ΑΠΟΨΕΙΣ

Τι να περιμένουν από τον Μπάιντεν Ευρώπη, Κίνα και κόσμος

Από πολλές απόψεις, ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος της Αμερικής Τζο Μπάιντεν είναι μια γνωστή φυσιογνωμία στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής σκηνής. Υπέρμαχος των διεθνών συνεργασιών, ο Μπάιντεν πιστεύει στην αξία των ισχυρών συμμαχιών, της δημιουργίας διεθνών συνθηκών, της στήριξης ανοιχτών οικονομιών, και του ηγετικού ρόλου των ΗΠΑ στο διεθνές στερέωμα. Είναι ισχυρός υποστηρικτής της διατλαντικής συμμαχίας, με σχεδόν άριστη παρουσία στην ετήσια Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου, την ανάλογη εκδοχή του Νταβός για θέματα διπλωματίας, άμυνας, και ασφάλειας. Οι προσωπικές του σχέσεις με παγκόσμιους ηγέτες είναι στενές και εκτείνονται σε κάθε ήπειρο. Κατά την 36χρόνη θητεία του στην Γερουσία, υπηρέτησε τόσο ως επικεφαλής της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων όσο και ως συν-επικεφαλής της Ομάδας Παρατηρητών του ΝΑΤΟ. Μάλιστα, ένας από τους κύριους λόγους που επελέγη το 2008 ως συνυποψήφιος του Μπαράκ Ομπάμα ήταν για να καλύψει την τότε έλλειψη εμπειρίας του τέως Προέδρου στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής.

Έκτοτε, οι παγκόσμιες ισορροπίες έχουν αλλάξει δραστικά. Σε πολλές χώρες, λαϊκιστικές και εθνικιστικές δυνάμεις έχουν αναλάβει την εξουσία. Αυταρχικοί ηγέτες έχουν εκμεταλλευτεί νέες τεχνολογίες για να αυξήσουν την επιρροή τους τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Διασυνοριακές και διακρατικές προκλήσεις, όπως η κλιματική αλλαγή, οι πανδημίες, οι κυβερνοπόλεμοι, και η διάδοση πυρηνικών όπλων, έχουν επιδεινωθεί. Ταυτόχρονα, η Αμερική ακολουθεί το δόγμα του απομονωτισμού, μία επιλογή με τεράστιες επιπτώσεις στη διεθνή συνεργασία των κρατών.

Ως Πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Μπάιντεν θα κληρονομήσει μια ολοκληρωτικά διχασμένη Αμερική και θα κληθεί να αντιμετωπίσει μια ολοένα και πιο χαοτική διεθνή τάξη. Πρωταρχικός του στόχος θα είναι η άμεση και αποτελεσματική αντιμετώπιση του κωρονοϊού και η ανοικοδόμηση της Αμερικανικής οικονομίας. Συγχρόνως, θα επιχειρήσει να «θεραπεύσει» το έθνος στον απόηχο των διαρκών κοινωνικών και φυλετικών αναταραχών, της εκρηκτικής προεκλογικής περιόδου των τελευταίων μηνών, και των πρωτοφανών σκηνών βίας και χάους στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου. Κεντρική προτεραιότητα θα είναι η συμφιλίωση της κοινωνίας και των πολιτικών δυνάμεων και η αποκατάσταση της μεσαίας τάξης. Ως εκ τούτου, η στρατηγική του θα επικεντρωθεί στο κλείσιμο του χάσματος μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Για να πετύχει αυτό το εγχείρημα, θα πρέπει η γεω-οικονομική στρατηγική της νέας διοίκησης να είναι πιο κατανοητή και προσιτή στον μέσο Αμερικανό. 

