ΑΠΟΨΕΙΣ

Χειμερία νάρκη και συνωστισμός των ζόμπι 

Η πανδημία έφερε χιλιάδες επιχειρήσεις αντιμέτωπες με το φάσμα της χρεοκοπίας. Εκτιμάται ότι, χωρίς μέτρα στήριξης, το 23% των επιχειρήσεων στην Ε.Ε. θα είχαν αντιμετωπίσει κρίση ρευστότητας έως το τέλος του 2020, έχοντας εξαντλήσει το κεφάλαιο κίνησης τους. Περίπου οι μισές ήταν ήδη ευάλωτες πριν την πανδημια και θα είχαν αντιμετωπίσει κίνδυνο χρεοκοπίας. 

Οι κυβερνήσεις στήριξαν τις επιχειρήσεις με επιχορηγήσεις, φορολογικές ελαφρύνσεις, αναστολή αποπληρωμής δανείων και κρατικές εγγυήσεις νέων τραπεζικών πιστώσεων. Οι πιο εκτεθειμένες επιχειρήσεις μπήκαν ουσιαστικά σε ένα είδος χειμερίας ναρκης. Επρόκειτο για ενδεδειγμένη επιλογή σε μια κρίση με παροδικό χαρακτηρα. Αποσόβησε τις μαζικές χρεοκοπίες, αλλά και τον κίνδυνο να χρεοκοπήσουν, μαζί με τις ευάλωτες, και εύρωστες επιχειρήσεις υψηλής παραγωγικότητας. 

Η χειμερία νάρκη πάγωσε όμως και τη φυσιολογική κινητικότητα στην αγορά μέσω της εισόδου νέων επιχειρήσεων και της εξόδου των μη βιώσιμων. Η ίδρυση νέων επιχειρήσεων στην Ευρωζώνη υποχώρησε κατά 11% στα πρώτα τρία τρίμηνα του 2020 σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2019, κάτι που ήταν αναμενόμενο λόγω της αβεβαιότητας της κρίσης. Ταυτόχρονα, οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων μειώθηκαν κατά 25% σε σχέση με το 2019, αντανακλώντας την σθεναρή στήριξη που παρέχεται. Η σημαντική μείωση των πτωχεύσεων δημιουργεί τον κίνδυνο ότι με το ξεπέρασμα της πανδημίας η οικονομία θα αντιμετωπίσει έναν συνωστισμό μη βιώσιμων επιχειρήσεων –ή «επιχειρήσεων ζόμπι» όπως αποκαλούνται.  

Επιχειρήσεις ζόμπι θεωρούνται οι ώριμες επιχειρήσεις, που λειτουργούν πάνω από μια δεκαετία, των οποίων τα κέρδη προ τόκων και φόρων (EBIT) δεν καλύπτουν τις πληρωμές τόκων στο χρέος τους για τουλάχιστον τρία συνεχόμενα χρόνια. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά στην τραπεζική κρίση της Ιαπωνίας την δεκαετία του 90 και την χρόνια ύφεση που ακολούθησε. 

Το φαινόμενο έλαβε αξιοσημείωτες διαστάσεις μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-09 και την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη. Η Κομισιόν εκτιμά ότι το 2013 οι επιχειρήσεις ζόμπι στην Ε.Ε. αντιπροσώπευαν περίπου 7% του συνόλου. Η Ελλάδα, στο μέσο της κρίσης χρεους, είχε την μεγαλύτερη αναλογία με 22%, ακολουθούμενη από την Ισπανία, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία. Η αναλογία των ζόμπι ήταν μικρότερη στην Γερμανία, στο όχι ομως ευκαταφρόνητο 5%. Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS), σε έρευνα που αφορά μόνο εισηγμένες εταιρείες σε 14 προηγμένες οικονομίες, εκτιμά ότι οι επιχειρήσεις ζόμπι είχαν φθάσει το 15% του συνόλου το 2017. 

Η άφθονη ρευστότητα που δημιουργεί η ποσοτική χαλάρωση και τα πολύ χαμηλά επιτόκια –που είναι αρνητικά για τις καταθέσεις των τραπεζών στις κεντρικές τράπεζες– δημιουργούν κίνητρα για την αναχρηματοδότηση δανείων μη βιώσιμων επιχειρήσεων (evergreening). Οι αδύναμες τράπεζες «αγοράζουν χρόνο» συντηρώντας εν ζωή μη βιώσιμες επιχειρήσεις, αντί της διαγραφής επισφαλών δανείων και της αποδοχής κεφαλαιακών ζημιών. Δημιουργείται έτσι, όπως θεωρεί ο ΟΟΣΑ, μια αμφίδρομη σχέση και φαύλο κύκλο μεταξύ αδύναμων τραπεζών και επιχειρήσεων ζόμπι. 

