ΑΠΟΨΕΙΣ

Νέοι κανόνες για νέες συνθήκες

Βρισκόμαστε, μάλλον κατά τύχη, στη μοναδική θέση όπου τόσο οι δημοσιονομικοί κανόνες της Ε.Ε. όσο και η νομισματική πολιτική της Ευρωζώνης επανεξετάζονται. Πρώτης τάξεως ευκαιρία να ξανασκεφτούμε την εναρμόνιση της εφαρμογής τους για την επίτευξη συντονισμένων στόχων. 

Το δημοσιονομικό πλαίσιο της Ε.Ε., όταν δημιουργήθηκε για πρώτη φορά, είχε ως στόχο να περιορίσει τους πολιτικούς που ήταν δημοσιονομικά απείθαρχοι και να αποτρέψει τις δευτερογενείς επιπτώσεις μιας τέτοιας απειθαρχίας σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης.

Το πλαίσιο αυτό ήταν η απόρροια του δόγματος που επικρατούσε τη δεκαετία του ’90. Ο ρόλος της δημοσιονομικής πολιτικής στην οικονομία είχε να κάνει μόνο με αυτόματες προσαρμογές των  φορολογικών εσόδων και δαπανών για τη σταθεροποίηση του εισοδήματος της κατανάλωσης και της επιχειρηματικής δραστηριότητας κατά τη διάρκεια του επιχειρηματικού κύκλου. Έτσι, κάθε δημοσιονομική πολιτική που θα προσπαθούσε να υπερβεί το αυτόματο μέρος θα επιτύγχανε μόνο  πληθωρισμό. Κατά συνέπεια, οι πολιτικοί, οι οποίοι έχουν κίνητρα να υπερδαπανούν, πρέπει να περιορίζονται θεσμικά.

Η νομισματική πολιτική, όταν ιδρύθηκε η Νομισματική Ένωση, είχε ως βάση την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας από πολιτικούς θεσμούς για την αποτελεσματική προστασία του πληθωρισμού. Όμως, σε αντίθεση με τη σημερινή συγκυρία, ο κίνδυνος αποσταθεροποίησης των τιμών έχει περισσότερο να κάνει με αποπληθωρισμό, δηλαδή πολύ χαμηλές τιμές, που υποδηλώνει έλλειψη δυναμισμού κι ανάπτυξης.

Ταυτόχρονα, η κλιματική αλλαγή, απαιτεί τη συμβολή όλων στη μείωση των ρύπων. Η Κεντρική Τράπεζα έχει κι αυτή, όπως όλοι οι θεσμοί, σημαντικό ρόλο να παίξει προκειμένου να δώσει τα κίνητρα για τη χρηματοδότηση βιώσιμων επενδύσεων.

Φτάνουμε έτσι στο 2021 με ένα πολύ διαφορετικό περιβάλλον, έχοντας βιώσει μια παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και πρόσφατα  την παγκόσμια πανδημία. Το οικονομικό περιβάλλον είναι τώρα είναι πολύ διαφορετικό, για του παρακάτω λόγους.

Η δημοσιονομική πολιτική έχει τεράστιο ρόλο ως δικλίδα ασφαλείας αλλά και αναδιανομής.  Δεν πρόκειται μόνο για την αυτόματη σταθεροποίηση. Η οικονομική πολιτική σε μακροοικονομικό επίπεδο χρειάστηκε να είναι πολύ επιθετική προκειμένου να απορροφήσει και να μετριάσει το κόστος  των δύο κρίσεων. Χρειάστηκε να παρέμβει και να διατηρήσει τη ζήτηση όταν οι αγορές απέτυχαν, προστατεύοντας τις επιχειρήσεις, όπως και την απασχόληση και τα νοικοκυριά. Στην Ευρώπη αργήσαμε να το κατανοήσουμε αυτό, καθοδηγούμενοι από το κυρίαρχο -αναχρονιστικό- δόγμα και από τον φόβο των δευτερογενών επιπτώσεων.

Ο συντονισμός της δημοσιονομικής πολιτικής μεταξύ των χωρών δεν μπορεί πλέον να ισοδυναμεί μόνο με τον περιορισμό της δημοσιονομικής πολιτικής. Καθώς η δημοσιονομική πολιτική αναμένεται να είναι πιο ενεργή στο μέλλον, πρέπει να βρούμε έναν διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισης της «απειλής» των δευτερογενών επιπτώσεων.

