ΑΝΑΛΥΣΗ

Γερμανική σταθερότητα, ευρωπαϊκή στασιμότητα

Γερμανική σταθερότητα, ευρωπαϊκή στασιμότητα

Η εκλογή του πρωθυπουργού του κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας Άρμιν Λάσετ στην θέση του προέδρου του κυβερνώντος κόμματος CDU στην Γερμανία δημιούργησε τα αναμενόμενα αισθήματα ανακούφισης στο ευρωπαϊκό και γερμανικό κατεστημένο και τους εκφραστές του στον διεθνή τύπο. Στην πραγματικότητα το σημαντικό σε αυτήν την εκλογή, όπως και στην προηγούμενη που είχε κερδίσει η απερχόμενη πρόεδρος του CDU Ανεγκρέτ Κραμπ-Κάρενμπαουερ, δεν ήταν το ποιος θα κερδίσει αλλά το ποιος δεν θα κερδίσει. 

Και στις δυο εκλογές ο αντικειμενικός σκοπός ήταν να μην επικρατήσει ο Φρίντριχ Μερτς. Παλαιός εσωκομματικός αντίπαλος της Άγκελα Μέρκελ στα χρόνια της αντιπολίτευσης απέναντι στον Γκέρχαρντ Σρέντερ στις αρχές του 2000, ο Μερτς επανέκαμψε στην πολιτική με μια ξεκάθαρα – σχεδόν εκδικητικά – αντι-Μέρκελ δεξιά ατζέντα στην οικονομία και το μεταναστευτικό. Με τον μηχανισμό του κόμματος και την καγκελάριο απέναντί του, ο Μερτς κέρδισε απέναντι στον Λάσετ 48% των ψήφων του συνεδρίου. Με δεδομένη την ιεραρχική δομή του CDU, το ότι έφτασε ο Μερτς να παίρνει 48% σε ένα σώμα 1001 αυστηρά επιλεγμένων εκλεκτόρων αντανακλά ακόμα μεγαλύτερη επιρροή στην βάση του κόμματος. 

Η επίδοση Μερτς αποτελεί επομένως ξεκάθαρη αποδοκιμασία της κεντρώας και διαχειριστικής λογικής Μέρκελ, ιδιαίτερα στο μεταναστευτικό, από μεγάλο μέρος του κόμματος. Οι αναλογίες με την νίκη Τραμπ εν μέσω του αυτάρεσκου αποχαιρετιστήριου γύρου θριάμβου του προέδρου Ομπάμα το 2016 είναι οπωσδήποτε ενδιαφέρουσες. Το CDU είναι διχασμένο, ιδεολογικά και μεταξύ βάσης και μηχανισμού, και αυτό με την σειρά του αντανακλά ισχυρά υπόγεια ρεύματα δυσαρέσκειας στην γερμανική κοινωνία τα οποία φυσικά οι πολιτικές ελίτ επιζητούν με κάθε τρόπο να καταπιέσουν.

Αλλά ακόμα και ο Λάσετ εκφράζει μια διάθεση αλλαγής. Καθολικός και με καταγωγή από τα πάτρια εδάφη της «βαθιάς» Χριστιανοδημοκρατίας στην δυτική Γερμανία, έχει το ακριβώς αντίθετο προφίλ από την προερχόμενη από την πρώην Ανατολική Γερμανία προτεστάντισσα Μέρκελ. Οι δογματικές και γεωγραφικές διαφορές πάντα έπαιζαν ρόλο στον προσανατολισμό του CDU. Μεταξύ των ευνοημένων από την εκλογή Λάσετ είναι ο Εμμανουέλ Μακρόν, που μπορεί να βρει στον νέο πρόεδρο του CDU ένα σύμμαχο στην προσπάθεια οικοδόμησης μιας «κυρίαρχης στρατηγικής Ευρώπης» με πιο κοινωνικό πρόσημο.

Η εκλογή Λάσετ είναι το πρώτο βήμα στην διαδικασία διαδοχής της Μέρκελ. Το επόμενο είναι να βρουν το CDU και το αδελφό κόμμα CSU κοινό υποψήφιο για την πρωθυπουργία στις εκλογές του φθινοπώρου. Με την νίκη του ο Λάσετ αποκτά πολλές πιθανότητες να είναι αυτός ο υποψήφιος, και πιθανότατα επόμενος καγκελάριος, αλλά δεν είναι ο μόνος διεκδικητής. Ο αρχηγός του CSU και πρωθυπουργός της Βαυαρίας Μάρκους Ζέντερ διεκδικεί το χρίσμα επίσης και, παραδόξως για πολιτικό του CSU το οποίο θεωρείται υπερβολικά συντηρητικό και επαρχιακό εκτός Βαυαρίας, είναι δημοφιλής σε όλη την χώρα. Ο Λάσετ θα αντιτείνει ότι όποτε τα δυο κόμματα κατέβηκαν με κοινό υποψήφιο από το CSU – τον Φραντς-Γιόζεφ Στράους το 1980 και τον Έντμουντ Στόιμπερ το 2002 – έχασαν τις εκλογές.

