονται με τρόπο που δεν στρεβλώνει τη λειτουργία της αγοράς του πρωτογενούς τομέα. Για να γίνει κατανοητή η σημασία μιας τέτοια παρέμβασης αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι το 62% των ενισχύσεων διανέμεται στο 17% των δικαιούχων και μόλις το 16% των δικαιούχων λαμβάνει ενισχύσεις πάνω από 5.000 ευρώ. Και όλα αυτά σε μια χώρα που οι ενισχύσεις αυτές αποτελούν το 54% του γεωργικού εισοδήματος.

2. Ενίσχυση της συμμετοχής των συνεργατικών και συνεταιριστικών δομών στην αγροτική οικονομία. Είναι η λύση σε μια σειρά από προβλήματα. Προκειμένου να εφαρμόσουμε συστήματα ευφυούς γεωργίας και γεωργίας ακριβείας χρειαζόμαστε ένα κρίσιμο μέγεθος γεωργικών εκμεταλλεύσεων και αφού στη χώρα έχουμε μικρό και κατακερματισμένο κλήρο οι συνενώσεις αποτελούν την αναγκαία λύση. Για να αυξήσουμε τις εξαγωγές θέλουμε εκτός από ποιότητα και σταθερές ποσότητες.

Ταυτόχρονα, οι οικονομίες κλίμακας και η αύξηση της διαπραγματευτικής δυνατότητας των παραγωγών είναι βασικά ζητούμενα στη μείωση του κόστους και στην επιδίωξη καλύτερων τιμών. Στην Ελλάδα η συμμετοχή των συνεργατικών σχημάτων στην αγροτική οικονομία είναι στο 20%, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 45% και για τις παλαιότερες χώρες της Ε.Ε., που είναι και βασικοί μας ανταγωνιστές, είναι 60%. Με χρηματοδοτικά αλλά και φορολογικά κίνητρα υποστηρίζουμε ουσιαστικά τη συγκρότηση συνεργατικών σχημάτων και την ενίσχυση των συνεταιρισμών. 

3. Δημογραφική ανανέωση του ανθρώπινου δυναμικού της υπαίθρου στη βάση ενός ειδικού σχεδίου παρεμβάσεων για πολιτικές γης, διαδοχής, αξιοποίησης της σχολάζουσας δημόσιας αγροτικής γης, πολιτικής επενδυτικών και φορολογικών κινήτρων. Με τη δημογραφική ανανέωση δεν εξασφαλίζουμε απλώς τη βιωσιμότητα των επαγγελμάτων στον πρωτογενή τομέα, αλλά επιτυγχάνουμε ταυτόχρονα και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Προς την κατεύθυνση αυτή έχουμε ήδη σχεδιάσει ένα πολύ αποτελεσματικό πρόγραμμα ενίσχυσης νέων αγροτών, ύψους 420 εκατ. ευρώ, που θα προκηρυχθεί το φθινόπωρο.

4. Κατασκευή νέων αρδευτικών έργων και εκσυγχρονισμός υφιστάμενων υποδομών. Η γεωργία στη χώρα μας με ποσοστό 80% είναι ο σημαντικότερος καταναλωτής νερού. Αυτό που συναντά κανείς σε όλη τη χώρα είναι τον χειμώνα τα νερά να μην αξιοποιούνται και να χάνονται στη θάλασσα και το καλοκαίρι η γη να διψάει, πράγμα λογικό αν αναλογιστεί κανείς ότι στη χώρα μας υπάρχουν  μόνο 60 μεγάλοι ταμιευτήρες, όταν στην Ισπανία υπάρχουν 1.196 και στην Ιταλία 503. Το κόστος ποτίσματος και ενέργειας συνιστά το μεγαλύτερο ποσοστό στο κόστος παραγωγής. Για όλους αυτούς τους λόγους με πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης, το ΠΔΕ και το ΠΑΑ, που συνολικά θα προσεγγίσουν τα 2 δισ., θα προχωρήσουμε στην κατασκευή σύγχρονων αρδευτικών δικτύων, φραγμάτων, ταμιευτήρων και λιμνοδεξαμενών. Με τις παρεμβάσεις αυτές θα  πολλαπλασιάσουμε την αρδευόμενη έκταση που σήμερα είναι μόλις στο 30% της συνολικής καλλιεργούμενης γης, θα περιορίσουμε τις απώλειες σε επιφανειακά ύδατα, θα μειώσουμε το κόστος άρδευσης και θα επιτύχουμε αύξηση της παραγωγής και της ανταγωνιστικότητας του πρωτογενούς τομέα. 