Από την πρώτη στιγμή, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα σηματοδοτήσει την ανανέωση της δέσμευσης των ΗΠΑ στους διεθνείς θεσμούς και την πολυμέρεια. Την πρώτη κιόλας μέρα της νέας διοίκησης, η Αμερική θα επανενταχθεί στην συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή αλλά και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Παράλληλα, η νέα κυβέρνηση θα επιδιώξει να επαναφέρει την χώρα στην διεθνή συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, καθώς και να συμφωνήσει με τη Ρωσία την παράταση της συνθήκης New START για τον περιορισμό των στρατηγικών πυρηνικών όπλων. Θα συνεργαστεί στενά με άλλα κράτη για να περιοριστεί η εξάπλωση του COVID-19, βοηθώντας στον συντονισμό τόσο της ανάπτυξης όσο και της διανομής εμβολίων στον υπόλοιπο κόσμο. Στον πυρήνα της διπλωματικής ατζέντας θα βρίσκεται η σύγκλιση μιας παγκόσμιας διάσκεψης για θέματα δημοκρατίας υπό την ηγεσία του ίδιου του Μπάιντεν, ο οποίος έχει δεσμευθεί ως προς την οργάνωσή της κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους της θητείας του. Στόχος αυτής της διάσκεψης θα είναι η προώθηση των δημοκρατικών προτύπων, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και του κράτους δικαίου, καθώς και η αυστηρή προειδοποίηση απέναντι στην δημοκρατική οπισθοδρόμηση ορισμένων κρατών, από την Κίνα και την Ρωσία ως την Σαουδική Αραβία και την Τουρκία.

Η αναζωογόνηση των διατλαντικών σχέσεων θα αποτελέσει βασικό πυλώνα αυτής της στρατηγικής. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι πρώτοι τέσσερις ξένοι ηγέτες που συνομίλησε ο Μπάιντεν ως εκλεγμένος Προέδρος ήταν όλοι Ευρωπαίοι (ο Γάλλος Μακρόν, η Γερμανίδα Μέρκελ, ο Βρετανός Τζόνσον, και ο Ιρλανδός Μάρτιν). Ο ίδιος ο Μπάιντεν έχει δηλώσει ότι η κυβέρνησή του θα είναι άμεσα έτοιμη να σφυρηλατήσει μια νέα κοινή ατζέντα με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αφήνοντας πίσω μια παρατεταμένη περίοδο κρίσης και ανταγωνισμού, και ανοίγοντας ένα νέο κεφάλαιο ισότιμης σχέσης μεταξύ εταίρων.

Η έναρξη ενός στρατηγικού οικονομικού διαλόγου για θέματα εμπορίου, φορολογίας, και τεχνολογικής πολιτικής μπορεί να θέσει γερά θεμέλια στις σχέσεις ΕΕ-ΗΠΑ. Μια πρώιμη επίσκεψη του Μπάιντεν στις Βρυξέλλες, συνοδευόμενη από μια ομιλία ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, θα είχε ιδιαίτερο συμβολισμό, επιδεικνύοντας μια ισχυρή δέσμευση προς την επικείμενη ευρω-αμερικανική συνεργασία. Με τρεις κορυφαίες πολυμερείς συνεδριάσεις το 2021 όλες προγραμματισμένες να διεξαχθούν στην Ευρώπη (των G7 στο Ηνωμένο Βασίλειο, των G20 στην Ιταλία, και του COP26, της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή, στην Σκωτία) παρουσιάζεται μια σημαντική ευκαιρία για την ΕΕ και τις ΗΠΑ να διαμορφώσουν ένα κοινό μέτωπο στην διεθνή σκηνή. Με το βλέμμα στραμμένο στην πολυαναμενόμενη «εκθρόνιση» της Μέρκελ το φθινόπωρο του 2021, και υπό το πρίσμα της ολοένα και πιο ενεργής γαλλικής εξωτερικής πολιτικής εντός της ΕΕ αλλά και γύρω από την περιφέρειά της, η σχέση του Μπάιντεν με τον Μακρόν – η οποία δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί – θα είναι καταλυτική.