Η αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης έχει αναμφισβήτητα προσαρμοστεί από αυτήν την άποψη. Η «ρήτρα μη διάσωσης» έχει πλέον αντικατασταθεί από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας ως ο δανειστής έσχατης ανάγκης, για χώρες που έχουν αποκοπεί από τις αγορές. Μέχρι στιγμής ο Μηχανισμός αυτός έχει αποδειχθεί επαρκής.

Η έκδοση κοινού χρέους στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης για την παροχή επιδοτήσεων σε χώρες που επλήγησαν περισσότερο κατά τη διάρκεια της πανδημίας αντικατοπτρίζει τον επιμερισμό των κινδύνων ως απαραίτητο συστατικό της «ασφάλισης» (το άλλο είναι η μείωση του ρίσκου). Αν και εφάπαξ εργαλείο, η έκδοση κοινού χρέους ίσως χρειαστεί να χρησιμοποιηθεί ξανά στο μέλλον για την προστασία του κοινού νομίσματος.

Αλλά δεν ξεκινάμε εκ του μηδενός. Το κληροδότημα των τελευταίων 12 ετών έχει αφήσει χώρες με μεγάλα χρέη. Η βιωσιμότητα του χρέους θα πρέπει να αποτελέσει βασικό στόχο.

Η δημοσιονομική πολιτική θα διαδραματίσει καίριο ρόλο στην προώθηση των μακροπρόθεσμων φιλοδοξιών μας για την κλιματική αλλαγή και την ψηφιοποίηση. Οι δημόσιοι πόροι θα διαδραματίσουν καίριο ρόλο στην εύρεση ιδιωτικών επενδύσεων που απαιτούνται για τον  μετασχηματισμό  των οικονομιών μας κατά τρόπο που θα τις θέσει σε μια πιο βιώσιμη και ανταγωνιστική πορεία. Οι κανόνες που δεν διαφοροποιούν τις δημοσιονομικές δαπάνες από τις επενδύσεις είναι κανόνες που θα  μας απογοητεύσουν.

Ταυτόχρονα, η νομισματική πολιτική είναι υπερβολικά φορτισμένη. Η εκτεταμένη χρήση της ποσοτικής χαλάρωσης την τελευταία δεκαετία έχει μεν βοηθήσει την αντιμετώπιση κρίσεων, αλλά έχει οδηγήσει τις κεντρικές τράπεζες σε άγνωστα εδάφη. Ταυτόχρονα, ο κίνδυνος παραμονής των επιτοκίων σε πολύ χαμηλά επίπεδα σε βάθους χρόνου αφοπλίζει την κεντρική τράπεζα. Από την άλλη, η έστω και μικρή πιθανότητα επιστροφής πληθωριστικών πιέσεων η οποία θα απαιτούσε αύξηση επιτοκίων, μπορεί να φέρει την  Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σε δύσκολη θέση. Το μέλλον της νομισματικής πολιτικής ως μέσο βοήθειας της οικονομίας είναι περιορισμένο και τουλάχιστον αβέβαιο.

Η μοναδική ευκαιρία που μας δίνεται να ξανασχεδιάσουμε τη στρατηγική των δύο πολιτικών ταυτόχρονα, νομισματικής και δημοσιονομικής, θα πρέπει να μας παροτρύνει να επιδιώξουμε την ευθυγράμμιση στόχων σε μία καινούργια οικονομική πραγματικότητα. Η δημοσιονομική πολιτική θα κληθεί να είναι πιο ενεργή στο μέλλον. Θα πρέπει έτσι να τεθεί επί τάπητος ο καλύτερος συντονισμός μεταξύ χωρών, ή ακόμη και αντιμετώπιση των ρίσκων από κοινού. Η νομισματική πολιτική, από την άλλη, θα έχει λιγότερη ευελιξία απ’ ό,τι στο παρελθόν. Νέες συνθήκες απαιτούν νέους κανόνες και τώρα είναι η στιγμή να τους σχεδιάσουμε.  

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News