ΑΠΟΨΕΙΣ

Innovative Greeks: Ως σύγχρονοι Φιλικοί

*Το άρθρο αυτό γράφτηκε από κοινού με τον Χρήστο Ιωάννου.

Μπορούν οι Έλληνες του brain drain, που συμπεριφερόμενοι ορθολογικά, διατήρησαν το ανθρώπινο κεφάλαιό τους, και η νέα αύξουσα, και δυναμική, ελληνική διασπορά, να συμβάλουν στην λύση του ελληνικού παραγωγικού και εθνικού ζητήματος επιβίωσης, και πως; 

Υπάρχει ένα παράδειγμα που δείχνει ότι τρεις χιλιάδες επαναπατρισθέντες και τριακόσιες επιχειρήσεις αρκούν. Και μια γενιά αρκεί. 

Η παγκόσμια γεωπολιτική υπεροχή εξαρτάται όλο και περισσότερο από τα τσιπ υπολογιστών, αναλύει  στους Financial Times της 25ης Φεβρουάριου ο Τζον Θόρνχιλ. Και εξηγεί γιατί μια εταιρεία ημιαγωγών της Ταϊβάν βρίσκεται στο επίκεντρο της σύγκρουσης μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας. Είναι η  TSMC (Taiwan Semiconductor Manufacturing Company)  που  κατέχει το 55%  των παγκοσμίων πωλήσεων  ημιαγωγών.  Είχε ιδρυθεί το 1987.  

Εκείνα τα χρόνια τα ιαπωνικά προϊόντα είχαν ήδη κατακτήσει  την εικόνα ποιότητας, την οποία  δεν είχαν  -θεωρούμενα φθηνά και δευτεροκλασάτα-  για τους Έλληνες της δεκαετίας του 60. Και τα ταϊβανέζικα είχαν τότε πάρει την θέση τους. Την ίδια  διαδρομή είχαν  στην συνέχεια τα κορεατικά και τα κινεζικά.

Όπως και στην Κίνα, έτσι και στην Ταϊβάν, ο κόσμος τους άλλαξε  μέσα σε μια γενιά – και άλλαξαν την θέση τους στον κόσμο. Αν δει κανείς την περίπτωση της Ταϊβάν  μπορεί να πει ότι η θέση της στον κόσμο άλλαξε με την επιστροφή  σχεδόν τριών χιλιάδων  Ταϊβανέζων μηχανικών και στελεχών  (για την ακρίβεια 2840) στην χώρα τους  – των 25 εκατομμυρίων- τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1980.  Στις αρχές  της δεκαετίας δεν επέστρεφαν περισσότεροι από 10 ετησίως. 

Όπως  αναλύει ο Ντέιβιντ Σαίνσμπουρι στο  πρόσφατο βιβλίο του «Windows of Opportunity: How nations create wealth»,  η  Ταϊβάν  είναι  μια περίπτωση όπου ένα κράτος και ένα έθνος που είναι σε κατάσταση οικονομικής καθυστέρησης, «βγαίνει μπροστά», κάνοντας  άλματα καινοτομίας στην παραγωγή. Είναι άλλη μια περίπτωση που δείχνει ότι «μια  γενιά αρκεί».  

H TSMC μπορεί σήμερα να είναι μόνη της στην πρώτη  θέση  στην παραγωγή τεχνολογικά προηγμένων συνθέτων προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, αλλά  δεν ήταν μόνη της όταν ξεκίνησε  το 1987. Ήταν μια από τις 284 επιχειρήσεις που είχαν  δημιουργηθεί  έως το 1999, οι 110 εκ των οποίων είχαν ιδρυθεί από αμερικανοσπουδαγμένους επαναπατρισθέντες ή παλιννοστήσαντες  Ταϊβανέζους  (οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν εργαζόμενοι στην Σίλικον Βάλευ ή σε εταιρείες τεχνολογίας), κι όλες αυτές, όπως και η   TSMC,  είχαν  εγκατασταθεί  στην  δημιουργηθείσα το 1980 βιομηχανική περιοχή  Επιστημονικό Πάρκο Σίντσου.  

Εν ολίγοις, λιγότεροι από 3000  επαναπατρισθέντες τεχνικοί επιστήμονες και λιγότερες  από 300  επιχειρήσεις  άλλαξαν την μοίρα και την θέση της Ταιβάν στον σύγχρονο κόσμο. Όντας τα υποκείμενα μιας βιομηχανικής πολιτικής, μιας πολιτικής καινοτομίας, κι ενός οικοσυστήματος παραγωγής και τεχνολογίας, που  έφερε  τις επιχειρήσεις τους, την παραγωγή τους και την χώρα  τους  στην τεχνολογική αιχμή του σύγχρονου κόσμου.

