Η σύνδεση ποδοσφαίρου και οικονομικών επιδόσεων
Τι δείχνουν τα ιστορικά στοιχεία και τα οικονομικά δεδομένα
*Το άρθρο αυτό γράφτηκε από κοινού με τον Θεολόγο Δεργιαδέ, επίκουρο καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Λίγες ημέρες προτού η Αγγλία ηττηθεί από την Ιταλία διακινήθηκε η ιδέα ότι η βρετανική οικονομία «θα πάρει τα πάνω της» εάν και εφόσον η Αγγλία αναρριχηθεί στην κορυφή του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, 55 έτη μετά την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου στο Γουέμπλεϊ. Ο δε Βρετανός υπουργός Οικονομικών Ρίσι Σουνάκ τροφοδότησε τις ψευδαισθήσεις περί οικονομικής επιτάχυνσης εκτιμώντας ισχυρή κατανάλωση σε περίπτωση «κατατρόπωσης» των Ιταλών του Μαντσίνι. Η ήττα, στα πέναλτι, από τους Ιταλούς «προσγείωσε» την Αγγλία στην «κανονικότητα» της «ξηρασίας» από άποψη ποδοσφαιρικών τίτλων. Ταυτόχρονα, όμως, επανέφερε στο προσκήνιο την αέναη συζήτηση του κατά πόσο μία ενδεχόμενη επιτυχία στο Ευρωπαϊκό ή το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου ενισχύει την οικονομική επίδοση ποδοσφαιρόφιλων χωρών.
Εν μέσω πανδημίας και περιοριστικών μέτρων κατά της εξάπλωσης του κορωνοϊού, δύσκολα θα περίμενε κανείς μια σαφή εικόνα ως προς την επίδραση του ποδοσφαίρου στην οικονομία. Προκειμένου λοιπόν να αναλύσουμε το συγκεκριμένο θέμα, επανερχόμαστε στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ρωσίας όπου η Αγγλία κατάφερε, για πρώτη φορά μετά το 1990, να φτάσει στις τέσσερις κορυφαίες ομάδες του Μουντιάλ. Το παραλήρημα των Βρετανών ήταν τόσο έντονο που προγραμμάτιζαν μέχρι και… παρέλαση της ποδοσφαιρικής ομάδας στους δρόμους του Λονδίνου, ιδέα που τελικά απορρίφθηκε. Πέρα όμως από την παραπάνω φαιδρή, περί παρελάσεως, πρόταση, διακινήθηκε και η ιδέα ότι η «επιτυχημένη» πορεία της Αγγλίας στο Μουντιάλ θα αναζωογονούσε τη βρετανική οικονομία, η οποία αναμενόταν, σύμφωνα με το ΔΝΤ, να αναπτυχθεί κατά 1,4% το 2018. Το σκεπτικό της σύνδεσης «μπάλας» με οικονομική απόδοση συνίσταται στο ότι η ποδοσφαιρική επιτυχία τονώνει την ψυχολογία και την κατανάλωση του ποδοσφαιρόφιλου λαού και, εντέλει, την οικονομική δραστηριότητα. Τελικά, η βρετανική οικονομία κατέγραψε ανάπτυξη κατά τι μικρότερη σε σχέση με την εκτίμηση του ΔΝΤ, ήτοι 1,3%!
Πράγματι, το να συνδέει κανείς την πορεία της Αγγλίας (ή όποιας άλλης χώρας) στο Μουντιάλ με τη μετέπειτα οικονομική της απόδοση δεν «στέκει» με βάση τα ιστορικά στοιχεία. Μελετώντας τα οικονομικά δεδομένα στη διάρκεια των τελευταίων 60 ετών καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει καμία θετική (ή αρνητική) συσχέτιση μεταξύ της ποδοσφαιρικής επίδοσης της Αγγλίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου και της μετέπειτα οικονομικής της επίδοσης. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, το 1966, όταν η Αγγλία φιλοξένησε και κατέκτησε το Μουντιάλ. Το δεύτερο τρίμηνο του 1966, όταν δηλαδή διεξήχθη το Μουντιάλ, η Αγγλία υπερέβη τις ιστορικές οικονομικές της δυνατότητες μόνο κατά 0,28%. Αμέσως μετά όμως, για το υπόλοιπο του 1966 δηλαδή, η Αγγλία βρέθηκε να υστερεί των οικονομικών της δυνατοτήτων μέχρι και 1%!
Ο μύθος της συσχέτισης μεταξύ ποδοσφαιρικής απόδοσης και μετέπειτα οικονομικής επίδοσης ισχύει, βέβαια, και για άλλες χώρες. Η Ελλάδα, για παράδειγμα, κατέκτησε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στην Πορτογαλία το καλοκαίρι του 2004. Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων της ΕΚΤ, η ετήσια ανάπτυξη της Ελλάδας μειώθηκε από 6,5% το πρώτο τρίμηνο του 2004 σε 4,6% το δεύτερο τρίμηνο του 2004 (όταν δηλαδή κατέκτησε η χώρα το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα), για να βελτιωθεί κάπως στο 5,4% το τρίτο τρίμηνο και να μειωθεί αμέσως μετά δραστικά στο 2,8% το τελευταίο τρίμηνο του 2004.
Δεν ισχύει λοιπόν το ότι ο καλούμενος «feel-good» παράγοντας βελτιώνει τα οικονομικά μας. Με άλλα λόγια, καμία χώρα, συμπεριλαμβανόμενης και της Ελλάδας, δεν πρέπει να ποντάρει στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2022 στο Κατάρ μήπως και εκτιναχθεί το μετα-κορωνοϊό οικονομικό «ελατήριο»!
* Ο κ. Κώστας Μήλας είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών, University of Liverpool Management School.
** Το άρθρο δημοσιεύθηκε πρώτα στην «Καθημερινή της Κυριακής».
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News