Απόψεις Παρασκευή 30/04/2021, 09:30
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο μύθος του ανορθολογισμού

Για όσους η δουλειά τους είναι η συλλογή και η ανάλυση των δεδομένων της πραγματικότητας, η επιβεβαίωση των υποθέσεων ή των προκαταλήψεων είναι συχνά βαρετή. Είναι οι διαψεύσεις και οι αντιφάσεις που έχουν την μεγαλύτερη αξία, γιατί αυτές είναι που δημιουργώντας αμηχανία και απορία απαιτούν εξηγήσεις. Στη τελευταία έρευνα κοινής γνώμης που διεξήγαγε η Metron Analysis για λογαριασμό του “Κύκλου Ιδεών” με θέμα την κοινωνική συνοχή στην πανδημία αναδύθηκαν αίφνης δύο τέτοιες διαψεύσεις και μία αντίφαση. Οι πρώτες δείχνουν ότι οι βολικοί μύθοι – στην συγκεκριμένη περίπτωση ο μύθος ενός ισχυρού αντιεμβολιαστικού κινήματος «ψεκασμένων» που θέτει σε κίνδυνο τον εθνικό αγώνα κατά της επιδημίας – είναι βολικοί μόνο για να κρύβουν άλλα προβλήματα. Και η αντίφαση οδηγεί σε ένα από τα προβλήματα αυτά: στην εμπιστοσύνη των πολιτών στα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας, ή μάλλον στην έλλειψή της.

Διάψευση πρώτη. Η έρευνα έδειξε ότι οι πολίτες, στην συντριπτική τους πλειοψηφία,  δηλώνουν ότι έχουν εμπιστοσύνη ότι τα εμβόλια θα δώσουν την οριστική διέξοδο από αυτήν την περιπέτεια (83%) και μάλιστα, παρά κάποιες αναμενόμενες διακυμάνσεις, με αξιοσημείωτη ομοιογένεια όσον αφορά τα δημογραφικά τους χαρακτηριστικά, το εκπαιδευτικό τους επίπεδο και την πολιτική τους προέλευση ή τοποθέτηση, ακόμα και στα άκρα του πολιτικού φάσματος.  Ένα μεγάλο ποσοστό από αυτούς πιστεύει ότι χάρη στα εμβόλια θα επιστρέψουμε στην φυσιολογική μας καθημερινότητα μέσα στο 2021, ενώ πλειοψηφικά ποσοστά διάκεινται θετικά στη θέσπιση πιστοποιητικού εμβολιασμού και ακόμα και στην υπό όρους υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού.Από τους υπόλοιπους είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι ένα σημαντικό μέρος έχει κατανοητούς προβληματισμούς ή και φόβους για την ασφάλεια των εμβολίων – κάτι άλλωστε που απαντούν στην έρευνα και αρκετοί από αυτούς που δείχνουν εμπιστοσύνη στον εμβολιασμό – που θα μπορούσαν όμως να αντιμετωπιστούν με σοβαρή ενημέρωση.

Οι φανατικοί των θεωριών συνωμοσίας όμως, που αποτελούν αντικείμενο θυμηδίας, χλευασμού ή και αγανάκτη­σης στα ενημερωτικά μέσα και στα κοινωνικά δίκτυα, δεν είναι παρά μια γραφική μειοψηφία, και ο χώρος που καταλαμβάνουν στην δημόσια συζήτηση είναι δυσανάλογος. Δεν είναι παρά οι ανεμόμυλοι που έχουν ανάγκη πολλοί από εμάς που φαντάζονται ότι είναι κάτι σαν ιππότες ενός «μετώπου της λογικής» για να διατρανώσουν την ηθική τους αξία στα μάτια των ομοιών τους. Το φαινόμενο αυτό, όπου ξιφουλκούμε μέσα στα echo chambers των κοινωνικών μέσων μόνο για το ακροατήριό μας, είναι τόσο διαδεδομένο πια, που ευθύνεται σε μεγάλο μέρος για τους όλο και υψηλότερους τόνους και την όλο και πιο έντονη περιχαράκωση στον δημόσιο λόγο. Αλλά αυτή η περιχαράκωση ενέχει στην περίπτωση αυτή τον κίνδυνο να πετύχει τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που προσδοκά: το να αναχθεί το θέμα του εμβολιασμού σε πολιτικό – ιδεολογικό και έτσι η στάση απέναντι στον εμβολιασμό να γίνει δήλωση πολιτικής ταυτότητας και αντισυστημικότητας.