Όπως τόνισε πρόσφατα ο Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής, Ζοζέπ Μπορέλ, η εποχή Τραμπ ώθησε την Ευρώπη να επανεξετάσει τον ρόλο της στην διατλαντική συμμαχία και να δώσει έμφαση στην διασφάλιση της δικής της στρατηγικής αυτονομίας, τόσο σε θέματα άμυνας και ασφάλειας – τομείς που είχαν προκαλέσει σημαντική τριβή στις διατλαντικές σχέσεις τα τελευταία χρόνια – όσο και στην δημόσια υγεία, τα συστήματα αλυσίδων εφοδιασμού, αλλά και τις τεχνολογίες αιχμής όπως το 5G. Ο επαναπροσδιορισμός του ρόλου της Ευρώπης στην διατλαντική συμμαχία προσφέρει την προοπτική της περαιτέρω εξέλιξης των σχέσεων ΕΕ-ΗΠΑ, ενισχύοντας έτσι την ανθεκτικότητά τους σε μελλοντικά σοκ. Αυτά είναι ευπρόσδεκτα νέα για την κυβέρνηση Μπάιντεν, η οποία χρειάζεται μια ισχυρότερη Ευρώπη για την αποτελεσματική αντιμετώπιση διακρατικών απειλών αλλά και της αυξανόμενης επιθετικότητας της Κίνας.

Έχοντας ως βάση τον «Διάλογο ΗΠΑ-ΕΕ για την Κίνα» που θεσπίστηκε τον περασμένο Οκτώβριο, η νέα Αμερικανική κυβέρνηση φαίνεται αποφασισμένη να συνεργαστεί στενά με τους ευρωπαίους συμμάχους της έτσι ώστε να δημιουργήσουν ένα κοινό μέτωπο κατά του Κινεζικού ψηφιακού αυταρχισμού, των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, και των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μεταξύ άλλων. Η ανακοίνωση της επενδυτικής συμφωνίας ΕΕ-Κίνας στις 30 Δεκεμβρίου εξέπληξε πολλούς στην Ουάσινγκτον – όχι τόσο λόγου του περιεχομένου της, όσο της χρονικής στιγμής στην οποία περιήλθε – και παρόλο που θα αποτελέσει «αγκάθι» στις αρχικές επαφές της ΕΕ με την νέα Αμερικανική διοίκηση, εκτιμάται πως δεν θα εμποδίσει τους διατλαντικούς εταίρους από το να θεσπίσουν έναν νέο, πολυμερή συνασπισμό με στόχο την εξισορρόπηση της Κίνας. Ουάσινγκτον και Βρυξέλλες αναμένεται να συνεργαστούν από νωρίς για να καταλήξουν σε μια κοινή στρατηγική, διατηρώντας παράλληλα ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας και συνεργασίας με το Πεκίνο ως προς την καταπολέμηση παγκόσμιων προκλήσεων όπως η πανδημία, η κλιματική κρίση, και ο πυρηνικός αφοπλισμός.

Ο Μπάιντεν έχει επανειλημμένα διαμηνύσει – συμπεριλαμβανομένης της νικητήριας ομιλίας του στις 7 Νοεμβρίου – πως η Αμερική οφείλει να ηγηθεί βασισμένη «όχι στο παράδειγμα της δύναμής της, αλλά στην δύναμη του παραδείγματος» που προσφέρει στον υπόλοιπο κόσμο. Οι πρόσφατες εικόνες χάους στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ, καθώς και η μονομερής στάση της Αμερικής σε διεθνές επίπεδο τα τελευταία τέσσερα χρόνια, θα δυσκολέψουν αισθητά την επίτευξη αυτού του στόχου. Ωστόσο, είναι σίγουρο πως το παρελθόν του Μπάιντεν ως θερμού υποστηρικτή της διατλαντικής συμμαχίας και της διεθνής συνεργασίας θα διαμορφώσει την προεδρία του. Δεν είναι μυστικό ότι η εξωτερική του πολιτική θα είναι διαφορετική από αυτή της προεδρίας Τραμπ. Το κρίσιμο ερώτημα που απομένει είναι πώς θα διαφέρει από αυτήν του Προέδρου Ομπάμα.

 

*Ο Φίλιππος Λέτσας είναι αναλυτής εξωτερικής πολιτικής στην Ουάσινγκτον.

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News