Άλλος αντίπαλος του Λάσετ ενδέχεται να είναι ο υπουργός υγείας Γενς Σπαν, ο οποίος έχει οικοδομήσει ένα ισχυρό προφίλ λόγω της διαχείρισης της πανδημίας του κορωνοϊού. Ο Σπαν υποστήριξε τον Λάσετ και θα ανταμειφθεί με θέση αντιπροέδρου στο CDU, πολλοί όμως αναμένουν να κινηθεί ενάντια στον τωρινό του σύμμαχο. Η κίνηση του Σπαν να παραγγείλει επιπλέον ποσότητα εμβολίων για την Γερμανία, παρακάμπτοντας το κοινό εμβολιαστικό πρόγραμμα της ΕΕ, μπορεί να καταδικάστηκε ως μονομερής και αντι-ευρωπαϊκή ενέργεια αλλά για τον ίδιο ήταν μια προσωπική επιτυχία εν όψει ενδεχόμενης διεκδίκησης του χρίσματος.

Σε όποια περίπτωση, με τον Λάσετ, τον Ζέντερ ή τον Σπαν, η μελλοντική πορεία της γερμανικής κεντροδεξιάς δεν θα αποκλίνει από τους κανόνες του Μερκελισμού. Ο Λάσετ έχει ήπιες απόψεις για τις σχέσεις με Ρωσία και Κίνα, αντανακλώντας τα συμφέροντα της εξαγωγικής βιομηχανίας της Ρηνανίας και της δυτικής Γερμανίας. Ο Λάσετ επίσης συντάχθηκε με την Μέρκελ στο μεταναστευτικό, κάτι που ήταν και η βασική του διαφορά με τον Μερτς. Οι Ζέντερ και Σπαν είχαν επικρίνει αρχικά την καγκελάριο σε αυτό το ζήτημα, αλλά έκτοτε έχουν στρογγυλέψει τις θέσεις τους. Όλοι οι υποψήφιοι δηλώνουν φιλο-Ευρωπαίοι αλλά φυσικά με τον τρόπο που εννοεί την Ευρώπη η γερμανική κεντροδεξιά: ως όργανο προβολής των γερμανικών θέσεων διεθνώς και διαμοιρασμού του κόστους προσαρμογής στις διάφορες κρίσεις, ως ενδοχώρα της γερμανικής βιομηχανίας, και ως ανάχωμα σε εξωτερικές προκλήσεις ασφάλειας. 

Η νίκη Λάσετ ανοίγει τον δρόμο, με αυτόν ή άλλο υποψήφιο, για το σενάριο που το γερμανικό κατεστημένο έχει προετοιμάσει εδώ και χρόνια: την δημιουργία συνασπισμού με τους Πράσινους μετά τις επόμενες εκλογές, κάτι που και η Μέρκελ βλέπει θετικά και για το οποίο θα λειτουργήσει ως «προξενητής». Με τους Πράσινους στην εξουσία, το πρόσωπο της γερμανικής ηγεμονίας στην Ευρώπη θα ανανεωθεί και η στροφή σε πολιτικές που η βάση του CDU δεν ευνοεί ιδιαίτερα, όπως η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, θα ενταθεί, με τα ανάλογα οφέλη για ανερχόμενα οικονομικά συμφέροντα στην Γερμανία που επενδύουν στις νέες τεχνολογίες και τις διάφορες «μεταβάσεις» (ψηφιακή, πράσινη κλπ). 

Νίκη για την σταθερότητα στην Γερμανία επομένως, μόνο που ξέρουμε πια ότι αυτό που για την Γερμανία χαιρετίζεται ως σταθερότητα αποτελεί στασιμότητα για την υπόλοιπη Ευρώπη. Μια κατάσταση όπου διατηρούνται όλες οι συνθήκες που έχουν επιτρέψει στην Γερμανία να αντλεί κέρδη, νομιμοποίηση και γεωπολιτική ισχύ αλλά βυθίζουν το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης σε όλο και μεγαλύτερη σχέση εξάρτησης από τις αποφάσεις που λαμβάνονται στο Βερολίνο. 

Ο Άγγελος Χρυσόγελος είναι Jean Monnet Fellow στο Robert Schuman Centre for Advanced Studies του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου (EUI) της Φλωρεντίας.

 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News