5. Η ανάπτυξη μιας ισχυρής ταυτότητας των ελληνικών προϊόντων με χαρακτηριστικά που μπορούν να τους δώσουν προστιθέμενη αξία και η στρατηγική στόχευση σε εκείνα που μπορεί να είναι διεθνώς εμπορεύσιμα. Με χρηματοδοτικά εργαλεία, όπως οι συνδεδεμένες ενισχύσεις ύψους 200 εκατ. ευρώ τον χρόνο, προϊόντα που σχετίζονται με την κτηνοτροφία, την ελαιοκαλλιέργεια, τα φρούτα, τους σπόρους σποράς, τα ενεργειακά φυτά μπορούν να υποστηριχθούν σημαντικά έτσι ώστε να κατακτήσουν περισσότερο χώρο στις αγορές του κόσμου. Με πόρους που ξεπερνούν τα 450 εκατ. ευρώ δίνουμε κίνητρα για την παραγωγή βιολογικών προϊόντων σε γεωργία και κτηνοτροφία, με 50 εκατ. ευρώ υποστηρίζουμε τους παραγωγούς στην πιστοποίηση καλλιεργητικών μεθόδων, ενώ στο πλαίσιο της νέα φιλοσοφίας της ΚΑΠ σχεδιάζουμε μέτρα ύψους 430 εκατ. ευρώ ετησίως που θα ενισχύουν την παραγωγή προϊόντων με μικρότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα.

6. Η εκπαίδευση – κατάρτιση, η συμβουλευτική υποστήριξη και η προώθηση της καινοτομίας και ο ψηφιακός μετασχηματισμός στον πρωτογενή τομέα. Χρηματοδοτούμε με 80 εκατ. ευρώ τη δωρεάν πρόσβαση των παραγωγών σε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα γεωργικών συμβουλών από εξειδικευμένους επιστήμονες που καλύπτουν όλες τις απαιτήσεις μιας σύγχρονης γεωργικής επιχείρησης. Επανασχεδιάζουμε το πλαίσιο της γεωργικής εκπαίδευσης. Θέλουμε να είναι ουσιαστική, να απευθύνεται σε διαρκώς και περισσότερους δικαιούχους, να είναι επαναλαμβανόμενη, κάθε εκπαιδευτικός κύκλος να είναι σύντομος, με σαφές εκπαιδευτικό πρόγραμμα, θεωρητικό και πρακτικό σκέλος, να έχει κάθετα (ανά καλλιέργεια) αλλά και οριζόντια (ανά διαδικασία, π.χ. περιβαλλοντική διαχείριση ή εμπορική, οικονομική δραστηριότητα) χαρακτηριστικά, να έχει ευελιξία ώστε να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις που δημιουργούν έκτακτες ή νέες συνθήκες, κίνδυνοι ή ευκαιρίες. Με 250 εκατ. ευρώ μέσα από τα σχέδια βελτίωσης που θα προκηρύξουμε τον χειμώνα αλλά και 350 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης θα ενισχύσουμε επενδύσεις που θα ενσωματώνουν καινοτομία μέσα από την ευφυή γεωργία και τη γεωργία ακριβείας και θα προχωρούν σε αξιοποίηση ερευνητικών αποτελεσμάτων στον τομέα της σποροπαραγωγής, της φυτοπροστασίας της εκτροφής κ.ά. Παράλληλα, με 35 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης θα στηρίξουμε τον ψηφιακό εκσυγχρονισμό της αγροτικής πολιτικής.

Για την Ελλάδα, ο αγροδιατροφικός κλάδος είναι θεμέλιος λίθος της κοινωνικής συνοχής. Μπορεί  να γίνει και αναπτυξιακό θεμέλιο. Μπορεί να αποτελέσει στέρεα βάση για την αύξηση του εισοδήματος και της απασχόλησης εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων στην ελληνική περιφέρεια. Για να επιτύχουμε αυτόν τον στόχο δεν αντιμετωπίζουμε τη νέα ΚΑΠ σαν ένα κοστούμι, που μας αρέσει δεν μας αρέσει πρέπει να το φορέσουμε. Ούτε πολύ περισσότερο σαν έναν κουμπαρά, που θα τροφοδοτεί με χρήματα τους λογαριασμούς των δικαιούχων. 

Για εμάς η ΚΑΠ είναι το πιο σημαντικό από τα εργαλεία που έχουμε στα χέρια μας, προκειμένου να σχεδιάσουμε και να υλοποιήσουμε μια αγροτική πολιτική με στόχους και προτεραιότητες. Μια πολιτική που θα εξασφαλίζει τη ζωντάνια της ελληνικής υπαίθρου, τη συνεκτικότητα της ελληνικής κοινωνίας και την αξιοπρέπεια των Ελληνίδων και των Ελλήνων παραγωγών. 

* Ο κ. Γιάννης Οικονόμου είναι υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε πρώτα στην Καθημερινή της Κυριακής

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News