Διάψευση δεύτερη. Η ελληνική κοινωνία, στην συντριπτική της πλειοψηφία όχι μόνο δεν είναι ανορθολογική όπως θέλει να μας πείσει ο αυτοτιμωρητικός μύθος που σε αυτόν τον δήθεν ανορθολογισμό (αφού τάχα «δεν περάσαμε Διαφωτισμό») ρίχνει το φταίξιμο για όλη την νεοελληνική κακοδαιμονία. Στην έρευνα οι άνθρωποι δηλώνουν σε συντριπτικά ποσοστά εμπιστοσύνη στους γιατρούς (με βαθμολογία 4,7 στα 5), στους ειδικούς, ακόμα και στο συκοφαντημένο σύστημα υγείας (68%), στην Επιστήμη δηλαδή και στους θεσμούς της. Και παράλληλα δείχνει πολύ χαμηλή εμπιστοσύνη για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης στους πολιτικούς, τους δημοσιογράφους και την Εκκλησία (με βαθμολογία για όλους μικρότερη από 2,5 στα 5) και με την πικρή μάλιστα διαπίστωση ότι η επιρροή των ομάδων αυτών είναι αντιστρόφως ανάλογη της πραγματικής τους συνεισφοράς. Η ελληνική κοινωνία θα ήθελε να έχουν μεγαλύτερη επιρροή οι επιστήμονες και οι άνθρωποι που συνεισφέρουν ακόμα και στην πρώτη γραμμή και πολύ λιγότερη οι συνηθισμένες «ελίτ» και ομάδες εξουσίας. Ποιος θα μπορούσε να το θεωρήσει αυτό ανορθολογικό; Είναι χαρακτηριστικό για την διάψευση αυτού του μύθου του δήθεν ανορθολογισμού, ότι ούτε η θρυλούμενη επιρροή της Εκκλησίας στην ελληνική κοινωνία επιβεβαιώνεται: σε ποσοστό 76% (και πάλι με σχετική ομοιομορφία όσον αφορά την πολιτική τοποθέτηση ή τα δημογραφικά χαρακτηριστικά) οι συμπολίτες μας διαφωνούν με τις αντιδράσεις και τις διαμαρτυρίες της Εκκλησίας και σε παρόμοιο ποσοστό διαφωνούν με την άποψη ότι ο κορωνοϊός δεν μεταδίδεται με την Θεία Κοινωνία.

Αλλά αυτός ο μύθος του ελληνικού ανορθολογισμού δεν είναι αθώος. Πάνω σε αυτόν στηρίζεται ένα επικοινωνιακό – και εν τέλει πολιτικό – σκεπτικό, βάσει του οποίου όχι μόνο δεν οφείλουν οι κυβερνήσεις να αντιμετωπίζουν τους πολίτες ως ενήλικες ανθρώπους (αφού τάχα και να τους εξηγήσει κανείς, δεν είναι σε θέση να καταλάβουν) αλλά πρέπει και να τους χειρίζονται με επικοινωνιακές τακτικές για το καλό τους. Αν η ελληνική κοινωνία είναι ανορθολογική, λέει αυτή η πολιτική στάση, τότε όχι μόνο δεν δικαιούται να έχει άποψη για αυτά που την αφορούν και πρέπει απλά να εφαρμόζει μέτρα και αποφάσεις των οποίων την λογική δεν μπορεί δήθεν να κατανοήσει, αλλά και η ίδια η ενημέρωσή της με τα πραγματικά δεδομένα θα ήταν τάχα επικίνδυνη και αποπροσανατολιστική.

Από αυτήν ακριβώς την διάψευση είναι που αναδύεται στην έρευνα η δυσάρεστη αντίφαση. Οι πολίτες έχουν εμπιστοσύνη στην Επιστήμη και στους ειδικούς, αλλά είναι τουλάχιστον αμφίθυμοι απέναντι στην επιτροπή διαχείρισης της πανδημίας (μόλις 42% δηλώνουν ότι η επιτροπή βοηθά  με έγκυρο και αποτελεσματικό τρόπο) και δεν έχουν σε μεγάλο βαθμό την εμπιστοσύνη που θα ανέμενε κανείς όσον αφορά τα περιοριστικά μέτρα που αυτή εισηγείται και η κυβέρνηση αποφασίζει: η συντριπτική πλειοψηφία (71%) εκτιμά ότι η κυβέρνηση, ενώ τα πήγε καλά στο πρώτο κύμα της πανδημίας, πέφτει σε αντιφάσεις ως προς την εξαγγελία και την εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων που υποτίθεται ότι εισηγείται η επιτροπή των ειδικών. 