Τρεις χιλιάδες  επαναπατρισθέντες και τριακόσιες επιχειρήσεις αρκούν;  Kαι «μια γενιά  αρκεί»;  Ναι,  αν αξιοποιηθούν τα «παράθυρα ευκαιρίας»  που άνοιξαν και αξιοποίησαν οι  μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις  του Επιστημονικού Πάρκου Σίντσου.  Και η TSMC  ήταν  μια μικρή επιχείρηση στα πρώτα βήματά της. Η Ταϊβάν αξιοποίησε  την κρατική υποστήριξη για έρευνα και ανάπτυξη στις μικρομεσαίες. Άλλα κράτη και έθνη που «βγήκαν μπροστά» την ίδια περίοδο, ακολουθήσαν άλλες διαδρομές προς τον ίδιο στόχο. Οι Νοτιοκορεάτες έχοντας ήδη μεγάλες επιχειρήσεις τις έστρεψαν στις νέες τεχνολογίες. Η Σιγκαπούρη, μη έχοντας ούτε μεγάλες, ούτε πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, στράφηκε στην προσέλκυση των μεγάλων πολυεθνικών επενδύσεων.

Η Ελλάδα, αν θέλει και μπορεί «να βγει μπροστά», προφανώς δεν μπορεί να επαναλάβει τις διαδρομές της Ταιβάν, της Σιγκαπούρης ή της Κορέας. Είχε μάλιστα πάρει την ίδια περίοδο εντελώς   διαφορετική  αντίθετη διαδρομή. Ως αποτέλεσμα αυτής της διαδρομής, η ελληνική χρεοκοπία του 2008-2018 έφερε μαζική μετανάστευση μορφωμένων παραγωγικών ηλικιών και κυρίως νέων. Η αναπαραγωγή του φαινομένου της μαζικής μετανάστευσης στη σύγχρονη εκδοχή του brain drain, είναι προϊόν της εγχώριας οικονομικής και κοινωνικής καχεξίας. Κοινό υπόβαθρό τους η παραγωγική καχεξία.

Ελληνική οικονομία και κοινωνία δεν ήθελαν και δεν μπορούσαν να δημιουργούν πολλές και καλές θέσεις εργασίας, ειδικά σε ό,τι αφορά τα επαγγέλματα υψηλών δεξιοτήτων. Τώρα η νέα δυναμική ελληνική διασπορά που διατήρησε εκτός ορίων του ελλαδικού πελατειακού κράτους, ένα πολύ σημαντικό τμήμα από το ανθρώπινο κεφάλαιο του Ελληνισμού, μπορεί να δημιουργήσει και να αξιοποιήσει ένα «παράθυρο ευκαιρίας» για την Ελλάδα.

Μπορεί; Σε κάθε  περίπτωση είναι εθνική υπόθεση. Αφορά το έθνος. Δεν είναι ανάγκη να μας το πουν  οι ξένοι, που το επαναλαμβάνουν συνέχεια τα τελευταία  χρόνια – όχι για μας αλλά για τον σύγχρονο κόσμο και την σύγχρονη παγκοσμιοποίηση: είτε o Λάντις στο «The Wealth and Poverty of Nations: Why Some are So Rich and Some So Poor», είτε οι Ατσέμογλου  και Ρόμπινσον  στο «Why Nations Fail: The Origins of Power, Prosperity, and Poverty», είτε οι Κρίστενσεν, Οτζόμο και Ντίλλον στο «The Prosperity Paradox: How Innovation Can Lift Nations Out of Poverty», είτε ο Ντάιαμοντ στο  «Upheaval: How Nations Cope with Crisis and Change»,  είτε  ο Λόρδος Σαίνσμπουρι, που προαναφέραμε, στο «Windows of Opportunity: How Nations Create Wealth». Όλοι για  έθνη μιλούν.

Και το ελληνικό μπορεί να απελευθερωθεί από την συρρίκνωση και την καχεξία, αξιοποιώντας  και την σύγχρονη διασπορά του.  Ως μια  σύγχρονη Φιλική Εταιρεία, που δεν χρειάζεται πλέον να είναι μυστική, και  δεν  χρειάζεται  στους ιδρυτές  της να είναι οπωσδήποτε Ηπειρώτες οι δύο στους τρεις.

 

Οι Δημήτρης και Χρήστος Ιωάννου είναι οικονομολόγοι

 

 

 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News