ΑΠΟΨΕΙΣ

Οικονομική «Ανάκαμψη» ή Δημοκρατική Υποχώρηση;

Οι εξελίξεις γύρω από την λειτουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης θα πρέπει να προκαλούν ανησυχία σε όσους ενδιαφέρονται (ακόμα) για την δημοκρατία στην Ευρώπη. Η κυβερνητική αλλαγή στην Ιταλία, με την εγκαθίδρυση του πρώην κεντρικού τραπεζίτη Μάριο Ντράγκι στην θέση του πρωθυπουργού, συγκεντρώνει τα βλέμματα, την ίδια ώρα όμως γραφειοκρατικές διεργασίες στις Βρυξέλλες δημιουργούν ανησυχία για το κατά πόσο η λειτουργία του ταμείου θα εμβαθύνει τα ήδη υπάρχοντα δημοκρατικά ελλείμματα της ΕΕ.

Στην Ιταλία, ο Ντράγκι αναλαμβάνει την πρωθυπουργία μέσα σε συνθήκες των οποίων η κωμικότητα ξεπερνάει ακόμα και τα συνήθη στάνταρ του ιταλικού πολιτικού συστήματος. Ο πρώην πρωθυπουργός Ρέντσι περηφανεύεται στον διεθνή τύπο ότι είναι «νέος Μακιαβέλι» επειδή έριξε την κυβέρνηση Κόντε ηγούμενος ενός κομματιδίου που με το ζόρι καταγράφει 3% στις δημοσκοπήσεις. Ο Ματέο Σαλβίνι, ο μέχρι χθες «πιο επικίνδυνος άνθρωπος στην Ευρώπη», σπεύδει να εξασφαλίσει χαρτοφυλάκια. Το Κίνημα Πέντε Αστέρων, που υποτίθεται ότι θα αποκαθιστούσε την δημοκρατία, ετοιμάζεται να στηρίξει την τρίτη συνεχή κυβέρνηση μετά τις εκλογές του 2018 που θα ηγείται από μη-εκλεγμένο πρωθυπουργό. Κανένας τους δεν κρύβει, ίσα-ίσα το διακηρύττουν, ότι θέλει να έχει μερίδιο στην μοιρασιά των χρημάτων του Ταμείου.

Αυτά όλα ίσως να είναι ιταλικές ιδιοτροπίες. Πρόκειται άλλωστε για μια χώρα της οποίας η δαιδαλώδης πολιτική σκηνή πάντα έλυνε τους γόρδιους δεσμούς υπακούοντας σε διεθνείς πιέσεις, από την άνοδο του προοδευτικού Χριστιανοδημοκράτη Άλντο Μόρο στην δεκαετία του ’60 κατόπιν νουθεσιών του Δημοκρατικού Κόμματος στις ΗΠΑ, στις κυβερνήσεις των τεχνοκρατών Τσιάμπι και Πρόντι που έβαλαν την Ιταλία στο ευρώ την δεκαετία του ’90 και την έξωση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι κατόπιν απροκάλυπτων πιέσεων από την ΕΕ το 2011. Ο Μπερλουσκόνι (που και αυτός θα βάλει πλάτη στο εγχείρημα Ντράγκι) παραμένει, 10 χρόνια μετά, ο τελευταίος πρωθυπουργός που εκλέχτηκε με βάση την λαϊκή ψήφο στην Ιταλία.

Τα προβλήματα της Ιταλίας όμως πάντα αντανακλούν, συχνά με μεγεθυμένα, τα προβλήματα της Ευρώπης. Και στην προκειμένη περίπτωση, αυτό που βλέπουμε είναι, πρώτον, ο τρόπος που η ΕΕ χρησιμοποιεί το δέλεαρ των χρημάτων για να επιβάλει τις επιλογές της και, δεύτερον, η διαβρωτική επίδραση αυτής της σχέσης εξάρτησης κρατών-ΕΕ στο πολιτικό σύστημα και την λειτουργία της δημοκρατίας στο εθνικό επίπεδο. Η άνοδος του Ντράγκι δεν έχει να κάνει μόνο με πολιτικές μηχανορραφίες, αλλά αποτελούσε και άμεση ανάγκη προκειμένου η Ιταλία να καταρτίσει ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων στο οποίο θα συμφωνούσε η ΕΕ. 

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να κατανοηθεί και ο άτυπος διάλογος μεταξύ του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε – σήμερα πρόεδρος της γερμανικής βουλής – και του Γάλλου υπουργού οικονομικών Μπρούνο Λεμέρ μέσα από τις σελίδες των Financial Times. Ο δεύτερος εύλογα διαμαρτύρεται για τις καθυστερήσεις στην έγκριση και εκταμίευση των πόρων του ταμείου την στιγμή που η Ευρώπη στενάζει από τα λοκντάουν και την συνεπαγόμενη ύφεση. Ο Σόιμπλε από την άλλη ανταπάντησε ότι, ενώ το ταμείο πρέπει να λειτουργήσει σύντομα, αποτελεί όμως και ευκαιρία να «προωθηθούν σημαντικές μεταρρυθμίσεις» και να «ακολουθηθούν σωστές πολιτικές». 