Η BIS υπολογίζει ότι περίπου το 15% των επιχειρήσεων ζόμπι διατηρείται ενεργό, ενώ το 25% οδηγείται σε πτώχευση και το υπόλοιπο 60% καταφέρνει να επανέλθει σε υγιή οικονομική τροχιά. Όμως οι επιχειρήσεις που ανακάμπτουν παραμένουν ασθενικές. Μειονεκτούν στις επενδύσεις και τη δημιουργία θέσεων εργασίας, ενώ έχουν και χαμηλότερη παραγωγικοτητα συγκριτικά με τις μόνιμα υγιείς επιχειρήσεις του ίδιου κλάδου στην ίδια χώρα. Η αύξηση των επιχειρήσεων ζόμπι, έστω και παροδικά, φαίνεται συνεπώς ότι έχει μόνιμη επίπτωση στη δυναμικότητα της οικονομίας. Αυτό ενδέχεται να έχει επηρεάσει την δυναμικότητα της ελληνικής οικονομίας μετά την έξοδο από την κρίση χρέους. Θα όφειλε να αποτελεί αντικείμενο προβληματισμού στην Ευρώπη μετά την έξοδο από την πανδημία ακόμα κι αν δεχτούμε οτι η αυξηση των επιχειρήσεων ζόμπι θα είναι, στην καλύτερη περίπτωση, παροδική. 

Μια μόνιμη αύξηση των επιχειρήσεων ζόμπι έχει ακόμα σοβαρότερες συνέπειες  καθώς επιφέρει παράπλευρες απώλειες στις υγιείς επιχειρήσεις. Οι επιχειρήσεις ζόμπι απορροφούν τραπεζικές πιστώσεις για να διατηρηθούν εν ζωή, που θα μπορούσαν να διατεθούν στις υγιείς επιχειρήσεις για την ανάπτυξή τους. Καρπώνονται μέρος της αγοράς με πολύ χαμηλά ή μηδενικά περιθώρια κέρδους, υποχρεώνοντας τις υγιείς επιχειρησεις να μειώνουν τις τιμές για να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό. Ο περιορισμός της κερδοφορίας μειώνει την επένδυση των υγιών επιχειρήσεων αλλα δημιουργεί και εμπόδια στην είσοδο νεοφυών και πιο παραγωγικών επιχειρήσεων στην αγορά. Σύμφωνα με την Κομισιόν και την BIS, όσο μεγαλύτερη είναι η αναλογία των επιχειρήσεων ζόμπι τόσο χαμηλότερες είναι οι επενδυσεις, η δημιουργία απασχόλησης, αλλα και η παραγωγικότητα των υγιών επιχειρήσεων. 

Συνοψίζοντας, αν η αδιάκριτη στήριξη των επιχειρήσεων κατά την πανδημία ήταν ενδεδειγμένη, ενδεχόμενη έξαρση των επιχειρήσεων ζόμπι θα αποδειχθεί τοξική καθώς θα μειώσει την ανάπτυξη. Οι αναγκαίες δράσεις για να μετριαστεί ο κίνδυνος που ελλοχεύει είναι πολυδιάστατες. Συμπεριλαμβάνουν την παροχή στήριξης σε βιώσιμες επιχειρησεις με επιχορηγήσεις και μετοχοποίηση χρέους, αντί των κρατικών πιστωτικών εγγυήσεων· την ενίσχυση της εποπτείας των τραπεζών· την μεταρρύθμιση του πτωχευτικού πλαισίου ώστε να διευκολύνεται η έξοδος των μη βιώσιμων επιχειρήσεων· αλλά και ενεργά μέτρα στην αγορά εργασίας που θα διευκολύνουν την μετακίνηση των εργαζομένων σε παραγωγικότερες επιχειρήσεις. 

* Ο Αριστομένης Βαρουδάκης είναι οικονομολόγος, πρώην καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, πρώην ανώτερο στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΟΟΣΑ.

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News