Η αντίφαση αυτή είναι τόσο άβολη, που όταν την επισήμανα, στην ανοικτή συζήτηση που κάναμε στον «Κύκλο Ιδεών», μέλος της επιτροπής που συμμετείχε, παραδέχτηκε προς τιμήν της ότι «η επιτροπή έχει χάσει τον βηματισμό της». Οι ίδιοι οι πολίτες άλλωστε στην έρευνα δηλώνουν ότι αυτό που τους δημιουργεί ανασφάλεια είναι η «πολυφωνία» της στα μέσα ενημέρωσης (56%).

Η πολυφωνία όμως είναι και αυτή ένα σύμπτωμα, και όχι η ρίζα του προβλήματος που αναδεικνύει η φαινομενική αυτή αντίφαση. Δεν θα λυνόταν το πρόβλημα αν απαγορευόταν στα μέλη της επιτροπής να κάνουν δηλώσεις στα μέσα, ούτε θα εκλαμβάνονταν από την κοινή γνώμη οι αποφάσεις ως λιγότερο αντιφατικές. Δεν θα υπήρχε η έλλειψη εμπιστοσύνης στα μέτρα, αν στην θέση της ανακοίνωσής τους εν είδει διαταγών (και μάλιστα με ύφος διαταγών από τον πολιτικά υπεύθυνο) υπήρχε η διαφάνεια, η επιστημονική τεκμηρίωση ακόμα και τα ανοικτά δεδομένα, χωρίς τα οποία δεν μπορώ ως πολίτης να έχω εμπιστοσύνη σε αποφάσεις που αφορούν άμεσα την ζωή μου.

Ο προφανής αντίλογος είναι ότι δεν έχει φυσικά ο καθένας τις γνώσεις να καταλάβει και να κρίνει τα πράγματα αυτά. Αλλά ο αντίλογος αυτός είναι ρηχός. Οι πολίτες δεν έχουμε στην πλειοψηφία μας τις γνώσεις, τον χρόνο ή τις ικανότητες να κρίνουμε οι ίδιοι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι εμπιστευόμαστε τους θεσμούς τυφλά. Εμπιστευόμαστε όταν από την ανακοίνωση της αιτιολόγησης μια απόφασης και των δεδομένων στα οποία αυτή βασίστηκε, διακρίνουμε με την καθημερινή διαίσθηση ενός λογικού ανθρώπου, την απαιτούμενη συνέπεια και συνοχή στην λήψη των αποφάσεων. Και ακόμη, ξέρουμε ότι οι αποφάσεις, όταν η τεκμηρίωσή τους είναι διαφανής και δημόσια, μπορούν να ελεγχθούν και να κριθούν από αυτούς που μπορούν να το κάνουν και είναι ανεξάρτητοι από αυτούς που τις παίρνουν. Και πέραν αυτού είναι και συνταγματική επιταγή του πολιτεύματός μας. Όταν πρέπει να περιοριστούν συνταγματικές ελευθερίες, κάθε κυβέρνηση οφείλει να τεκμηριώνει ότι κάθε περιορισμός είναι πρόσφορος και αναλογικός, ότι θα φέρει δηλαδή το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και ότι δεν είναι υπέρμετρος ή ότι δεν θα μπορούσε το αποτέλεσμα αυτό να επιτευχθεί διαφορετικά.

Για τον λόγο αυτό η διαφάνεια, η επαρκής αιτιολόγηση, η τεκμηρίωση και τα ανοικτά δεδομένα, ακόμα και σε έκτακτες συνθήκες όπως αυτές που ζούμε – και μάλιστα ειδικά σε αυτές – δεν είναι μόνο αρχές καλής διακυβέρνησης σε μια σύγχρονη δημοκρατία, αλλά και πυλώνας της ίδιας της δημοκρατίας. Οι δημοκρατίες, ως πολιτεύματα που βασίζονται στην ελάχιστη δυνατή επιβολή και στην μέγιστη δυνατή συναίνεση των πολιτών, απαιτούν εμπιστοσύνη, και αυτή με την σειρά της απαιτεί ενημέρωση και πειθώ. Απαιτεί δηλαδή να αντιμετωπίζεις τους πολίτες ως ενήλικους ανθρώπους που έχουν δικαίωμα να κρίνουν αυτά που τους αφορούν.

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News