Οι πολιτικά ουδέτεροι αυτοί όροι φυσικά κρύβουν από πίσω τους πολιτικές με συνέπειες στην ζωή εκατομμυρίων πολιτών, όπως η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση που προετοιμάζεται στην Ιταλία (εξ ου και η προσφυγή στον Ντράγκι). Ανάλογες μεταρρυθμίσεις στις συντάξεις περιμένει η ΕΕ και από την Ισπανία – άλλη μια χώρα με δυσβάστακτες ανθρώπινες και οικονομικές απώλειες από τον κορωνοϊό – με τις εντάσεις στο συνασπισμό Σοσιαλιστών-Ποδέμος να σιγοβράζουν και την πιθανότητα να γίνει η ΕΕ καταλύτης για άλλη μια κυβερνητική αλλαγή (χωρίς εκλογές φυσικά) εξαιρετικά μεγάλη.

Το ζήτημα δεν είναι αν αυτές οι μεταρρυθμίσεις είναι αναγκαίες – στις περισσότερες των περιπτώσεων είναι. Το ζήτημα είναι τι λέει για την Ευρώπη το γεγονός ότι ένα εργαλείο «αλληλεγγύης» και «ανάκαμψης» χρησιμοποιείται από την πίσω πόρτα, σε μια στιγμή υγειονομικής τραγωδίας και με αρκετή δόση υποκρισίας, για την προώθηση πολιτικών που σε μια δημοκρατία θα έπρεπε να είναι αντικείμενο πολιτικής διαπάλης και δημόσιας διαβούλευσης. Αυτό το υποτιθέμενο άλμα προς τα μπρος της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης λαμβάνει χώρα ερήμην των κοινωνιών, σε μεγάλο βαθμό εις βάρος βασικών αρχών της δημοκρατικής λειτουργίας, και με μια πανδημία με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς να γίνεται αφορμή για να αναβαπτίσει η ΕΕ τους συνήθεις μηχανισμούς ελέγχου επί των κρατών-μελών.

Οι απολογητές της ΕΕ θα ανταπαντήσουν ότι η ατελής δημοκρατικότητα της οικονομικής διακυβέρνησης στην Ευρώπη δεν οφείλεται στην ΕΕ αλλά, αντίθετα, στο ότι τα κράτη-μέλη μπλοκάρουν την πραγματική ενοποίηση για λόγους εθνικού συμφέροντος. Θα υπενθύμιζαν, για παράδειγμα, ότι ο μηχανισμός έγκρισης εθνικών προγραμμάτων επεβλήθη από τις χώρες του βορρά για να συναινέσουν στην δημιουργία του ταμείου. Αυτό αληθεύει, αν και αποτελεί και έμμεση παραδοχή ότι η «αλληλεγγύη» στην Ευρώπη είναι σύνθημα κενό περιεχομένου. Ταυτόχρονα όμως, αποκρύπτει το γεγονός ότι και οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί έχουν δικές τους ιδεολογικές προτιμήσεις σχετικά με την λειτουργία της οικονομίας οι οποίες είναι έτσι κι αλλιώς εγγύτερα σε αυτές του Βερολίνου και άλλων βόρειων πρωτευουσών. 

Είναι εντυπωσιακό τελικά πώς η ΕΕ λειτουργεί και σε αυτήν την κρίση με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που λειτούργησε στην κρίση της Ευρωζώνης. Οι αναλογίες είναι εντυπωσιακές και δεν περιλαμβάνουν μόνο την απαραίτητη τεχνοκρατικοπολιτική οπερέτα στην Ρώμη – τότε με Μόντι, σήμερα με Ντράγκι: εκμετάλλευση μιας κρίσης στον νότο για την προώθηση της ατζέντας του βορρά, σιωπηλή οικειοποίηση ελεγκτικών εξουσιών από την ΕΕ, ποδηγέτηση της δημοκρατίας στο εθνικό επίπεδο χωρίς την ταυτόχρονη οικοδόμηση αντίστοιχων μηχανισμών νομιμοποίησης και ελέγχου στο υπερεθνικό (όπως φάνηκε και  με την πλήρη έλλειψη συνεπειών για την Επιτροπή από την πανωλεθρία της στο θέμα των εμβολίων). Η μόνη διαφορά είναι ότι σήμερα η ύφεση χτυπάει και την Γερμανία και για αυτόν τον λόγο το Βερολίνο συναίνεσε σε ένα πιο αναπτυξιακό μακροοικονομικό εργαλείο από το οποίο και το ίδιο θα επωφεληθεί. Οι πολιτικές συνέπειες αναπόφευκτα θα φανούν στο, όχι μακρινό, μέλλον.

*Ο Άγγελος Χρυσόγελος είναι Jean Monnet Fellow στο Robert Schuman Centre for Advanced Studies του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου (EUI) της Φλωρεντίας.

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News